Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η «Μνημειακή αναφορά» μας. Μια βιο-κοινωνική διαδικασία (1ο μέρος)

του Μανώλη Κλώντζα*

Ο  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ  ΠΟΥ ΣΥΝ-ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ Η παρακάτω προσέγγιση αποτελεί συνοπτική περίληψη πραγμάτευσης για την κληρονομιά και..

Ο  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ 
ΠΟΥ ΣΥΝ-ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ

Η παρακάτω προσέγγιση αποτελεί συνοπτική περίληψη πραγμάτευσης για την κληρονομιά και συγκεκριμένα του τμήματος για την Μνημειακή Αναφορά ως βιο-κοινωνική διαδικασία. Μια δουλειά που προέκυψε στην βάση της ίδιας της ανάγκης υπεράσπισης της κληρονομιάς μας. Των φυσικών ιστορικών τοπίων μας, και των πολιτιστικών μνημείων μας ως αδιάσπαστη ενότητα. Μια αδιάσπαστη ενότητα που συν-διαμορφώνει ιστορικά την σχέση μας με την φύση. Που συν-διαμορφώνει την ίδια την εξελικτική διαδικασία ως τέτοια.  Θέλει να συμβάλει στην ολόπλευρη στοιχειοθέτηση στα πλαίσια της υπεράσπισης της πανανθρώπινης κληρονομιάς μας από λογής συλλογικότητες που με διαφορετικά ελατήρια δίνουν ένα κοινό πανανθρώπινο και δύσκολο αγώνα ενάντια στην αυξάνουσα βία που ασκούν μορφώματα εντελώς ξένα με την ίδια την φύση, εντελώς ξένα με τις πραγματικές ανάγκες μας.

Για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μείνουμε στις προσεγγίσεις των επιστημών της κληρονομιάς. Αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός ότι οι επιστήμες της κληρονομιάς όπως η αρχαιολογία δεν κατάφεραν παρά τα άλματα, κυρίως λόγω της αγοραίας σχέσης τους με τους θεσμούς και εξω-φυσικά μορφώματα να προβλέψουν εξελίξεις σε σχέση με την κληρονομιά μας που σήμερα βγάζουν την ίδια την κοινωνία στο προσκήνιο. Η πρόβλεψη όμως αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της όποιας επιστημονικής θεώρησης. Γίνεται σαφές ότι: Πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τις μεθοδολογίες μας ώστε να εντάξουμε τα τεράστια άλματα που έχουν γίνει από τις επιστήμες της κληρονομιάς και όχι μόνο, στις νέες ποιοτικά ανάγκες που βάζει η ίδια η αντικειμενικά προσδιορισμένη από τις φυσικές επιστήμες εποχή μας. Μια άλλη κεντρική επιδίωξη είναι μια θετική για τον άνθρωπο και τη φύση επίλυση της σχέσης της κοινωνίας μας με την φύση και την κληρονομιά μας. Ξεπροβάλει δηλαδή μόνη της η αναγκαιότητα για αυστηρότερη κατανόηση του πολιτιστικού μορφώματος που αποκαλούμε κληρονομιά. Παράγοντας που θα βοηθήσει στην διάσωση και προστασία χιλιάδων μνημειακών συνόλων και μορφών κληρονομιάς που η ταχύτητα των σύνθετων αλλαγών γύρω μας βάζει σε κίνδυνο. Που θα βοηθήσει στην αναβάθμιση της έρευνας των επιστημών της κληρονομιάς, ακόμα και στην δημιουργία νέων πεδίων έρευνας και νέων οπτικών. Για αναπροσαρμογή των αρχαιολογικών μεθοδολογιών πεδίου στην βάση των αναγκών της φύσης και της κληρονομιάς μας, με τρόπο που θα αναβαθμίζει τόσο τον ρόλο της αρχαιολογίας και των άλλων επιστημών της κληρονομιάς όσο την ίδια την εργασία των επιστημόνων της κληρονομιάς, πολύ περισσότερο θα βγάλει στην επιφάνεια επιπλέον  συμπεράσματα σε σχέση με την πολιτιστική εξέλιξη ή ευρύτερα σε σχέση με την εξέλιξη ως τέτοια.

Από τα παραπάνω προκύπτει επαγωγικά ότι η μνημειακή αναφορά ως διαδικασία βιο-κοινωνική ορίζει και καθορίζει τις μεθόδους προσέγγισης πολυδιάστατα και ολιστικά. Αυτό γίνεται σαφές καθώς ως διαδικασία ακουμπά τον ψυχισμό του ανθρώπου, των ανθρώπινων κοινωνιών. Ακουμπά όμως και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον μας. Από αυτό συνεπάγεται ότι εισχωρεί και διαπερνά τα πεδία έρευνας των συμπεριφορικών και των κοινωνικών επιστημών ακόμα και των φυσικών επιστημών.  Εισερχόμαστε δηλαδή ως επιστήμες της κληρονομιάς, κυρίως ως αρχαιολογία, στο πεδίο έρευνας των συμπεριφορικών – κοινωνικών επιστημών δίχως όμως να αποκοβόμαστε από την αντικειμενικότητα που προσδίδει η αρχαιολογική υλική ανελαστική υπόσταση της υλικής κληρονομιάς.  Αυτό σημαίνει ότι η όποια προσέγγιση των αρχαιολόγων και των επιστημόνων της κληρονομιάς δεν πρέπει να επαφίεται σε ένα εξω-επιστημονικό εμπειρισμό. Δεν πρέπει να επαφίεται σε προσλήψεις στην βάση επιδερμικών  αναγωγών ή μη διεπιστημονικών προσεγγίσεων.  Στο “έτσι το βρήκαμε και έτσι το πάμε”.

Η κληρονομιά μας, τα μνημεία, η μνημειακή αναφορά μας δεν μπορούν να αποτελούν σκηνικό εφαρμογών διάφορων ιδεολογημάτων, προκαταλήψεων, εμμονών, λανθασμένων μεθοδολογιών, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να αφεθούν στην τυχαιότητα. Όταν ερμηνεύουμε ως αρχαιολόγοι ένα ταφικό σύνολο έχουμε την πλήρη ελευθερία να εκφράσουμε κάθε θεώρηση, κάτι που από την άποψη της αρχαιολογικής μεθοδολογίας έρευνας πεδίου είναι θεμιτό και αναγκαίο. Όταν όμως πρόκειται για μνημειακό σύνολο ή εν δυνάμει μνημειακό σύνολο έχουμε να κάνουμε με υπόσταση που εν δυνάμει ανήκει στην τοπική κοινωνία, σε κοινωνικές ομάδες ή ευρύτερα στο κοινωνικό σύνολο. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με έναν ζωντανό οργανισμό που διαρκώς εξελίσσεται.  Από αυτή του την ιδιότητα συνεπάγεται και μια ιδιαίτερη μεθοδολογία προσέγγισης που εδράζεται στην διεπιστημονική και ολιστική προσέγγιση του μνημειακού συνόλου καθώς το δοσμένο σύνολο είναι φορέας ή μπορεί να είναι φορέας πολυεπίπεδων προσλήψεων από το ίδιο το υποκείμενο της ερευνητικής διαδικασίας ή μελέτης, κοινωνικοποίησης κλπ. Με άλλα λόγια το υποκείμενο (τοπική κοινότητα ως ζωντανό τμήμα του όποιου μνημειακού συνόλου, φυσικού ιστορικού τοπίου) και το αντικείμενο της έρευνάς μας, εμφανίζονται ως ενότητα. Ως “οργανική ενότητα

Στην βάση αυτής της ιδιαιτερότητας θα πρέπει να ορίσουμε και την λογική, την στρατηγική και την μεθοδολογία των προσεγγίσεών μας.

Τα φαινόμενα και τα θέματα που μελετούν οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες σχετίζονται με τη συνείδησή του ανθρώπου, την επίγνωση, τον στοχασμό, τις σχέσεις ανθρώπου και φύσης κλπ. H ανθρώπινη συνείδηση, ο ψυχισμός, δεν αποτελούν κάποιο καθρέπτη της φύσης. Πολύ περισσότερο δεν αποτελούν μια στενά υλιστική διαδικασία φυσικής προσαρμογής δαρβινικού τύπου, αλλά έχει δυναμικό ενεργό χαρακτήρα (όπως θα δούμε). Ασκεί επίδραση στις δράσεις των ανθρώπων, στις παγιωμένες κοινωνικές δομές στη διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης των ψυχολογικών και κοινωνικών φαινομένων, στον ίδιο τον πολιτισμό του ανθρώπου με τις όποιες υλικές και άυλες εκφράσεις του, με άλλα λόγια στην ίδια την εξέλιξη ως τέτοια.

 Προσεκτικός παρατηρητής θα εντοπίσει ότι ακόμα και σε σχέση με το μνημειακό σύνολο της Ακρόπολης των Αθηνών, η κοινωνία ήταν αυτή που ανέδειξε το ζήτημα και που αντέδρασε με τον ιδιαίτερό της τρόπο από την πρώτη στιγμή.

Στην προσέγγισή μας εκτός από τα συμπεράσματα και τις οπτικές των επιστημών της κληρονομιάς θα βασιστούμε και στα συμπεράσματα των συμπεριφορικών επιστημών καθώς και των φυσικών επιστημών όπως της βιολογίας.

Για να καταλάβουμε την συνθετότητα του ζητήματός μας σας καλώ να δούμε ένα παράδειγμα που “έπαιξε” στα ΜΜΕ τις τελευταίες μέρες. Στην συνέντευξή του καθ. Μανώλη Κορρέ προς τον  δημοσιογράφο Δ. Δανίκα μεταξύ άλλων αναφέρει: ” …Εν ολίγοις, απολύτως επαρκής η λύση του σκυροδέματος. Ολοι αυτοί οι πολέμιοι διακατέχονται από προειλημμένες αποφάσεις. Προτιμώ να με κακολογούν παρά να έχω και εγώ μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην κατασπατάληση τόσων χρημάτων προκειμένου να εξυπηρετήσω λύσεις υπερπολυτελείας. Αν είναι τόσο ευαίσθητοι οι συμπατριώτες μας, ας υιοθετήσουν, συλλογικά ή ατομικά, ανάλογα με το βαλάντιο του καθενός, κάποια μνημεία που ρημάζουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Για τη συντήρηση και τη διάσωσή τους».

Δ. Δανίκας: – Ομως, είχατε πει στο παρελθόν ότι ιδανικός τρόπος είναι η ανάπλαση από παρόμοιο βράχο.

Μ. Κορρές :  «Αν ήμουν νέος ίσως το δοκίμαζα, αλλά ξέρω πόσο δύσκολα είναι να περνάμε από τη θεωρία στην πράξη. Κινηθήκαμε ρεαλιστικά, με ένα υλικό που είναι στενός συγγενής του φυσικού βράχου. Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση»[1].

Πολύ συνοπτικά. Πρώτη παρατήρηση. Αυτός που έχει θεσμικά “υιοθετήσει” τα μνημεία με το αζημίωτο είναι το κράτος. Τα μνημεία, τα φυσικά ιστορικά τοπία ανήκουν πρώτα απ’ όλα στις τοπικές κοινωνίες. Αυτές την εκχώρησαν την διαχείρισή τους στους κρατικούς θεσμούς. Ως ετούτου το επιχείρημα περί υιοθεσίας είναι άτοπο. Πέρα τούτου όμως η φράση περί “υιοθεσίας” αναδεικνύει και την όλη ανατροπή της σχέσης των μνημείων και κληρονομιάς με τα ζωντανά τους αναπόσπαστα τμήματα. Τις τοπικές κοινωνίες. Κανείς δεν ζήτησε από τους αρμόδιους θεσμούς πολυτελή υλικά όπως γρανίτες και παρκέ. Οι αρχαιολόγοι και η κοινωνία ζήτησαν και ζητάνε το αυτονόητο από επιστημονική άποψη. Μια προσέγγιση διεπιστημονική, ανοιχτή στην κοινωνία, απελευθερωμένη από τις ηλικιακές δεσμεύσεις και κολλήματα του όποιου θεσμικού παράγοντα.   Μια τέτοιας ποιότητας προσέγγιση ασφαλώς και θα αναδείκνυε το μη φυσικό χαρακτήρα του μπετόν. Η διεθνή επιστημονική κοινότητα εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται σε ανηλεή σύγκρουση με το τσιμέντο και τις καταστροφές που προκαλεί στην φύση μας, στον πλανήτη μας. Έχει αναδειχθεί μάλιστα από τους επιστήμονες σε ένα από τους βασικούς παράγοντες που χαρακτηρίζουν την βία προς την φύση, η οποία  γεωλογικά ορίζεται ως “εποχή της ανθρωποκαίνου”. Σήμερα υπάρχουν πλήθος ερευνών που αποδεικνύουν τον μη φυσικό χαρακτήρα του τσιμέντου και αυτό άσχετα αν ο δοσμένος τρόπος και μορφή παραγωγής μας το επιβάλει ως μονόδρομο. Σε μια εποχή μάλιστα που με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή τα παρθένα βουνά και νησιά της Ελλάδας, (οι φυσικο-ιστορικές κληρονομιές μας)  γεμίζουν από Βιομηχανικά πάρκα Αιολικής και Ηλιακής ενέργειας είναι αλλοπρόσαλλη επιλογή χρήσης τσιμέντου στα μνημειακά μας σύνολα. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν αναλογιστούμε ότι η παραγωγή ενός τόνου σκυροδέματος δημιουργεί 75-85 κιλά CO2!!  Μάλιστα, οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι ιστορικές και φθηνότερες λύσεις έχουν αποδειχθεί πολύ ασφαλέστερες, οικονομικότερες και διαχρονικότερες απ’ ότι το τσιμέντο που έχει μόλις μερικά χρόνια ζωής και δεν ανακυκλώνεται, πέρα του ότι αποδεδειγμένα προκαλεί φθορές και στο ίδιο το φυσικό υλικό των μνημείων. Για να μπορούμε να συγκρίνουμε αρκεί να δούμε τα Ρωμαϊκά λιμάνια ή Υδραγωγεία που επιβιώνουν ως τις μέρες μας.  Ας δούμε όμως το θέμα αυτό περί “φυσικού υλικού” ή “ τεχνητού λίθου” κλπ. πιο συγκεκριμένα:

Οι επιπτώσεις της παραγωγής σκυροδέματος στο φυσικό περιβάλλον είναι πολυσύνθετες. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στην παραγωγή τσιμέντου, η οποία είναι το βασικό συστατικό στοιχείο του σκυροδέματος. Η παραγωγή του παράγει μεγάλη ποσότητα CO2, δηλαδή ότι χειρότερο για το “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Το CO2 και τα σπάνια αέρια αποτελούν μόνο το 1% της ατμόσφαιρας. Άρα οι διακυμάνσεις του CO2 επηρεάζουν καταλυτικά το κλίμα της Γης.

Η παραγωγή ασβέστου και σκυροδέματος αντιπροσωπεύει το 10% της ανθρωπογενούς παραγωγής CO2. ‎Πέραν τούτου, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ξεκινούν από την διαδικασία της εξόρυξης των πρώτων υλών: Η θραύση ασβεστόλιθου συμβάλλει καταλυτικά στη διάβρωση, στην ανατροπή του γεωλογικού προφίλ, στην ανατροπή των φυσικών ιστορικών τοπίων. Ακόμα συμβάλει στην διαταραχή της φυσικής απορροής των υδάτων και επιδρά αρνητικά στην καλή ποιότητα των υπόγειων υδάτων. Οι σπασμένοι βράχοι έχουν αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα της περιοχής και στην ποσότητα της βιομάζας. Η σκόνη, η ατμοσφαιρική ρύπανση, είναι επίσης σημαντικά αποτελέσματα της παραγωγής τσιμέντου. Επίσης το σκυρόδεμα δεν είναι χημικά ουδέτερο.  Το ph του είναι πάρα πολύ υψηλό (12-13 σε κλίμακα έως 14). Για αυτό π.χ. τα σίδερα οπλισμού πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλο υλικό. Η‎ παραγωγή σκυροδέματος είναι επίσης μια ενεργοβόρα διαδικασία και απαιτεί μεγάλη κατανάλωση νερού.

‎Η ανακύκλωσή του είναι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Το σκυρόδεμα είναι (χημικά) μη ανακυκλώσιμο. Αυτό το πρόβλημα μπορούμε σε κάποιο βαθμό να το ξεπεράσουμε με δευτερεύουσα χρήση. Η διάρκεια ζωής του είναι πολύ περιορισμένη και ποικίλλει ανάλογα με την ποιότητα. Υπολογίζεται ότι η “ζωή” του είναι από 50 έως (με επεμβάσεις) τα 100 χρόνια. Το σκυρόδεμα διαλύεται  π.χ. λόγω χλωρίου (=θαλασσινό νερό). Καταστρέφεται σε μικρότερο βαθμό από την όξινη βροχή κ.λπ[2].

‎ Όπως αναφέραμε οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι σε αντίθεση, με το τσιμέντο, το αρχαίο ρωμαϊκό υλικό, παραμένει λειτουργικό μετά χιλιάδες χρόνια ακόμα και σήμερα. Πλήθος υδραγωγείων και λιμενικών κατασκευών επιβιώνουν έως τις μέρες μας. Έχει όμως ένα πρόβλημα. Μπορεί να παραχθεί από τον καθένα. Δεν παράγει δηλαδή κέρδος για τις πολυεθνικές[3].

 Μόνο αυτό το στοιχείο αποκαλύπτει ότι οι κεντρικές επιλογές όχι μόνο βλάπτουν σοβαρά την κληρονομιά μας, όχι μόνο ανατρέπουν τα φυσικά ιστορικά τοπία μας, μα έχουμε και κάτι χειρότερο. Όλη αυτή την ανατροπή καλείται να την σηκώσει στις πλάτες του, να πληρώσει δηλαδή το τίμημα ο Ελληνικός λαός στο όνομα του οποίου το κράτος “προστατεύει” την κληρονομιά μας.

Άρα η διεπιστημονική θεώρηση είναι η βασική μας ανάγκη και όχι οι ηλικιακές ανάγκες ή οι οικονομικές “ανάγκες”  των θεσμών.  Αυτές οι “ανάγκες” των θεσμών και των κυρίαρχων ελίτ είναι ακριβώς οι ίδιες “ανάγκες” που απαλλοτρίωσαν το μνημειακό σύνολό από την τοπική κοινωνία. Είναι οι ίδιες “ανάγκες” που απαλλοτρίωσαν ή ανέτρεψαν πολυεπίπεδες ιστορικές  αναφορές του μνημειακού συνόλου. Εκείνες που με το τσιμέντο πνίγουν το φυσικό “είναι” εκατομμυρίων Αθηναίων απαλλοτριώνοντας και τους τελευταίους ελεύθερους χώρους ζωντανής φύσης και πρασίνου.  Είναι ακριβώς οι ίδιες ανάγκες που ανατρέπουν πλήθος μνημειακών χώρων και φυσικών ιστορικών τοπίων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας και όχι μόνο. Είναι ακριβώς αυτές οι “ανάγκες” που παρά την βαριά φορολόγηση των πολιτών, παρά τα ακριβά εισιτήρια στους αρχαιολογικούς χώρους έχουν αφήσει πλήθος μνημείων να “ρημάζουν” όπως σωστά παρατηρεί ο καθ. Μανώλης Κορρές. Μια δεύτερη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι το μνημειακό σύνολο της Ακρόπολης των Αθηνών δεν είναι μόνο βράχος. Δεν έχει μόνο αναφορά στον 5ο ή 4ο αιώνα π.Χ. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές και όλες όμως οι άλλες, οι πολυδιάστατες εννοιολογικές του προσλήψεις το έχουν αναδείξει ως μνημείο της πανανθρώπινης κληρονομιάς μας.

Νομίζω ότι οι τοπικές κοινωνίες, οι αρχαιολόγοι, οι επιστήμονες της κληρονομιάς οφείλουν να ανταπαντούν με τα ίδια ακριβώς λόγια τα οποία χρησιμοποιεί και ο Μ. Κορρές για τον εαυτό του στην συνέντευξή του μεταλλάσσοντας το πρώτο ενικό πρόσωπο σε πρώτο πληθυντικό:

 «ΕΜΕΙΣ δεν το βλέπΟΥΜΕ έτσι. Προφανώς έτσι το βλέπουν οι άλλοι… Για ΕΜΑΣ αυτή η σχέση (ΜΕ ΤΑ ΜΝΗΜΕΊΑ )είναι κανονική. Δεν είναι πάθος. Μακάρι όλοι να το έβλεπαν έτσι και να αφοσιώνονταν σ’ αυτό που έχουν ταχθεί να κάνουν.

Πώς αλλιώς;».

Για να μελετήσουμε χώρους και τεχνουργήματα πολιτιστικής αναφοράς των τοπικών κοινοτήτων, ως μνημειακούς τόπους και σύμβολα, ή και τις σχετικές άυλες μορφές πολιτιστικής αναφοράς, χρησιμοποιούμε την εξειδικευμένη για τα πολιτιστικά αυτά μορφώματα μεθοδολογία μας. Αυτή της διαλεκτικής και διεπιστημονικής θεώρησης της “Αρχαιολογικής Οργανικής Ενότητας” (Klontzas, M. 2021). Στρατηγική και μεθοδολογία που βασίζεται στην φιλοσοφική προσέγγιση του “Οργανικού Όλου”[4].

 Με βάση την δοσμένη μεθοδολογία ψάχνουμε την απλούστερη μορφή και σχέση εμφάνισης του πολιτιστικού μορφώματος, του αντικειμένου που μελετάμε. Την απλούστερη μορφή και σχέση την συναντάμε στην βαθιά προϊστορία των ανθρώπινων κοινωνιών. Η έρευνα και η προσπάθεια κατανόησης αυτής της απλούστερης και γενεσιουργού σχέσης, ο βαθμός αφαίρεσης που προκαλούμε, (η αποκοπή μας δηλαδή από το αισθητηριακά απτό) μας οδηγεί αντικειμενικά σε πεδία πέρα της αρχαιολογίας.  Μια έκφρασή της γενεσιουργού απλούστερης σχέσης είναι πχ οι περίτεχνες ταφές των νεκρών. Άλλη κατηγορία είναι η πρόσληψη από τον προϊστορικό άνθρωπο ιδιαίτερων φυσικών τοπίων που καθορίζουν για τις τοπικές κοινότητες τις όποιες πολιτιστικές ή κοσμολογικές αναφορές τους.  Μια διαδικασία που αποκόπτει τον άνθρωπο από την ζωώδη πρόσληψη της πραγματικότητας ανοίγοντας νέους δρόμους στην εξέλιξη.

Αναπαράσταση του ιερού κορυφής στον Πετσοφά

Αποτελούν πλευρές συλλογικής αναφοράς που με διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά ακολουθούν τον άνθρωπο έως τις μέρες μας. Αυτές οι αναφορές δεν μένουν σταθερές ποιοτικά στον χρόνο και τον χώρο.  Εξελίσσονται. Γίνεται σαφές ότι εκφράζουν ένα χαρακτηριστικό των  ανθρώπινων κοινωνιών. Συναπαρτίζουν μια από τις σταθερές στην πολιτιστική εξέλιξη, καθώς από την βαθιά προϊστορία οι ανθρώπινες κοινότητες και κοινωνίες αφιερώνουν ένα πολύ σημαντικό μέρος της ενέργειάς τους. Συναπαρτίζουν όμως όπως θα δούμε και μια από τις σταθερές όμως και στην ίδια την εξέλιξη ως τέτοια.

Πάραυτα η πρόσληψη της κληρονομιάς, της αναφοράς του ανθρώπου σε ιδιαίτερα σημεία του περιβάλλοντός τους, (πχ Μετέωρα), η ιδιαίτερη σχέση του ανθρώπου με τους προγόνους και η ανάγκη μνημειακής απόδοσης τιμών (ταφικά σύνολα ή τελετουργικές πρακτικές) δεν είναι κάτι που συνδέεται με κάποια στενά “ Δαρβινικά” χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Τόσο από το παλαιοανθρωπολογικό υλικό όσο όμως και από το αρχαιολογικό δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.  Σταδιακά όμως, ιδιαίτερα τα φυσικά ιστορικά τοπία στην ανθρώπινη προϊστορία γίνονται σημεία αναφοράς τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο για παράδειγμα οι τοπικές κοινωνίες αγκαλιάζουν και συνδέονται πολιτιστικά λ.χ. στην εποχή του χαλκού στην Κρήτη με τα Ιερά κορυφής[5].

Με φυσικούς τόπους δηλαδή όλων των ποιοτήτων φυσικού κάλλους. Από ιδιαίτερα βουνά και ποτάμια έως σπηλιές (π.χ. Ιδαίο Άντρο, Δικταίο Άντρο, Σύμη στην Νότια Κρήτη, Ολυμπία, Όλυμπος κλπ).

Αυτή η διαδικασία, αυτό το ιδιαίτερο ανθρώπινο πολιτιστικό μόρφωμα έχει για τον άνθρωπο, μα και για την ίδια την φύση όπως θα δούμε πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτή που είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε με μια επιδερμική προσέγγιση ή ακόμα και με μια επιστημονική προσέγγιση που μένει στην απτή και αισθητηριακή θεώρηση. Από την νεολιθική εποχή παρατηρούμε την έναρξη και την ραγδαία ανάπτυξη της ανθρώπινης αυτής ιδιαιτερότητας. Έτσι όλο και περισσότεροι αντίστοιχοι μνημειακοί  χώροι συλλογικής αναφοράς που συνδέονται με την κοσμοαντίληψη και τα πιστεύω των τοπικών κοινοτήτων μας εμφανίζονται αρχαιολογικά. Μάλιστα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους αλλάζουν ραγδαία. Βλέπουμε π.χ. ότι η αναφορά τους υπερβαίνει τα όρια της στενής κοινότητας. Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε βαρύτητα σε μια ξεχωριστή ποιοτική αλλαγή. Παρατηρούμε ότι πλάι στις φυσικές-ιστορικές, περιβαλλοντικές κοινοτικές ή κοινωνικές μνημειακές αναφορές που απαιτείται η συλλογική πρόσληψη και συλλογική αναφορά , εμφανίζονται μνημειακά σύνολα αποτέλεσμα και συλλογικής ενασχόλησης, όπου απαιτείται ενέργεια και κόπος. Είναι η συλλογική ανθρώπινη εργασία που μας εμφανίζεται σε σχέση με την κληρονομιά και την όποια μνημειακή αναφορά. Τέτοιου μνημειακού χαρακτήρα αναφορές γίνονται αντιληπτές π.χ. με τα “ρόντελς”[6], όπου απαιτείται μεγάλο απόθεμα συλλογικής ενέργειας, συλλογικής ενασχόλησης – εργασίας. 

Συνεχίζεται… (Με συνοπτικό τρόπο με μικρότερα κείμενα (που το ένα θα πατάει στο άλλο) για τις ανάγκες των συλλογικοτήτων που υπερασπίζονται σήμερα την κληρονομιά μας, θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι πίσω από τις λογής εκφράσεις κληρονομιάς ή από τα λογής διαχρονικά μνημειακά σύνολα και πολιτιστικές αναφορές, πίσω από τα απτά και αισθητηριακά κατανοητά, κρύβεται μια βιο-κοινωνική διαδικασία που άπτεται του ψυχισμού των ανθρώπινων κοινοτήτων, κοινωνιών. Μια διαδικασία που στοιχειοθετεί εκτός των άλλων ότι πρόκειται για ένα ανθρώπινο δικαίωμά τους, ένα δικαίωμα της ίδιας της φύσης μας).

Μanolis Klontzas, Αρχαιολόγος
Έδρα Αρχαιολογίας και Μουσειολογίας-Unesco MASARYK University
Ερευνητικό Επιστημονικό Κέντρο ARCHAIA Brno

Ενδεικτική Βιβλιογραφία. Βλέπε ακόμα:

Βέρα Κλώντζα-Γιάκλοβα – Μανώλης Κλώντζας (2020), ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα δεν θα βγει από τη γη, Αθήνα.

Klontzas (2021), Naše světové dědictví. Brno (Στα Ελληνικά υπό δημοσίευση)

Μ. Klontzas (2021), Η κληρονομιά μας σε σταυροδρόμι… | Ημεροδρόμος (imerodromos.gr)

Klontzas (2021),Τσιμέντο στην Ακρόπολη – Το περιβάλλον που ζούμε και δρούμε καθορίζει τις επιλογές μας | Ημεροδρόμος (imerodromos.gr)

Klontzas (2021), Ακρόπολη: 200 χρόνια από την επανάσταση ο Οθωνισμός επισκιάζει την πολιτιστική μας κληρονομιά | Ημεροδρόμος (imerodromos.gr)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Μανόλης Κορρές στον Δανίκα για την Ακρόπολη: «Το σκυρόδεμα είναι ο πιο στενός συγγενής του βράχου» — (protothema.gr)

[2] TRVANLIVOST A ŽIVOTNOST BETONOVÝCH KONSTRUKCÍ pdf

[3] Seawater is the secret to long-lasting Roman concrete nature.com, The Cement Sustainability Initiative: Our agenda for action www.wbcsd.org, World Business Council for Sustainable Development en.wikipedia.org, “Making Concrete Change: Innovation in Low Carbon Cement and Concrete” chathamhouse.org

[4] Β.Α.Βαζιούλιν «Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνάς του», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988 — Πατέλης Δ. (2020) «Ερευνα, Τεχνολογία και Προοπτική Ενοποίησης της Ανθρωπότητας. Η Ερευνητική και Τεχνολογική Δραστηριότητα στη Διαλεκτική της Αλληλεπίδρασης της Ανθρωπότητας με τη Φύση» Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα.

[5] (Κlontzas 2021) (Nowicki 2007: K. Nowicki, “Someremarks on new Peak Sanctuaries in Crete:Topography of a ritualarea and relation with settlements”, Jahrbuchdes Deutschen Archäologischen Instituts, 122, 1-31) (Peatfield 2002: A. Peatfield, “Divinity and Performance on Minoan peaksanctuaries”, POTNIA, Deities and Religion in the Aegean Bronze Age, 51-55 ) (ΒΟΥΡΑΝΑΚΗΣ, Γ. 2011, Αρχιτεκτονική αποκατάσταση της νεοανακτορικής φάσης του ιερού κορυφής στον Πετσοφά.  ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ  Ι΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ-ΧΑΝΙΑ, 1-8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2006 )

[6]  (Květina,P. 2012)(6) (PDF) Analysis and interpretation of finds from the Neolithic rondel ditch in Vchynice (Northern Bohemia) (researchgate.net))

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: «Μνημειακή Αναφορά – 2ο Μέρος»

Σχετικά θέματα

Απόψεις