Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Πανδώρα

Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Ουίτσι, Εθνικό Θέατρο – Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών. Θέατρο Χώρος.

Δεν ξέρω πλέον αν πρέπει να γράφεται κριτική για τις απόπειρες νέων που φιλοξενούνται φέτος στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου. Και αυτό γιατί, όσες παραστάσεις τους είδα, ήταν απογοητευτικές από διαφορετικές απόψεις. Παρόλο που το Εθνικό Θέατρο προσφέρει, πέρα από τον χώρο και το κύρος του, έναν ολόκληρο μηχανισμό που δύσκολα θα διέθεταν σε μια ελεύθερη παραγωγή, αποδεικνύεται ότι αυτός δεν είναι ικανός να καταστήσει την ιδέα τους ενδιαφέρουσα ή έστω υποσχόμενη.

Επιπλέον, ένα τεράστιο πλεονέκτημα που προσφέρει το Εθνικό Θέατρο, δηλαδή το περίφημο Showcase, όπου προσκαλούνται σημαντικοί διευθύνοντες Φεστιβάλ του εξωτερικού για να παρακολουθήσουν τις τρέχουσες παραστάσεις του Εθνικού, αποδεικνύεται για τους νέους δημιουργούς ως μειονέκτημα. Και αυτό, γιατί έχοντας υπόψη τους εξ αρχής το ξένο «κοινό», και ακολουθώντας πλέον το επιτυχημένο παράδειγμα του Μάριο Μπανούσι με το Goodbye, Lindita, μειώνουν στο ελάχιστο δυνατόν τον λόγο των παραστάσεών τους, καταφεύγοντας στη δημιουργία βουβών σκηνικών εικόνων, ως άμεσα αντιληπτών από ξένους υπευθύνους, οι οποίοι θα ανοίξουν τον δρόμο για τα ξένα Φεστιβάλ και τη διεθνή αναγνώριση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η δημιουργία της/του Ουίτσι, με τον τίτλο Πανδώρα, παραπέμποντας στον γνωστό μύθο, όταν η γυναίκα του Επιμηθέα λαμβάνει ως γαμήλιο δώρο από τον Δία ένα κουτί, το οποίο, όταν από περιέργεια, το ανοίγει, ξεχύνονται από μέσα του όλα τα κακά του κόσμου. Θέμα αρχαιοελληνικό, πρόσφορο για ξένο κοινό. Η ιστορία, ωστόσο, ξεκινά πολύ νωρίτερα, πριν το δώρο της φωτιάς στους ανθρώπους από τον Προμηθέα. Αφελείς εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, ως «εικαστική» αναπαράσταση της ανθρώπινης εξέλιξης, με μια υποτίθεται χιουμοριστική οπτική. Η παράσταση χαρακτηρίζεται ως «τελετουργία, που εξερευνά -μέσω της τεχνικής του θεατρικού κλόουν κι ενός πρωτότυπου εικαστικού λεξιλογίου- τις σκοτεινές και τις κωμικές πτυχές του μύθου».

Ήδη η χρήση της λέξης «τελετουργία» είναι καταχρηστική. Τι σημαίνει για τους συντελεστές η λέξη «τελετουργία» και, κατ’ επέκταση, τελετουργικό θέατρο, που μοιάζει να έχει γίνει προσφάτως εύκολος χαρακτηρισμός για όποια παράσταση δεν έχει λόγο;  Πρόκειται για αναπαράσταση κάποιας παραδοσιακής τελετουργίας; Και, άραγε, πώς συνδυάζεται η τελετουργία με την «τεχνική του θεατρικού κλόουν»; Αλλά, και ποια ακριβώς είναι αυτή η «τεχνική»; Διότι, αυτό που είδαμε στην εν λόγω παράσταση ήταν μια κατά βούληση και ανά περίπτωση κινησιολογία που παρέπεμπε άλλοτε στον κινηματογραφικό Σαρλώ και άλλοτε σε στάσεις και γκριμάτσες κλόουν  που βλέπουμε στον δρόμο ή σε παιδικά πάρτυ. Χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος και συνεπής κώδικας, τον οποίο να ακολουθούν οι ηθοποιοί, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «θεατρική τεχνική».

Άλλωστε, το Θέατρο της Σιωπής στην Ελλάδα ‒που πρόσφατα επανέφερε στο προσκήνιο ο Μάριο Μπανούσι και ανακάλυψαν οι νέοι καλλιτέχνες-μιμητές‒ αριθμεί πολλά χρόνια είτε με το κωδικοποιημένο ομώνυμο θέατρο της Ασπασίας Κράλλη, μαθήτριας του Μαρσέλ Μαρσώ, είτε με την ποιητικά χορογραφημένη κινησιολογία της Ομάδας «Πλεύσις» του Αντώνη Κουτρουμπή είτε με το εκρηκτικό βουβό θέατρο-αναπαράσταση κινηματογραφικών ταινιών της Ομάδας «Splish-Splash» του Johnny O.  Για όποιον ενδιαφέρεται, η ελληνική σκηνή προσφέρει ποικιλόμορφο πεδίο μαθητείας.

Τα τσουβαλάτα ρούχα, με τα πολύχρωμα κουμπιά, λερωμένα με πολύχρωμες δακτυλομπογιές, όπως και τα πρόσωπα των ηθοποιών, μπορεί να έδιναν μια φευγαλέα αίσθηση ενδυμασίας κλόουν, χωρίς αυτό να έχει κάποιο λειτουργικό αίτιο με την «αφηγούμενη» ιστορία. Και αν στην αρχή της παράστασης, όπου έχουμε τους «πρωτόγονους», αυτό μπορεί να δημιουργεί μειδίαμα, ανάλογο με αυτό μιας τηλεοπτικής διαφήμισης, στη συνέχεια μένει μετέωρο. Με δυο λόγια, τα εικονικά-αισθητικά σημεία και οι κώδικες μιας παράστασης πρέπει να αποδεικνύονται λειτουργικά και οργανικά δεμένα με την ιστορία της και τη στόχευση-νοηματοδότησή της. Κάτι που έχει να κάνει και με τη δραματουργία της, σύμβουλος στην οποία αναγράφεται, για τη συγκεκριμένη παράσταση, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η οποία αποδείχτηκε αναποτελεσματική.

Αρκετά ενδιαφέρουσες ήταν οι μάσκες που οφείλονται στον και σκηνογράφο και ενδυματολόγο της παράστασης Κωνσταντίνο Χαλδαίο. Οι φωτισμοί της Ιωάννας Ζέρβα δημιουργούσαν ατμόσφαιρες, συχνά μέσα στην αχλύ που προκαλούσαν υπερβολικοί καπνοί και ταλκ (κάτι που πλέον δεν λείπει από τις περισσότερες παραστάσεις), αλλά εκείνη που δέσποζε στην όλη παράσταση ήταν η εμπνευσμένη  μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, η μόνη που δημιουργούσε εντάσεις και επίπεδα, τα οποία, ωστόσο, έμεναν  σκηνοθετικά ανεκμετάλλευτα.

Οι έξι νεαροί ηθοποιοί ακολούθησαν το σκηνοθετικό «όραμα» όσο καλύτερα μπορούσαν, αλλάζοντας ρόλους και μάσκες, κινούμενοι ατάκτως, υιοθετώντας παράξενες γκριμάτσες που θύμιζαν ζόμπι και που προσπαθούσαν να διατηρήσουν σε όλη την παράσταση προκαλώντας γέλιο σε οικείους και φίλους θεατές τους, δίνοντας την αίσθηση, τελικά,  ότι παίζουν, παρά τη θέλησή τους, σε ερασιτεχνική παράσταση. Πρόκειται για τους αξιέπαινους για την προσπάθειά τους Αναστασία Αναγνωστοπούλου, Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη, Δήμητρα Ονουφριάδου, Γιώργο Σκαρλάτο, Βασίλη Τσαλίκη και Νίκο Φραντζέσκο, οι οποίοι αποδείκνυαν, σε κάποιες ερμηνευτικές τους στιγμές, ότι διαθέτουν υποκριτικά εργαλεία για σωστότερη σκηνική εκμετάλλευση. 

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κάποιες προβολές τίτλων ως προς την υπόθεση ή η λεκτική, εν είδει μουγκρητού, αναφορά σε θεούς (η μοναδική που ακουγόταν) γινόντουσαν μόνο στην αγγλική γλώσσα, αποδεικνύοντας την εξ αρχής στόχευση της παράστασης στους ξένους σημαντικούς επισκέπτες του Εθνικού.

Η/Ο Ουίτσι κατασκεύασε μια πρωτόλεια παράσταση που απέκτησε υπόσταση με τη βοήθεια κάποιων από τους συντελεστές της και τα μέσα που παρέχει το Εθνικό Θέατρο, της οποίας παράστασης η πλέον ενδιαφέρουσα εκδοχή της είναι αυτή των φωτογραφιών, με τις οποίες την απαθανάτισε ο Πάτροκλος Σκαφίδας.

Ας ελπίσουμε ότι την ερχόμενη θεατρική χρονιά, υπό τη νέα διεύθυνση, η Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού μας Θεάτρου θα μπορέσει να προσφέρει ουσιαστικές πειραματικές παραστάσεις. Καθώς, Πειραματική Σκηνή δεν σημαίνει φιλοξενία πρωτόλειων δοκιμών πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών. Αντίθετα, σημαίνει έρευνα στην ελεύθερη θεατρική αγορά ταλαντούχων δημιουργών, με υποσχόμενο έργο, που, κατά πάσα πιθανότητα, θα ανθήσει με τη βοήθεια των μέσων που μπορεί να προσφέρει ένα Εθνικό Θέατρο.

Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών.  
Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο, Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.

Απόψεις