Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εξιλέωση

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Στον παράδεισο. Σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου – Γιώργος Παλούμπης. Θέατρο Arroyo.

Αναγνωρισμένος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης καταθέτει με το πρόσφατο δραματικό έργο του Στον παράδεισο έναν φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην έννοια της αμαρτίας και της εξιλέωσης. Ο παράδεισος του τίτλου δεν είναι άλλο από ένα πείραμα, μια εναλλακτική φυλακή που ιδρύει στο ιδιόκτητο νησί του ο «Έξαρχος», όπου και η κατοικία του, πιστεύοντας ότι οι εγκληματίες (άνδρες και γυναίκες) θα σωφρονιστούν αποτελεσματικότερα ζώντας σε έναν παραδεισένιο δενδρόφυτο τόπο, με κάθε άνεση, δίπλα στη φύση, αλλά αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, κυρίως η οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή μεταξύ τους, κάτι που σύμφωνα με την αντίληψή του, εξαγριώνει τα ένστικτα, τα οποία πρέπει να παραμένουν τιθασευμένα μέσω καταπραϋντικών ουσιών. Βέβαια, επιτρέπεται μόνο ο γάμος, καθώς αυτός, κατά την άποψή του, εξημερώνει τις ερωτικές εξάρσεις, καθιστώντας το σεξ αδιάφορα συμβατικό.

Σε αυτό τον ουτοπικό χώρο, οι φυλακισμένοι που εκτίουν τις ποινές τους  είναι διαβαθμισμένοι, και αυτό φαίνεται από το χρώμα της κονκάρδας που φέρουν στη φόρμα τους. Η καλή συμπεριφορά οδηγεί σε ανώτερη βαθμίδα. Γεγονός που σημαίνει τη δημιουργία ιεραρχίας μεταξύ τους, αλλά και έριδες, αντιπάθειες ή φιλίες, ακόμη και πάθη ή συνομωσίες. Η άσκηση εξουσίας από μέλη ανώτερης βαθμίδας είναι αναμενόμενο, παραπέμποντας έτσι σε μια μικρογραφία της κοινωνίας.

Ο Γιάννης είναι ακόμη στην κατώτερη βαθμίδα, ωστόσο ευτυχής από τη διαμονή του στο νησί, ερωτευμένος με την Άννα, την οποία σκέφτεται να παντρευτεί. Αλλά έχει έρθει η στιγμή να ανέλθει: συνεπής στις υποχρεώσεις του, φιλικός με όλους, υποστηρικτικός με τους νεοφερμένους, ασχέτως αν κάποιοι τον αντιπαθούν, αναλαμβάνει, μαζί με την ανέλιξή του, ένα ασύνηθες καθήκον: όπως του ανακοινώνει η προϊσταμένη όλων, φυλακισμένη και η ίδια αλλά ανώτατης ιεραρχικά βαθμίδας, ο Έξαρχος τον έχει εκτιμήσει και του αναθέτει την πλήρη ευθύνη για την άριστη φιλοξενία μιας φιλικής του οικογένειας, η οποία καταφθάνει στο νησί όπου θα διαμείνει κάποιες μέρες.

Το έργο κινείται αποκλειστικά στους χώρους των τροφίμων, αναδεικνύοντας μέσω διαδοχικών σκηνών τις μεταξύ τους πολύπλοκες σχέσεις. Έως ότου ο νεοφερμένος 20χρονος νεαρός, με τις σεξουαλικές ορέξεις, τις παρενοχλήσεις γυναικών, αλλά και τη φιλία του με τον Γιάννη που γίνεται ο μέντοράς του, όχι μόνο θα γίνει ερωτικό υποχείριο ενός διεφθαρμένου ζεύγους τροφίμων που εκμεταλλεύεται τις διεγέρσεις του, αλλά και θα βιάσει τελικά την κόρη της φιλοξενούμενης οικογένειας. Οδηγούμενοι εκβιαστικά σε ένα είδος αλληλοεκμετάλλευσης,  το ζεύγος και ο αγαπημένος «μαθητής» του Γιάννη, θα συνωμοτήσουν κατηγορώντας τον τελευταίο για το έγκλημα, ως εύκολο στόχο. Ακόμη και η Άννα, εξαναγκάζεται να κάνει ψευδή δήλωση που τον ενοχοποιεί.

Το ηθικό ερώτημα είναι γιατί ο Γιάννης αποδέχεται την κατηγορία που του αποδίδουν χωρίς να αντιδράσει; Υπεισέρχεται άραγε εδώ ένα είδος χριστιανικής ηθικής; Ο ίδιος θα εξομολογηθεί με πραότητα στην Άννα, της οποία την πράξη προδοσίας «συγχωρεί», ότι, εκτίοντας την ποινή του στο νησί, δεν τιμωρήθηκε για το πρότερο έγκλημά του, ενώ τώρα, αν και αδίκως κατηγορηθείς, θα πληρώσει το πρέπον τίμημα.

Ο Γιάννης, εγκληματίας ο ίδιος, φέρει την έννοια της ενοχής όχι για το έγκλημα που είχε διαπράξει, αλλά για το ότι δεν τιμωρήθηκε γι’ αυτό ως όφειλε. Για τον λόγο αυτό «αυτοεξορίζεται» από τον «παράδεισο» στον οποίο η μεγαλοθυμία του μεγάλου Εξάρχου τον τοποθέτησε. Ταυτόχρονα, αναλαμβάνει αυτός, ο φιλεύσπλαχνος προς όλους, ανανήψας εγκληματίας, να φέρει τα δικά τους ανομήματα πάνω του, ως νέος θυσιαζόμενος Χριστός: το έγκλημα του νεαρού προστατευόμενού του υιοθετείται ως δικό του, οδηγώντας τον ταυτόχρονα στην επιζητούμενη εξιλέωση.

Η Μαρία Αιγινίτου, με τη βοήθεια του Γιώργου Παλούμπη, σκηνοθετεί το φιλοσοφικών προεκτάσεων ενδιαφέρον αυτό δραματικό κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (του οποίου η γραφή ολοκληρώθηκε το 2016, ενώ έχει μεταφραστεί στα γαλλικά) ακολουθώντας μια ρεαλιστική υποκριτική. Και παρόλο που η εκφορά λόγου από τον μετρημένο Αντώνη Τσιοτσιόπουλο στον ρόλο του Γιάννη δημιουργεί μια αρχική αίσθηση παραξενίσματος, η οποία δικαιώνεται κατά την εξέλιξη αναδεικνύοντας τις ποιότητες του δραματικού προσώπου, κάποιες έντονες φωνητικές εξάρσεις έως αχρείαστες κραυγές από  κάποιους άλλους ηθοποιούς δημιουργούν κακοφωνία. Επίσης, θεωρώ αναγκαία την ύπαρξη μιας μελετημένης, ακόμα και κωδικοποιημένης στη συγκεκριμένη περίπτωση, κινησιολογίας των ηθοποιών, η οποία όχι μόνο θα βοηθούσε σε κάποιες αμήχανες κινησιακά σκηνές (όπως το επαναλαμβανόμενο δίπλωμα σεντονιών), αλλά και θα προσέδιδε μια άλλη διάσταση στην όλη παραβολική ουσία του κειμένου ‒ όχι απλώς καταθέτοντάς το, αλλά και ερμηνεύοντάς το.

Τα ομοιόμορφα γκρίζων τόνων κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη ήσαν επιτυχημένα, αφού υποδείκνυαν την κατάσταση του έστω ασυνήθους «εγκλεισμού» των προσώπων. Ωστόσο, ο σκηνικός χώρος του ίδιου, με κάποιους πάγκους και ένα γραφείο της υπεύθυνης στην άκρη, δημιουργούσε εξ αρχής την αίσθηση της παραδοσιακής φυλακής. Ειδικά, μιλώντας για «παράδεισο», θα έπρεπε να υπήρχε μια νύξη της περιβάλλουσας φύσης. Το καφάσι με τα γλαστράκια και η μικρή ζαρντινιέρα που φέρνει κάποια στιγμή ο νεαρός τρόφιμος στη σκηνή, μάλλον αμήχανους σκηνικούς δείκτες του «παραδείσου» αποτελούν.

Θεωρώ ότι επίρρωση αυτού θα μπορούσε να αποτελέσει ο φωτισμός: οι τρόφιμοι ζουν, εκ προοιμίου, σε ένα φωτεινό πολύχρωμο περιβάλλον, και αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί τουλάχιστον με έμμεσους πολύχρωμους φωτισμούς, οι οποίοι θα έρχονταν σε αντίθεση με την γκρίζα ομοιομορφία των κοστουμιών τους. Εδώ, αντίθετα, ο χώρος παραπέμπει εξ αρχής σε σκοτεινή φυλακή, με τους κίτρινους προβολείς, οι οποίοι φωτίζουν τις επιμέρους δράσεις, να παραπέμπουν μάλλον σε προβολείς που κατασκοπεύουν τις κινήσεις των κρατουμένων (φωτισμοί Μιχάλης Κάρλος). Έτσι, ελάχιστα πείθει ο «παράδεισος», ο οποίος, χρωματικά, δεν διαφοροποιείται ουδόλως από την πραγματική  φυλακή όπου θα βρεθεί στο τέλος, ως οικειοθελώς «πεπτωκώς» από τον «παράδεισο», ο Γιάννης, φέρων τις αμαρτίες άλλων. 

Εκτός του φωτισμού, και η μουσική θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δείκτης του παραδείσου, με σχεδιασμό φυσικών ήχων από πουλιά, αέρα κλπ. που θα ακούγονταν κάπου στο βάθος. Αντίθετα, η μουσική του Σωτήρη Καστάνη περιορίστηκε σε διακοσμητικό και όχι παρεμβατικό/λειτουργικό ρόλο.

Ως προϊσταμένη, ιεραρχικά ανώτερη των άλλων τροφίμων, κυριαρχεί η δωρική μορφή της Ασπασίας Κράλλη, με τον καθαρό λόγο, τις πρέπουσες τονικότητες, τη δυναμική, όχι χωρίς ρωγμές, εκφραστικότητα. Η νεαρή Δάφνη Λιανάκη (Άννα) κράτησε τις λεπτές ισορροπίες του ρόλου της, χωρίς φωνητικές υπερβολές, με την πρέπουσα σκηνική λιτότητα. Το δολοπλόκο ζεύγος Τέα και Τεό  ερμηνεύτηκε από τη Μαρία Αιγινίτου και τον Θάνο Αλεξίου, αντιμετωπίζοντας με μια μάλλον χιουμοριστική προσέγγιση και κάποια φωνητική υπερβολή τις επιβλαβείς για τους άλλους συνομωσίες τους και, κατά κάποιον τρόπο, καθιστώντας ανώδυνο τον «βιβλικό» ρόλο τους ως προς το κακό που προκαλούν ειδικά στον Γιάννη, αλλά και στον νεαρό τρόφιμο. Το ατίθασο πνεύμα του τελευταίου αποδίδει πειστικά, λεκτικά όσο και κινησιολογικά, ο νεαρός ηθοποιός Αντώνης Γιαννακός με ωραία σκηνική παρουσία  και ειλικρινή αμεσότητα, εκτός από την άτεχνη φωνητική υπερβολή της τελευταίας σκηνής.

Η Μαρία Αιγινίτου, συνεπικουρούμενη στη σκηνοθεσία από τον Γιώργο Παλούμπη, προσέγγισε το έργο του Χατζηγιαννίδη με ρεαλιστική και, κατά συνέπεια, πρώτου επιπέδου ανάγνωσης λογική, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, το γείωσε και δεν του επέτρεψε να αναδείξει σκηνικά τον σύνθετο, ακόμη και μεταφυσικό, προβληματισμό του. Παρ’ όλα αυτά, αναμετρήθηκε έντιμα με βάση τα δικά της σκηνοθετικά εργαλεία με ένα ιδιαίτερο στη φαινομενική του λιτότητα δραματικό κείμενο, επιτρέποντας έτσι στον θεατή να προβάλει πάνω του τη δική του δημιουργική πρόσληψη.

Οι φωτογραφίες από τις πρόβες είναι του Γιάννη Πρίφτη.

* Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου
και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις