Υπερδραστήριος και παραγωγικός, ως σκηνοθέτης, αλλά πλέον και ως θεατρικός συγγραφέας, ο Γιώργος Παλούμπης ακολουθεί μια αμιγώς ρεαλιστική γραφή όσο και σκηνοθετική προσέγγιση, πάνω σε κοινωνικά, συχνά ιδιαίτερα ευαίσθητα ή και τολμηρά θέματα.
Ταυτόχρονα με την επιτυχία του έργου που σκηνοθετεί και συνέγραψε με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, τα Ανεξάρτητα Κράτη, που παίζεται στο Θέατρο Χώρα, τώρα σκηνοθετεί ένα δικό του συγγραφικό εγχείρημα, με τίτλο Άγριοι. Αν στα Ανεξάρτητα Κράτη πραγματεύεται, από την οπτική ενός δημοσιογραφικού επιτελείου, το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας από τα όργανα του κράτους του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, στους Άγριους δημιουργεί τις μυθοπλαστικές (αλλά όχι απίθανες) συνθήκες μιας άλλης δολοφονίας, εκείνης του καθηγητή Νίκου Λεοντή, από εκτός υπηρεσίας δρώντα αστυνομικά όργανα, τα οποία υποτίθεται ότι δρουν ως αποδίδοντα (κοινωνική) δικαιοσύνη.
Σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου παρουσιάζει σε δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές του, τον παλαιότερο Δημήτρη και την πρώτη φορά ερχόμενη στο σπίτι του Μαρία, μια νέα του, ανέκδοτη ακόμα, μελέτη, κοινωνικο-οικονομικού περιεχομένου. Αν ο γενικά συγκαταβατικός, ως παλιός πλέον γνώριμος του καθηγητή, Δημήτρης παραμένει συγκρατημένα ενθουσιώδης και ελάχιστα ομιλητικός, η Μαρία, για νεαρή μεταπτυχιακή φοιτήτρια, δείχνει αδικαιολόγητο ζήλο, υπέρτατο ενθουσιασμό, μιλά εγκωμιαστικά, αποκαλώντας τη μελέτη του καθηγητή της ένα νέο ριζοσπαστικό μανιφέστο που οδηγεί σε κίνημα για δίκαιο οικονομικά κόσμο. Συμπαρασύροντας εν μέρει στον ενθουσιασμό της τον κατά τα άλλα εγκρατή, μετρημένο στα λόγια, διψασμένο όμως να ακούσει απόψεις για τη νέα δουλειά του καθηγητή.
Σε μια στιγμή που ο Νίκος Λεοντής αναγκάζεται να βγει από το σπίτι, λόγω ενός προβλήματος στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας που του μεταφέρει η γειτόνισσά του Ελένη, ο Δημήτρης βρίσκει ευκαιρία να φλερτάρει τη Μαρία, υπονοώντας ότι είναι σεξουαλικά διαθέσιμος σε κάθε εμπειρία, εμπλέκοντας σε αυτό και τον καθηγητή, ο οποίος, κατά τα λεγόμενά του, κάνει και αυτός πολλά στα οποία υπήρξε μάρτυρας και συμμέτοχος, αφήνοντας αιχμές και για ταξίδια του στην Ταϊλάνδη, κάτι που αποδεικνύεται, όπως ισχυρίζεται, και από φωτογραφίες.
Η επιστροφή του καθηγητή στο διαμέρισμα φέρνει και πάλι τη Μαρία στην παράκρουση των επαίνων για τη μελέτη του, ενώ ταυτόχρονα βρίσκει ευκαιρίες να χειρίζεται το κινητό της. Μέχρι που ξαφνικά μπουκάρουν στο σπίτι δυο άγνωστοι, με όπλα, που στριμώχνουν άσχημα τον καθηγητή, εξουδετερώνουν κάθε αντίδραση του Δημήτρη, και όλα αυτά υπό το απαθές βλέμμα της Μαρίας. Τελικά αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων είναι ο αδελφός της Μαρίας, η οποία και τον έχει ειδοποιήσει.
Αποκαλύπτεται ότι ο λόγος της εισβολής τους είναι κάποιες φήμες για παιδεραστία που κυκλοφορούν για τον καθηγητή, τεκμηριωμένες από αυτά που είπε ο Δημήτρης στη Μαρία για να την εντυπωσιάσει. Αναζήτηση των φωτογραφιών με πλήρη καταστροφή του σπιτιού, διαμαρτυρίες του καθηγητή ότι όλα είναι φήμες, επιβεβαίωση του Δημήτρη ότι όσα της είπε ήταν ψέματα για να την ιντριγκάρει, δολοφονία εν ψυχρώ του καθηγητή από τον αδελφό της Μαρίας και πλιάτσικο στο σπίτι του από τους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι, αφού κλέψουν ότι μπορούν, διώχνουν τους δύο φοιτητές, απειλώντας τον Δημήτρη, ο οποίος τους κατηγορεί ως φονιάδες αθώου, ότι αν μιλήσει, θα πληρώσει με τη ζωή του. Στη συνέχεια, εξέρχονται του διαμερίσματος και εισέρχονται πλέον με τις στολές τους, ως τάχα κληθέντες από κάποιον γείτονα και διαπιστώνοντας ληστεία μετά φόνου. Η Ελένη, ακούγοντας τον θόρυβο μπαίνει στο σπίτι, τη χρησιμοποιούν ως μάρτυρα στο μέρος που τους συμφέρει, πείθοντάς την ότι πρόκειται για ληστεία και οδηγώντας την σε μια μονολογική αγανάκτηση κατά των εγκληματιών που εισβάλλουν στα σπίτια του κόσμου και δολοφονούν. Εκφράζοντας την κοινή γνώμη που υιοθετεί ευκολόπιστα όσα της πλασάρουν τα κρατικά όργανα ως αλήθεια.
Το θέμα που θίγει με το έργο του ο Παλούμπης είναι τολμηρό. Η κεκαλυμμένη ή δικαιολογημένη αστυνομική βία είναι συχνά πρωτοσέλιδο εφημερίδων ή ηλεκτρονικών μέσων. Η συχνά εγκληματική δράση αστυνομικών με πολιτικά δεν είναι κρυφή, όπως και η συμμετοχή τους σε μαφιόζικες συμμορίες. Από την άλλη, το θέμα της παιδεραστίας είναι το αισχρότερο έγκλημα. Αλλά, και οι φήμες που πλήττουν αναπόδεικτα την υπόληψη κάποιου ατόμου θα έπρεπε επίσης να απασχολούν έντονα την κοινωνία, αν όχι τις και τις αρμόδιες αρχές.
Σε ένα ρεαλιστικό έργο, χώρος στον οποίο κινείται ο Γιώργος Παλούμπης, όλα τα επιμέρους στοιχεία θα πρέπει να είναι αληθοφανή. Έτσι, ποιος μπορεί να πιστέψει τον υπέρμετρο ενθουσιασμό μιας φοιτήτριας και τα όσα υπερβολικά λέει, ακούγοντας απλώς την πρωτοποριακή μελέτη ενός καταξιωμένου καθηγητή; Τι ευφυίας είναι άραγε αυτή η Μαρία, που μονοπωλεί με τις απόψεις της το πρώτο μισό του έργου, προτείνοντας στον καθηγητή της να περάσει άμεσα στην υλοποίηση του «μανιφέστου» και ποιος σοβαρός καθηγητής θα γινόταν ακροατής ενός τέτοιου αστήριχτου παραληρήματος;
Αν ο στόχος της Μαρίας ήταν να αποκαλύψει τη φημολογούμενη παιδεραστία του καθηγητή, σε τι συνέβαλε στην αποκάλυψή της όλος αυτός ο πέραν λογικών και χρονικών ορίων ενθουσιασμός για την μελέτη του; Και τελικά, δεν αποκτά παρά μια νεφελώδη ένδειξη αυτού που επιδιώκει μόνο όταν τυχαία ο καθηγητής λείπει, και ο Δημήτρης, στο πλαίσιο ενός παιδαριώδους φλερτ δεκαεξάχρονου, αφήνει υπονοούμενα για να την εντυπωσιάσει. Μια γυναίκα, με στόχο την επιβεβαίωση φημών για παιδεραστία, θα είχε φροντίσει η ίδια να προκαλέσει σχετική συζήτηση, να αποσπάσει πληροφορίες και αποδείξεις και όχι όλα αυτά να της προκύψουν τυχαία μέσω ενός γελοίου και οπωσδήποτε διόλου προβλεπόμενου από την ίδια φλερτ.
Από την άλλη, το θέμα της παιδεραστίας είναι υπερβολικά σοβαρό για να περάσει ως απλή αφορμή για την ανάδειξη της αστυνομικής βίας που φθάνει σε εν ψυχρώ έγκλημα. Μια φήμη, μια αναφορά σε επίσκεψη στην Ταϊλάνδη, όπου είναι μεν γνωστά τα περί παιδικής πορνείας, αλλά δεν χαρακτηρίζει μια ολόκληρη χώρα ούτε τον λόγο που ένας καθηγητής βρίσκεται, μεταξύ άλλων χωρών, και εκεί, μία τιμωρός που εκμεταλλεύεται τον αδελφό της αστυνομικό που δρα μαφιόζικα, ως στυγνός εγκληματίας, και το θέμα τέλειωσε. Όμως, ένα τέτοιο θέμα, από τι στιγμή που μπαίνει ως δραματουργικό υλικό, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τριτεύον.
Αντί, λοιπόν, να έχουμε όλη αυτή την άσχετη με το κυρίως θέμα υπερβολική ενασχόληση της Μαρίας με τη μελέτη, που καλύπτει περισσότερο από τον μισό δραματικό χρόνο, θα έπρεπε να τεθούν αναλυτικότερα τα θέματα της υπαρκτής ή μη παιδεραστίας του καθηγητή και, ταυτόχρονα, το πώς δημιουργούνται οι αληθείς ή, ακόμη χειρότερα, οι ψευδείς φήμες με σοβαρές συνέπειες στην υπόληψη των ανθρώπων που μπορεί να φθάνει στο λιντσάρισμα, ακόμη και στη δολοφονία τους. Και, γιατί άραγε, όταν έχουν πλέον δημιουργηθεί έντονες αμφιβολίες για την αλήθεια της φήμης ή και η υποτιθέμενη μαρτυρία του Δημήτρη έχει αναιρεθεί από τον ίδιο, ο αστυνομικός δολοφονεί τον καθηγητή; Για να κάνει το πλιάτσικο; Και, τελικά, ήταν η απονομή δικαιοσύνης μέσω αυτοδικίας ο στόχος της Μαρίας και του αδελφού της, που έσπευσε ήδη ενήμερος για το σχέδιο, ή απλώς η ούτως ή άλλως δολοφονία;
Πολλά τα ερωτήματα στα οποία δεν απαντά το έργο του Γιώργου Παλούμπη, διανθιζόμενο από πιασάρικες ατάκες που ενθουσιάζουν ένα μέρος του κοινού. Δημιουργώντας απορία ως προς την τελική του στόχευση, πέρα από τη δημιουργία εύκολου εντυπωσιασμού πάνω σε ένα πολύπλοκο πολιτικο-κοινωνικό ζήτημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σκηνογραφία όσο και τα κοστούμια της Νατάσσας Παπαγεωργίου υπήρξαν απόλυτα επιτυχημένα στη δημιουργία ενός ρεαλιστικού χώρου και ενδεικτικού των προσώπων ενδυματολογικού κώδικα. Το ίδιο ισχύει για τους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα, με τη χρήση γενικού φωτισμού αλλά και επιμέρους φωτιστικών πηγών-πορτατίφ του σπιτιού που δημιουργούσαν επιμέρους φωτιστικούς χώρους.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης έδωσε υπόσταση στον καθηγητή Νίκο Λεοντή, καθώς είναι ένας ηθοποιός που υποστηρίζει επάξια όποιον ρόλο του ανατεθεί, πείθοντας μέχρι τέλους για την ακεραιότητα του προσώπου που υποδύεται και αφήνοντας τον θεατή με την απορία ως προς την κατηγορία που του προσάπτουν. Δίπλα του, ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, στον ρόλο του Δημήτρη, πειστικός ως νωχελικά αμέτοχος στην αρχή και βλακωδώς επηρμένος ως προς τα ερωτικά στην ουσιαστικά αμήχανη δραματουργικά σκηνή του φλερτ του, γίνεται η φωνή της οργής στο τέλος απέναντι στο συντελεσμένο έγκλημα των αστυνομικών. Η Χριστίνα Μαριάνου, ως Μαρία, δοσμένη ολοκληρωτικά στον επαναλαμβανόμενο σχοινοτενή της μονόλογο με πάθος, εγκωμιάζοντας τη μελέτη του καθηγητή, ξεχνά, ακόμη και στην κρίσιμη σκηνή με τον Δημήτρη, να δημιουργήσει κάποιες αμφισημίες ως προς τον πραγματικό ρόλο της, γεγονός που θα έκανε πιο ενδιαφέρουσα την ερμηνεία της.
Καλή στον τελευταίο της μονόλογο η Δάφνη Λιονάκη, ως εξαπατημένη από τους αστυνομικούς Ελένη, αφανισμένος στον ρόλο του αδελφού της Μαρίας ο Έκτορας Λιάτσος, καθώς το πρόσωπό που υποδύεται στερείται της όποιας δραματουργικής υπόστασης, ενθουσιώδης μπήκε στον ρόλο του άλλου αστυνομικού ο Φώτης Λαζάρου.
Η μουσική είναι του Αλέξανδρου Καζάκου.
Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Κωνσταντίνου Τερζόπουλου.
*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών.
Τελευταίο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο, Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.