Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Κι η θάλασσα που ’τανε δρόμος κόπηκε»

Έλλη Παπαδημητρίου, Η Ανατολή. Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Η φράση του τίτλου της κριτικής μου ακούγεται στο έργο της Έλλης Παπαδημητρίου, Η Ανατολή, δηλώνοντας τον τρόπο που οι πόλεμοι και η δημιουργία εθνικών, πληθυσμιακά ομοιογενών, κρατών, χτίζουν τείχη ακόμη και στην άλλοτε ανοικτή θάλασσα. Τότε και τώρα.

Το έργο της Παπαδημητρίου, γραμμένο αρχικά στον μεσοπόλεμο, θέλησε να διασώσει με μια πηγαία ποιητική γλώσσα και με τους αντίστοιχους μικρασιατικούς ιδιωματισμούς το «τραγικό έπος» (όπως το χαρακτηρίζει ο Ασημάκης Πανσέληνος το 1952) που κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή και το ξεσπίτωμα των λαών: «Τέλος με μια πένα χρυσή/η Ευρώπη γράφει άλλη καταδίκη/ να φύγουνε οι Χριστιανοί απ’ την Τουρκία/κι από την Ελλάδα οι Οθωμανοί/ ε, μεταλλάξανε δυο βαρελιών κρασί, ε, τότες/ένα μάτι να ‘βλεπε από ψηλά/το πώς αδειάσανε δυο πατρίδες, βιος μαζωμένος πώς σκορπά…/Κι η θάλασσα που ‘τανε δρόμος κόπηκε».

Δίνοντας στο έργο της δραματική μορφή, με πρόσωπα και διαλόγους, δεν αποφεύγει τους  πρωτότυπους, για την εποχή της γραφής του, εκτενείς μονολόγους-αφηγήσεις, που η ίδια, σε σημείωμα της έκδοσης του έργου (1977) χαρακτηρίζει «σχήμα λόγου αντιθεατρικό». Ωστόσο, σε ανέβασμά του το 1972, σε μια μορφή που θύμιζε θεατρικό αναλόγιο, θέλησε να διατηρηθεί η λιτότητα, η αμεσότητα των ηθοποιών, ώστε να αποδοθεί καλύτερα ο παλμός και το πάθος: το πάθος των λαϊκών προσώπων του κειμένου, διανθισμένο από προβλεπόμενα τραγούδια. Ας σημειωθεί, όπως αποκαλύπτει η ίδια, ότι Η Ανατολή προτάθηκε από την ίδια για να συμπεριληφθεί στο πλούσιο πρόγραμμα με αφορμή του εορτασμούς των 50 χρόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, χωρίς να πάρει ποτέ απάντηση.

Τώρα, στα 100 χρόνια από την επέτειο αυτή, με αφορμή το σχετικό αφιέρωμα του ΥΠΠΟΑ του «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ανεβάζει το έργο τον Ιούλιο του 2022 στην Αρχαία Τίρυνθα, επαναλαμβάνοντάς το τώρα στην Αθήνα. Η δεσμοί του σκηνοθέτη με τη συγγραφέα, την οποία είχε γνωρίσει προσωπικά στα πρώτα νεανικά του χρόνια, υπήρξαν καθοριστικοί. Με της Παπαδημητρίου έργο, τον Κοινό Λόγο, έκανε την εναρκτήρια του παράσταση στον αδιαμόρφωτο ακόμα τότε χώρο του μελλοντικού Θεάτρου του Νέου Κόσμου, παράσταση εμβληματική τόσο λόγω των εκλεκτών ηθοποιών και της σκηνοθετικής της αμεσότητας όσο και λόγω του φυσικού σκηνικού σε αυλή με τα χαλάσματα ενός σπιτιού, μέρους της παλιάς ζυθαποθήκης ΦΙΞ, δημιουργώντας την πρώτη, ίσως, αθηναϊκή παράσταση που δίνει την εντύπωση ότι διαδραματίζεται in situ.   

Η Ανατολή  καλύπτει μέσα από αφηγηματικά-μονολογικά μέρη και δραματοποιημένες αναπαραστάσεις γεγονότων που εκτείνονται στο διάστημα τετραετίας (1918-1922) τα όσα βίωσε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την Καταστροφή. Με ελλειπτικό τρόπο διασχίζει τα χρόνια και τις ανατροπές, με ένα από τα πρόσωπα, για παράδειγμα τον Λοχία, να καταφθάνει στη Σμύρνη με τον Ελληνικό Στρατό και να γλεντά με τους εκεί Έλληνες πριν φύγει για τη μάχη, καταλήγοντας προς το τέλος να φθάνει στην καταστραμμένη πόλη βαριά πληγωμένος, εκλιπαρώντας για βοήθεια από τους κυνηγημένους ντόπιους που, όμως, του προσάπτουν την καταστροφή τους.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ακολουθεί σκηνοθετικά τη λιτότητα που επιζητούσε η συγγραφέας για το έργο της. Με βασικό σκηνικό μια τεράστια φωτογραφία από πέτρες της Τίρυνθας (πέτρα θυμητικιά προέβλεπε στη δική της παράσταση η συγγραφέας), στηρίζει την παράσταση στη ρυθμική εκφώνηση του λόγου ‒και πρώτιστα των μονολόγων‒,  ενός λόγου που συχνά ανοίγει παρενθετικές επεξηγηματικές προτάσεις, άλλοτε δίνει στοιχεία εθίμων ή της καθημερινής ζωής των ανθρώπων και των σχέσεων μεταξύ εθνοτήτων, λόγος πηγαίος και ρέων, λόγος ταυτόχρονα κριτικός απέναντι στους υπαίτιους, διανθισμένος με ιδιωματισμούς ή τούρκικες λέξεις που αποτελεί άθλο για τον ηθοποιό που τον εκφέρει. Το μεγάλο μέρος αυτών των μονολόγων είναι ο εξαίρετος Μανώλης Μαυροματάκης  που το εκφέρει ως «Ο τελευταίος αιχμάλωτος» με εσωτερική ένταση και την ποιότητα παλιού «παραμυθά».

Μαζί του, με τις δικές του στιβαρές ερμηνευτικές ποιότητες ο καθένας, ο «Καραβοκύρης» του Αποστόλη Ψυχράμη, ο «Λοχίας» του Μιχάλη Τιτόπουλου, το «Παιδί» του Δημήτρη Καπουράνη και η «Παραδουλεύτρα» και «Γκιουλμπαξιώτισσα» της χαμελαιοντικής ανά παράσταση Ελένης Ουζουνίδου, αναλαμβάνουν να αναπαραστήσουν δραματικά σκηνές από τα γεγονότα, καθώς, το ίδιο το κείμενο, με μπρεχτικό απόηχο, βάζει τα πρόσωπα να αναγγέλλουν, επεμβαίνοντας στην αφήγηση, ότι θα αρχίσουν να τα παραστούν.

Εκείνο, ωστόσο, που δίνει ζωντάνια στην όλη παράσταση είναι ότι ήδη με την είσοδό τους οι τέσσερις ηθοποιοί, μαζί με τον τσελίστα Τάσο Μισυρλή, αλλά και ανάμεσα στη ροή της ιστορίας, παίζουν μουσικά όργανα και τραγουδούν γνωστά μικρασιατικά τραγούδια με εξαιρετικές φωνές, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια αίσθηση αποστασιοποίησης από τα όσα αφηγούνται. Είναι αυτές οι μουσικές παύσεις που κάνουν να αναπνέει η σφιχτή αφήγηση/αναπαράσταση των θλιβερών, συχνά ανατριχιαστικών γεγονότων, όπως τα βίωσε ο απλός λαός, το μόνιμο θύμα των αποφάσεων των Μεγάλων.

Το σκηνικό της παράστασης, με άλλο βασικό στοιχείο το «τσουβάλι» του «Τελευταίου Αιχμαλώτου» που απλώνει κατά γης με πάνω του τα όσα ζητάει από τους άλλους ως σημάδια να βάλουν και με κυρίαρχα ραμμένα γράμματα που λένε ΜΑΝΗΣΙΑ, οφείλεται στον σκηνοθέτη και στον  Κώστα Πολίτη. Τα απλά σύγχρονα κοστούμια είναι της Κλαιρ Μπρέισγουελ, οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα και η επιμέλεια κίνησης της Σοφίας Πάσχου. Η καθοριστική μουσική είναι του Φώτη Σιώτα.

Μια παράσταση-φόρος τιμής στην Έλλη Παπαδημητρίου (και στον Μικρασιατικό Ελληνισμό) από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο με σεβασμό στο δικό της όραμα σκηνικής επιτέλεσης, με έμφαση στον λόγο, στον ρυθμό, στη στίξη, στους τονισμούς. Και στα απογειωτικά τραγούδια.  

Οι φωτογραφίες είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.

* Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου
και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις