Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ρομά, οι δικοί μας «άλλοι»  

Ανέστης Αζάς – Πρόδρομος Τσινικόρης, Romáland. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν. Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Το ζήτημα των Ρομά έρχεται τελευταία διαρκώς στην επικαιρότητα, αλλά όχι για τους καλύτερους λόγους. Οι διαδοχικές δολοφονίες από αστυνομικούς νεαρών Ρομά (του Νίκου Σαμπάνη, του Κώστα Φραγκούλη και άλλων) υπενθυμίζουν διαρκώς ότι οι Ρομά παραμένουν στη συνείδηση πολιτών, αρχών, κράτους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Πρόσφατα ντοκυμανταίρ σκύβουν πάνω στις διάφορες κοινότητες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού, σε μια προσπάθεια κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων της φυλής τους, αλλά και ανάδειξης των πλείστων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, με πρώτιστο την αδιαφορία του ίδιου του κράτους που για αιώνες, και έως το 1979, τους είχε καταδικάσει σε κατάσταση ανιθαγένειας: άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, χωρίς δικαιώματα, μη πολίτες: «Ήταν και δεν ήταν», όπως αρχίζουν τα παραμύθια τους.

Δύσκολη η πρόσβαση σε σχολεία, που και όταν υπάρχουν λειτουργούν κάτω από ανεπίτρεπτες συνθήκες· δύσκολη, έως πρόσφατα, η αποδοχή και από τους ίδιους ένταξής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς τα ήθη τους επέβαλαν γάμους και τεκνοποίηση από την παιδική ήδη ηλικία, όπως και να ακολουθούν το μη σταθερό επάγγελμα του πατέρα· αποφυγή να συναναστρέφονται «μπαλαμούς», δηλαδή Έλληνες εκτός της φυλής τους ‒οι οποίοι, ούτως ή άλλως, τους αντιμετωπίζουν ακόμη και σήμερα ως παραβατικούς‒ αποκλεισμένοι έτσι στα «γκέτο» των καταυλισμών τους με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης (συχνά χωρίς νερό και ηλεκτρικό)· δυσκολία, εν τέλει, επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, αφού μιλούν ρομανί. Ελάχιστοι πλέον σήμερα καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα προκαθορισμένα, να τελειώσουν σχολείο, να φθάσουν ως και στο Πανεπιστήμιο, αναγκασμένοι συχνά να κρύβουν την καταγωγή τους, λόγω του αρνητικού στερεότυπου που τη συνοδεύει, αυτό που περικλείεται στο προσωνύμιο «γύφτος». «Σκουρόχρωμοι», πλην «ευτυχών» εξαιρέσεων που τους επιτρέπουν ευκολότερη ένταξη, σε μια χώρα «ανοιχτόχρωμων»…

Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης, συνεχίζοντας την πορεία τους στο θέατρο-ντοκουμέντο, που φέρνει επί σκηνής φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, επιχειρούν, με τη νέα τους παράσταση, να θίξουν τα προβλήματα των Ρομά μέσα από μαρτυρίες των ίδιων.  Της παράστασης προηγήθηκε πολύμηνη έρευνα σε καταυλισμούς Ρομά στο Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στη Λάρισα.

Είναι ευνόητο ότι τα πέντε άτομα Ρομά που φθάνουν στη Σκηνή της Στέγης αντιπροσωπεύουν ένα μέρος μόνο των συμπατριωτών τους, αφού όλοι τους μιλούν εξ ίσου καλά ελληνικά όσο και ρομανί, ενώ η κοινωνική τους θέση, τουλάχιστον κάποιων εξ αυτών, είναι διαφορετική.

Ο κύριος αφηγητής, ο απολαυστικός Αβραάμ Γκουτζελούδης, ένας περίπου τριανταπεντάρης άντρας, είναι εμφανώς καλλιεργημένος, ενώ εκπλήσσει ευχάριστα η άνεσή του πάνω στη σκηνή. Αυτός θα ορίσει την έναρξη της παράστασης, υποδεικνύοντας ότι ο σκηνικός διάκοσμος εκπροσωπεί τα στερεότυπα σημεία που καθορίζουν τον χώρο των καταυλισμών. Παράγκα, πουρνάρια, μουσικά όργανα, και, το σήμα κατατεθέν, μια πλαστική καρέκλα (σκηνογραφία Διδώ Γκόγκο).

Τα υπόλοιπα πρόσωπα εμφανίζονται και αυτά με τα πραγματικά τους ονόματα, καταθέτοντας πλευρές της δικής τους ιστορίας: ο εικοσάρης Γιώργος (Βιλανάκης), η, υιοθετημένη από μπαλαμούς, στην πραγματικότητα Ρομά Θεοδοσία (Γεωργοπούλου), η οποία θα ανακαλύψει στα νεανικά της χρόνια την πραγματική της οικογένεια και έκτοτε θα ζει μεταξύ των δύο κόσμων, η Μέλπω (Σαΐνη) και η Αγγελική (Ευαγγελοπούλου), δύο ωριμότερες γυναίκες που, η κάθε μια τους, έχει βιώσει, με τον τρόπο της, την ανέχεια, τους αποκλεισμούς, αλλά και τα αυστηρά ήθη των Ρομά ως προς τις υποχρεώσεις της γυναίκας. Και οι δύο θα τοποθετηθούν κατά του γάμου σε νεαρή ηλικία, όπως και στην ανάγκη μόρφωσης των κοριτσιών και, γενικά, των παιδιών.

Η παράσταση θίγει (ή καταγγέλλει) αρκετά από τα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, που αντιμετωπίζουν οι Ρομά. Ωστόσο, παρά τις όποιες συγκινητικές στιγμές, δεν θα λείψει ούτε το χιούμορ ούτε οι χαρακτηριστικές μουσικές και τα τραγούδια που χαρακτηρίζουν τη φυλή τους, τόσο στα ελληνικά όσο και στα ρομανί (μουσικός επί σκηνής ο «μπαλαμός» Γιώργος Δούσος). Τόσο η μουσική του Παναγιώτη Μανουηλίδη όσο και οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου δημιουργούν ευφρόσυνη σκηνική κατάσταση, τονίζοντας την (επίσης στερεότυπη;) επικρατούσα αντίληψη ότι οι Ρομά, παρά τις δυσκολίες, χαρακτηρίζονται από κέφι, τραγούδια και χορούς.

Θα έλεγα ότι, ως προς την ουσία του ντοκυμαντερίστικου θεάτρου, η παράσταση των Αζά-Τσινικόρη δεν προσθέτει νέα στοιχεία σε σχέση με αυτά που μπορεί κάποιος να δει σε ένα πραγματικό ντοκυμανταίρ για τους Ρομά, διατρέχοντας τους πραγματικούς τόπους και τις συνθήκες διαβίωσής τους, τους πραγματικούς λασπωμένους δρόμους, τις ετοιμόρροπες παράγκες τους, τα ξυπόλητα παιδιά τους που κυκλοφορούν μέσα στους σκουπιδότοπους. Διαπιστώνοντας την πλήρη αδιαφορία του κράτους και των μηχανισμών του για αυτούς τους πολίτες του.

Παρόλα αυτά, για ένα θεατρόφιλο κοινό που θα φθάσει (και θα γεμίσει) τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, η παράσταση θα αποτελέσει έναν τρόπο αφύπνισης, θα βάλει στον κόσμο του αυτούς που θεωρεί εκτός κοινωνίας, θα συμφιλιωθεί μαζί τους μέσω της σκηνικής εικόνας τους, η οποία είναι εξίσου πραγματική. Θα λειτουργήσει συμπεριληπτικά, με το να καταστήσει ορατούς τους ανθρώπους αυτούς, πέρα από τις στερεότυπες εικόνες τους, σαν κομμάτι της κοινωνίας μας. Κομμάτι που μοιάζει να είναι ξεχασμένο, με την εγκατάλειψή του να αποτελεί τον καλύτερο καθρέφτη της αποτυχίας μιας χώρας που θέλει να λέγεται πολιτισμένη, με ισονομία των πολιτών της.

Τέλος, από καθαρά παραστασιακή-αισθητική άποψη, η παράσταση των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη έχει αρτιότητα, καλοζυγισμένη ως προς τα μέρη της (μαρτυρίες-μουσική/τραγούδι), ροή χωρίς πλατειασμούς ή κήρυγμα, γρήγορες εναλλαγές προσώπων, ευχάριστες ανάπαυλες με την προβολή των βιντεοσκοπημένων κομματιών (βίντεο: Oliwia Twardowska). Και, βεβαίως, ερασιτέχνες ηθοποιούς που στάθηκαν επάξια στη σκηνή. Άλλωστε, το θέατρο-ντοκουμέντο δεν είναι πλέον ειδησεογραφικό πρακτορείο αναπαραγωγής πραγματικότητας (όπως όταν πρωτοεμφανίστηκε) αλλά μια αισθητικά επεξεργασμένη τομή στα κοινωνικά γεγονότα.

Οι φωτογραφίες είναι του Ανδρέα Σιμόπουλου.

 

* Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου
και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις