1.— Égalité
Μια μεγάλη οθόνη χωρισμένη στα τέσσερα. Στο πάνω μέρος δύο γυναικεία πρόσωπα σε γκρο-πλάν. Στα κάτω παράθυρα απροσδιόριστοι, θαμποί χώροι που σταδιακά αποκαλύπτονται ως ο χώρος πίσω από την οθόνη, όπου βρίσκονται οι δύο γυναίκες. Αυτός είναι ο «σκηνικός χώρος» όπου ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπαμπίλης υποδέχεται το έργο του Θανάση Τριαρίδη Égalité: πρόκειται για μια παράδοξη αναζήτηση της «ισότητας» που επιδιώκουν οι δύο γυναίκες, εγκλωβισμένες σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι, στο οποίο ένα γράμμα κάτω από την πόρτα τους τις κάλεσε να συμμετέχουν.
Αλλά ποιοι είναι οι όροι αυτού του παιχνιδιού; Τι διακυβεύεται κατά την εξέλιξή του; Ποιος είναι αυτός που βάζει τους όρους του παιχνιδιού και κατά πόσο οι δύο γυναίκες μπορούν, είναι διαθέσιμες να τους ακολουθήσουν; Κατά πόσο οι σεξουαλικές τους ταυτότητες υποκύπτουν σε ρευστοποίηση, ποια θα αναλάβει τον ρόλο του άνδρα; Και σε ποιο βαθμό ωθούνται στην άσκηση βίας; Υπάρχει η περίφημη ισότητα ή μέσα στο παιχνίδι τα πάντα ανατρέπονται, οι ρόλοι θύτη και θύματος εναλλάσσονται, καθώς η εισβολή της ψευδαίσθησης καθιστά αμφίσημη την πραγματικότητα; Και, τελικά, ποιες είναι αυτές οι δύο γυναίκες, πού βρίσκονται; Είναι δύο αδελφές, στις οποίες το παιχνίδι δίνει την ευκαιρία να λύσουν ανεπίλυτες διαφορές του παρελθόντος; Είναι δύο συγκάτοικοι σε ένα από τα «Διαμερίσματα Ανασφάλιστων», χωρίς παράθυρα, παρά μόνο με εξαερισμό, ο οποίος μπορεί να αποβεί φονικός;
Θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς ποικίλες διακειμενικές αναφορές, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα από τις άπειρες μεταμφιέσεις στις οποίες μετέρχονται οι δύο γυναίκες, μεταμφιέσεις, άλλωστε, που καθορίζουν τα εναλλασσόμενα συναισθήματα ή τις καταστάσεις που δημιουργούν κατά τη ροή του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, ο στραγγαλισμός της μίας από την άλλη με ένα μαργαριταρένιο κολιέ θα μπορούσε να παραπέμπει στο τέλος από τις Δούλες του Ζαν Ζενέ, όπου οι δύο αδελφές, μέσα από ένα συνεχές παιχνίδι μεταμφιέσεων με στόχο τη συμβολική δολοφονία της Κυρίας, καταλήγουν στη δολοφονία της Κλαιρ από τη Σολάνζ.
Από μια άλλη οπτική, όταν η μία αδελφή, σε ένα άλλο σημείο του έργου, διεκδικεί ισότιμη συμμετοχή με την αδελφή της στη δολοφονία του πατέρα, θα μπορούσε να παραπέμπει, με μια εξ αντιθέτου αναλογία, στη διεκδίκηση, εκ μέρους της Ισμήνης, της συμμετοχής της, μαζί με την Αντιγόνη, στην ταφή του αδελφού τους. Μάσκες με ζώα, χαριτωμένα ή τερατόμορφα, επί τόπου παραμορφώσεις των προσώπων σε τρομακτικά προσωπεία κατακλύζουν με καταιγιστικούς ρυθμούς την οθόνη, καθώς ο λόγος συνεχίζει ασταμάτητος να εκφέρεται, μονολογικός ή διαλογικός μεταξύ των δύο προσώπων.
Η παράσταση του Δημήτρη Μπαμπίλη δίνει αρχικά την εντύπωση μιας κινηματογραφικής ταινίας ή ενός βίντεο που προβάλλεται σε κλειστές οριζόντιες περσίδες που χρησιμεύουν ως οθόνη. Ωστόσο, στην αρχικά διαιρεμένη σε τέσσερα παράθυρα οθόνη, το κάτω μέρος της εικόνας αναιρεί αυτή την πρώτη εντύπωση, καθώς ο θεατής διακρίνει την κίνηση των δύο ηθοποιών μπροστά στους πάγκους τους.
Διακρίνει αμυδρά ακόμη και τις πολλαπλές τους μεταμφιέσεις με μάσκες ζώων, με περίτεχνες παραμορφώσεις του προσώπου τους συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για ένα σύνθετο θέαμα, όπου οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν τον κυρίαρχο λόγο και όλα διαμορφώνονται εκείνη τη στιγμή από τον σκηνοθέτη, ο οποίος κάθεται στην εξωτερική κονσόλα και χειρίζεται με το λάπτοπ του συντονίζοντας εικόνες και ήχους.
Ένα ηχητικό σύστημα διεκδικεί επίσης κυρίαρχο ρόλο: οι φωνές των ηθοποιών αλλοιώνονται, διπλασιάζονται, επικαλύπτονται από την επιβλητική μουσική του Ecati, η οποία, με τη σειρά της συμφύρεται με αποσπάσματα όπερας και την παραλλαγμένη φωνή της Μαρίας Κάλλας, (η οποία αποτελεί αναφορά του κειμένου), αλλά και τη φωνή της καταπληκτικής νεαρής λυρικής τραγουδίστριας Ανίτας Αθηνάς Σούση, παρούσας επίσης πίσω από την οθόνη, η οποία θα ακουστεί στο τέλος της παράστασης a cappella, σε μια συγκλονιστική ερμηνεία.
Οι δύο νεαρές ηθοποιοί Αγγελική Κυρκοπούλου και Άννα Χρηστοπούλου ερμηνεύουν τους ρόλους των δύο γυναικών σε μια μαραθώνια και πολύμορφη επιτέλεση, χειριζόμενες ταυτόχρονα και τις προβολές που γίνονται πίσω από την οθόνη και στέλνουν στον κεντρικό υποδοχέα, διαθέτοντας δυναμικό λόγο και περίτεχνη εκφραστικότητα.
Η παράσταση που έστησε ο Δημήτρης Μπαμπίλης με λιτά μέσα μέσω ενός απόλυτα τεχνολογικού περιβάλλοντος που ενσωματώνει παράδοξα τη φυσική παρουσία των ηθοποιών του είναι ένα μικρό (χειροποίητο) επίτευγμα, το οποίο, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα εγχείρημα σε εξέλιξη.
Και αυτό για δύο λόγους: πρώτον, παρόλο που το κείμενο του Θανάση Τριαρίδη έχει υποστεί αρκετές περικοπές, η φύση της παράστασης απαιτεί ακόμη μικρότερη διάρκεια για να είναι περισσότερο λειτουργική. Και, δεύτερον αλλά σημαντικότερο, θα πρέπει να παρασταθεί σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο σε σχέση με αυτόν ενός πρώην καταστήματος, καθώς είναι αναγκαία μια μεγαλύτερη απόσταση των θεατών από την οθόνη-σκηνή, ώστε το όλον να γίνει αποτελεσματικότερο. Η υιοθέτηση της παράστασης από έναν οργανισμό θα ήταν ευκταία όσο και δυνατή.
Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια εμπνευσμένη, με σύγχρονα πολυμέσα, ανάγνωση του παράδοξου αυτού έργου του Θανάση Τριαρίδη, η οποία καταφέρνει να το αναδείξει με τον καλύτερο και πλέον δημιουργικό τρόπο.
Οι φωτογραφίες είναι της Valeria Isaeva.
2.— Carnage
Ένας κήπος με φυτά από διάφορα μέρη της γης. Ένας κήπος-θερμοκήπιο. Μέσα του, ανάμεσα στα πολύχρωμα φυτά ένα αγόρι. Η ξαφνική εμφάνιση ενός νεαρού άντρα το αναστατώνει. Κρύβεται. Ο επισκέπτης θα «ξετρυπώσει» σταδιακά το αγόρι, θα του κάνει ερωτήσεις. Το αγόρι θα αρχίσει να απαντά δειλά. Έως ότου μια γυναίκα θα εμφανιστεί, θα τυλίξει προστατευτικά το αγόρι, θα απαιτήσει από τον επισκέπτη να φύγει από τον κήπο τους, τον απειλεί. Το αγόρι ξαφνικά ενίσταται. Αποκτά θάρρος και αντιδρά, ζητώντας ο άντρας να μείνει. Είναι το μόνο «δικό» του που έχει, όλα τα άλλα του τα επιβάλλει εκείνη, η γυναίκα, η μητέρα.
Εκείνη θα προσπαθήσει να επαναφέρει το αγόρι σε μια εμβρυακή κατάσταση, όπου είναι απόλυτα εξαρτημένο από αυτήν. Από την άλλη, θα επιδιώξει να κερδίσει τον άντρα, να τον ελέγξει, να τον αποσπάσει από τον γιο της. Μια συνεχής πάλη μεταξύ των τριών προσώπων, όπου ο νεαρός άντρας θα προσπαθήσει να πείσει το αγόρι να απελευθερωθεί, να ξεφύγει από τον εγκλεισμό του, να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Το αγόρι θα θυμηθεί την μόνη παρουσία που τον έκανε να θελήσει να βγει από την παράξενη φυλακή του, ένα κορίτσι, κάποτε, που χάθηκε.
Ο Μάκης Σεμερτζίδης, ο νεαρός σκηνοθέτης της παράστασης Carnage, αναδιατυπώνει με νέους όρους το Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, επικεντρωνόμενος στη σχέση εξάρτησης μεταξύ της μητέρας κυρίας Βέναμπλ και του γιου της Σεμπάστιαν. Εδώ, σε έναν κήπο αντίστοιχο με εκείνον της Βάιολετ Βέναμπλ, δεν υπάρχουν σαρκοβόρα φυτά, παρά μόνο η υπερβολική καταπίεση της μητέρας πάνω στον γιο, η οποία, με έναν μεταφορικό τρόπο, τον ευνουχίζει, αποκλείοντάς τον από κάθε άλλη ανθρώπινη επαφή. Καθιστώντας τον ένα ακόμη σπάνιο φυτό του κήπου της, ένα άβουλο, παθητικό ον, του οποίου ο κόσμος περιορίζεται στο θερμοκήπιο και στην αγκαλιά της μητέρας του. Ο νεαρός επισκέπτης, ένα είδος αρχετυπικού «εισβολέα» (βλ. πχ. Θεώρημα του Παζολίνι), θα ταράξει την ισορροπία του θερμοκηπίου, τη σχέση επιβολής της μητέρας πάνω στον γιο, ο οποίος δεν τολμά να αποτινάξει την εξουσία της. Ο ξένος θα αναμετρηθεί σωματικά μαζί του, προκειμένου να τον αφυπνίσει, όσο και με τη μητέρα, σε μια χορογραφημένη σύγκρουση ερωτικής έλξης και απώθησης. Όταν θα φύγει τελικά, απομένει στον Σεμπάστιαν αν θα κάνει το τολμηρό βήμα που θα τον βγάλει εκτός του κελιού του ή αν θα συνεχίσει στη σιγουριά που του προσφέρει το περιβάλλον που δημιούργησε γι’ αυτόν η μητέρα του.
Το εύγλωττο και εύστοχο σκηνικό της παράστασης, που αναδείκνυαν και οι φωτισμοί του έμπειρου Νίκου Βλασόπουλου, σχεδίασε η Αφροδίτη Ψυχούλη, ενώ η μουσική που συνοδεύει την παράσταση είναι του Φάνη Κοσμά. Η χορογράφος Ηρώ Κόντη, η οποία κρατάει και τον ρόλο της μητέρας, αλλά κάποια στιγμή και του νεαρού κοριτσιού το οποίο καθιστά παρόν η φαντασία του Σεμπάστιαν, δεσπόζει με το εύπλαστο σώμα της και τη χορογραφημένη κινησιολογία της που αναδεικνύουν και τα κατάλληλα γι’ αυτό κοστούμια της. Ωστόσο, η και ενδυματολόγος Αφροδίτη Ψυχούλη δεν ανέδειξε αισθητικά και τα κοστούμια των δύο νεαρών ανδρών ηθοποιών: το παντελόνι του Σεμπάστιαν που αποκόπτεται αφήνοντάς τον με ένα είδος παραφουσκωμένου πάμπερ, παρόλο που εξυπηρετεί το νόημα τού να αναδειχθεί ο παλιμπαιδισμός του στην αγκαλιά της μητέρας του, αφήνει τον ηθοποιό στην υπόλοιπη παράσταση με ένα ενοχλητικό αισθητικά ενδυματολογικό εξάρτημα. Αλλά, και τα καθημερινά ρούχα του επισκέπτη θα μπορούσαν να είναι πιο ευφάνταστα.
Οι δύο νέοι ηθοποιοί Φάνης Κοσμάς (επισκέπτης) και Κωνσταντίνος Σιώζος (Σεμπάστιαν) είχαν καλές στιγμές, ωστόσο αυτό που έλειπε και από άποψη σκηνοθεσίας, ήταν μια μεγαλύτερη ενέργεια μεταξύ τους, όπως και μια τολμηρότερη προσέγγιση, ώστε να αναδειχθεί ο καταλυτικός ρόλος του επισκέπτη πάνω στον Σεμπάστιαν. Για παράδειγμα, η σωματική σύγκρουση του επισκέπτη με τη μητέρα λαμβάνει ποικίλες σημάνσεις (ερωτικής κατάκτησης, απώθησης, εξολόθρευσης), αφήνοντας ανοικτές όλες τις εκδοχές , ενώ η αντίστοιχη πάλη μεταξύ των δύο νέων μοιάζει χωρίς ζητούμενο, είναι άτονη και ελάχιστα διεκδικητική. Από τη στιγμή, μάλιστα, που και ο λόγος τους, ως ένα σημείο, είναι υποτονικός ως και αμήχανος.
Η επαναπροσέγγιση του κλασικού έργου του Ουίλλιαμς με νέες προεκτάσεις, την οποία επιχείρησε δραματουργικά, με τη βοήθεια του Νικόλα Δήμου, και σκηνοθετικά ο Μάκης Σεμερτζίδης έχει ενδιαφέρον. Ωστόσο, ήθελε μια πιο προσεκτική δραματουργική ανάπτυξη και, κυρίως, μια τολμηρότερη σκηνοθετική προσέγγιση. Δεν παύει, ωστόσο, στον πυρήνα της, να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κατάθεση ενός πολύ νεαρού δημιουργού.
Οι φωτογραφίες είναι του Μάκη Σεμερτζίδη.
*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών.
Τελευταίο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο, Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.