Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Οι δύο χέστηδες» — Φαρσοκωμωδία Ηθών

Ευγένιος Λαμπίς, Οι δυο χέστηδες. Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου. Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Φρυνίχου)

Ο Ευγένιος Λαμπίς (Eugène Labiche) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1815 από εύπορη οικογένεια, γεγονός που θα του επιτρέψει, παρά τις κάποιες σπουδές του στη νομική, να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με τη συγγραφή. Θα πεθάνει το 1888, αφού προηγουμένως, το 1880, θα γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, όχι χωρίς κάποιες αντιδράσεις, λόγω του ότι υπηρετούσε ένα «κατώτερο» θεατρικό είδος, αυτό της φαρσοκωμωδίας – βωντβίλ. Η αλήθεια είναι ότι οι απόπειρες συγγραφής-παρουσίασης σοβαρής κωμωδίας εκ μέρους του στέφονται από αποτυχία, ενώ τα έργα του θα ανέβουν σε «σοβαρά» θέατρα πολύ καθυστερημένα. Για παράδειγμα, το Ταξίδι του Κυρίου Περισόν (Le voyage de Monsieur Perrichon), γραμμένο το 1860, θα γίνει δεκτό για νέο ανέβασμα και θα γνωρίσει τελικά θρίαμβο στο θέατρο Odéon μόλις το 1879,  ενώ λίγο πριν είχε απορριφθεί από την Comédie Française. Η οποία, άλλωστε, δεν θα ανεβάσει το έργο του Λαμπίς παρά μόνο το 1906. Εξάλλου, το γνωστότερο όλων των έργων του, το Ένα καπέλο από ψάθα Ιταλίας, του 1851, θα παρουσιαστεί στο κορυφαίο αυτό θέατρο της Γαλλίας μόλις το 1938.

Οι δύο χέστηδες (Les deux timides), έργο γραμμένο επίσης το 1860, μεταφράζει τώρα με δεξιοτεχνία και σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Πρόκειται για ένα μονόπρακτο που διακωμωδεί φαρσικά χαρακτήρες προσώπων, και συγκεκριμένα δύο δειλούς, που δεν τολμούν ποτέ να επιβάλλουν την άποψή τους στους άλλους λόγω της υπερβολικής δειλίας τους, υφιστάμενοι έτσι τις επιθυμίες των όποιων επιδέξιων. Μεταφέροντας σε ακραία μορφή το χαρακτηριστικό της ευγένειας, ο Λαμπίς μοιάζει να αναρωτιέται κατά πόσο αυτή έχει θέση στην κοινωνία της εποχής του (και της εποχής μας) απέναντι στο επικρατούν θράσος των επιτηδείων.

 Το έργο γράφτηκε σε συνεργασία με τον Μαρκ Μισέλ, έναν από τους πολλούς συνεργάτες που είχε ο Λαμπίς κατά τη συγγραφή των έργων του. Λέγεται, μάλιστα, ότι από τα 176 έργα του, μόλις τα τέσσερα έχουν γραφτεί εξ ολοκλήρου μόνο από αυτόν.

«Οι δύο χέστηδες» του τίτλου αναφέρονται αφενός στον εύπορο Τιμποντιέ, πατέρα της Καικίλιας, ο οποίος, λόγω δειλίας, αδυνατεί να αρνηθεί το χέρι της κόρης του στον αλαζόνα Γκαραντού, ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο σπίτι του και πιέζει για την επίσημη ανακοίνωση των αρραβώνων, κι αυτό παρά τη θέληση της Καικίλιας. Αφετέρου, στον, κατά παράδοξο τρόπο -λόγω της αδυναμίας του να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο- επαγγελλόμενο τον  δικηγόρο, Φρεμισέν, ο οποίος δεν τολμά να κάνει την πρόταση γάμου στο πατέρα της Καικίλιας, παρόλο που η τελευταία τον έχει ερωτευθεί.

Η παράσταση λαμβάνει χώρα σε ένα λιτό σκηνικό του Άγγελου Μέντη,  ηλιόλουστα φωτισμένο (από την Στέλλα Κάλτσου), με παραβάν στο βάθος, τα οποία επιτρέπουν ένα παιχνίδι σκιών, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπουν στα ενδότερα του σπιτιού. Τρία ομοιόμορφα τραπεζάκια με βάζα γεμάτα κόκκινα λουλούδια βρίσκονται τοποθετημένα μπροστά στα παραβάν – λουλούδια που παίζουν λειτουργικό ρόλο, επανερχόμενα στα χέρια τόσο της Καικίλιας όσο και του Φρεμισέν,  στη μεν πρώτη ως δείγμα δροσιάς και ανέμελου ερωτικού πάθους, στον δεύτερο ως επώδυνο φορτίο, καθώς η παράδοσή τους σημαίνει το υπερβολικά δύσκολο κατόρθωμα να κάνει επιτέλους την πρόταση γάμου. Έτσι, τα λουλούδια θα μείνουν στα χέρια του έως το απρόοπτα ευτυχές τέλος.

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δίνει με τη σκηνοθετική του ευφυΐα και τη δραματουργική επεξεργασία (που κάνει μαζί με τη Νικολέτα Φιλόσογλου) νέα πνοή σε ένα περιορισμένης εμβέλειας έργο, δημιουργώντας έξυπνα φαρσικά μοτίβα-χαρακτηριστικά των δραματικών  προσώπων, με τη συμβολή και της κινησιολογίας του Φωκά Ευαγγελινού. Για την εφαρμογή τους επενδύει στους έξοχα κουρδισμένους ηθοποιούς του, ειδικά στους τρεις ανδρικούς χαρακτήρες.

Ο αυτάρεσκος και ύπουλος Γκαραντού ερμηνεύεται από τον εξαιρετικό Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, με τη μαύρη μακριά περούκα και τα επίσης μαύρα, μακριά νύχια που του δίνουν την ευκαιρία να αναπτύξει μια χορογραφημένη κινησιολογία των χεριών και, κατά συνέπεια, στάση του όλου σώματος, συνοδευόμενη από περίτεχνη εκφορά λόγου, δημιουργώντας μια σπάνια θεατρική καρικατούρα.

Ο Θέμης Πάνου, ως «χέστης» Τιμποντιέ, ενώ κρατάει τις συμβάσεις της κοινωνικής του θέσης, δημιουργεί περίτεχνα λεκτικά και κινησιακά πισωγυρίσματα κάθε φορά που πρέπει να αντιμετωπίσει τον πληθωρικό Γκαραντού, ενώ δημιουργεί εικόνες σκηνικής «αναφοράς» στους υποτιθέμενους διαλόγους του με τον δεύτερο «χέστη», τον Φρεμισέν.

Τον τελευταίο, με μια ερμηνεία έκπληξη, υποδύεται ο Γιώργος Γλάστρας. Απολαυστικό το συνεχές κεκέδισμα, του οποίου οι πρώτες επαναλαμβανόμενες συλλαβές δημιουργούν την υπόνοια άλλων λέξεων, μελετημένη στη λεπτομέρεια η στάση του σώματος, δηλωτική της αφόρητης δειλίας του προσώπου, αρμονικό το πέρασμα στον ολοκληρωμένο λόγο, αποκαλυπτικό όσο και καθοριστικό για την τελική έκβαση. Μια αξιοπρόσεκτη, απολαυστική ερμηνεία.

Στον ρόλο της Καικίλιας η δροσερή Κλέλια Ανδριολάτου, παρά την ωραία σκηνική της παρουσία, προδόθηκε από την ταχυλογία της που συχνά καθιστούσε τον λόγο της ακατανόητο. Στον μικρό ρόλο της υπηρέτριας Αννέτας, με τις σύντομες αλλά καίριες ατάκες, εύστοχη η Σμαράγδα Κακκίνου.

Τα εμβόλιμα τραγούδια δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της φαρσοκωμωδίας και ως βωντβίλ, αν και δεν πρόσθεσαν πολλά στην παράσταση, ειδικά όταν η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου υπερκάλυπτε τους στίχους, δημιουργώντας κατά περίεργο τρόπο  — τουλάχιστον στη θέση όπου καθόμουν — μια βαβούρα, αδυνατώντας έτσι να αξιολογήσω τόσο τις φωνές όσο και τη μουσική.

Τα εύστοχα κοστούμια, τα οποία αναδεικνύονταν και από τις επιτυχημένες περούκες, καλαίσθητες όσο και χαρακτηριστικές των προσώπων, ήταν του και σκηνογράφου Άγγελου Μέντη.

Αν και το δραματικό κείμενο δεν φιλοδοξεί κάτι περισσότερο από το να καυτηριάσει με φαρσικά στοιχεία ήθη, χαρακτήρες και συμπεριφορές, στη σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου, με την καίρια διδασκαλία των ηθοποιών του, αναδεικνύεται σε ένα εύφορο πεδίο απολαυστικών ερμηνειών.

Οι φωτογραφίες, χωρίς τα ακριβή ενδυματολογικά και λοιπά στοιχεία της παράστασης, είναι της Ελευθερίας Νικολαΐδου.

 

Απόψεις