Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Σε πόλη δυστοπική ο Κθούλου καιροφυλακτεί

Alistair McDowall, Pomona. Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος (+Sigurdur F3). Θέατρο Πόρτα

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ήδη από την εποχή του Αμόρε, ανακάλυπτε έργα και συγγραφείς που αντιπροσώπευαν την νεανική ευρωπαϊκή πρωτοπορία και τα νέα ρεύματα στη δραματουργία. Έτσι και σήμερα, μας συστήνει έναν νέο Άγγλο συγγραφέα, τον Άλιστερ ΜακΝτάουελ (γεν. 1987) και ένα από τα πρώτα έργα του, την Pomona, έργο που ανέβηκε τον Νοέμβριο του 2014 (όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 27 ετών) στο Orange Tree Theatre και την επόμενη χρονιά στο National Theatre του Λονδίνου. Ο ΜακΝτάουελ έχει αναφερθεί σε συνεντεύξεις του στις φοβίες του για εκείνο το πρώτο ανέβασμα σε ένα θέατρο με συγκεκριμένο, κάποιας ηλικίας κοινό, και το πώς τελικά οι ανησυχίες του διασκεδάστηκαν μετά τη θερμή υποδοχή της οποίας έτυχε η  Pomona.

Το γεγονός ότι ο Μοσχόπουλος αισθάνθηκε την ανάγκη να εμφανιστεί ως συν-σκηνοθέτης με έναν «Ιρλανδό conceptual artist»-φάντασμα, τον  Sigurdur F3, δείχνει ίσως την ανάγκη δημιουργίας ενός alter ego που δικαιολογεί την επιλογή ενός έργου που «πατάει» πάνω στη σύγχρονη κουλτούρα των σειρών μυστηρίου (Lost, Dark, Stranger Things), στα Role Playing Games, στα οποία επιδίδονται εντονότερα από ποτέ σήμερα σημαντικές ομάδες νέων, στα βίντεο-παιχνίδια  και, γενικότερα, στους ανανεωμένους σήμερα μύθους, όπως αυτός του πλοκαμοπρόσωπου Κθούλου – άπειρα σήμερα βιντεο-παιχνίδια τον έχουν στον τίτλο τους. Τον Κθούλου δημιούργησε ο Λάβκραφτ το 1928 με το διήγημά του Το κάλεσμα του Κθούλου, τον αποκαλούμενο Μεγάλο Γηραιό, μια κακόβουλη οντότητα σε νάρκη, που η θέασή του από τους ανθρώπους τους κάνει να χάσουν το μυαλό τους.

Αλλά και η Πομόνα του τίτλου είναι ένα εγκαταλελειμμένο μέρος στο κέντρο του Μάντσεστερ, που ενέπνευσε τον ΜακΝτάουελ να δημιουργήσει την ομώνυμη δυστοπική πόλη του έργου του και εντός της οποίας κινούνται οι ήρωές του. Ο σκηνογράφος (και ενδυματολόγος) Βασίλης Παπατσαρούχας, αντί μιας ρεαλιστικής απεικόνισης αυτής «δύσοσμης» τρύπας της πόλης, γέμισε τη σκηνή με άπειρες λευκές λεκάνες τουαλέτας χωρίς καπάκι, που γνωρίζουν  πολλαπλές χρήσεις από τα πρόσωπα. Σε μια λεκάνη, άλλωστε, με κατεβασμένα παντελόνια, κάθεται ο Φώτης Στρατηγός, υποδεχόμενος το κοινό, και διαβάζοντας αποσπάσματα του προγράμματος που εξηγούν στοιχεία του έργου ή κάνουν αναφορές σε διάφορους αστικούς μύθους. Ταυτόχρονα, η Στεφανία Ζώρα, καθισμένη πάνω σε μιαν άλλη λεκάνη, τραγουδάει απαλά Elton John, με την αχινοτσάντα της περασμένη στην πλάτη.

Όταν και οι άλλοι ηθοποιοί συγκεντρωθούν στη σκηνή, γύρω από ένα τραπέζι ρίχνουν ζάρια για να αναλάβουν ανάλογα κάποιον από τους ρόλους και να περάσουν στη δράση, μια δράση που φαίνεται σαν να καθορίζουν οι ίδιοι. Το «παιχνίδι των ρόλων» αρχίζει, όλοι από κάτι θέλουν να ξεφύγουν ή κάτι να αποτρέψουν ή κάτι να βρουν, με επίκεντρο την Όλι (Άλκης Μπακογιάννης), που ψάχνει σε αυτή την ελεγχόμενη από τον Ζέππο (Γιώργος Παπαπαύλου) πόλη την αδελφή της. Μια διευθύντρια οίκου ανοχής, η Γκέηλ (Άννα Μάσχα) αποφασίζει να εγκαταλείψει κρυφά τη θέση της (σε μια επιχείρηση μαστροπείας;), η ιερόδουλη Φαίη (Ειρήνη Μακρή) ενημερώνει την Όλι (ή μήπως τη δίδυμη αδελφή της;) πάνω στη δουλειά, ενώ ο Τσάρλι (Φώτης Στρατηγός) θα τραυματιστεί θανάσιμα κατά λάθος από τον άλλο φύλακα των στοών της πόλης, τον Μόου (Σίμος Κακάλας). Σε αυτές θα βρεθεί κάποια στιγμή η Όλι (ή η δίδυμη αδελφή της;) μιλώντας για εμπόριο οργάνων ή εμπορία βρεφών ή διάφορες άλλες θεωρίες συνομωσίας, ενώ ο νεκραναστηθείς Τσάρλι θα μιλάει με την Κήτον (Στεφανία Ζώρα), η οποία θέλει να παίξει το γνωστό στους μυημένους παιχνίδι Dungeons and Dragons ‒ παιχνίδι ρόλων που οι χρήστες του μόνο στις ΗΠΑ φθάνουν τα 15 εκατομμύρια.

Όλα τα πρόσωπα περιστρέφονται γύρω από ένα γαϊτανάκι, μια λούπα που συνεχίζει να τους κινεί στους ρυθμούς της (αφού κάθε φορά γυρίσουν τα ζάρια) και που κάνει κύκλους, καταλήγοντας και πάλι στην αρχή, χωρίς να έχει δοθεί κανένα τέλος, χωρίς να έχει λυθεί κανένα από τα μυστήρια. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου συμπράττουν καθοριστικά στη δημιουργία της υποφωτισμένης ατμόσφαιρας που καθορίζει τη σκηνή, προβάλλοντας τα εκάστοτε δίδυμα προσώπων που συνδιαλέγονται, κάτω από τους υποβλητικούς ήχους της μουσικής του Δημήτρη Παπατσαρούχα και υπό την εποπτεία του Κθούλου που διακρίνεται αμυδρά σε διάφορες θέσεις. Δηλώνοντας ότι ανά πάσα στιγμή το κακό μπορεί να επικρατήσει.

Σε αυτό το έργο με έντονα τα στοιχεία της ποπ κουλτούρας και την απουσία της όποιας γραμμικής αφήγησης, όπου τα πρόσωπα τύποις μόνο συνιστούν «δραματικά πρόσωπα», όλοι οι ηθοποιοί βυθίζονται στην κατάσταση που απαιτεί το έργο, κάποιοι σχεδόν αγνώριστοι κάτω από περούκες ή ενδυματολογικά στοιχεία, με απόλυτα μετρημένες κινήσεις (επιμέλεια κίνησης Αυγουστίνος Κούμουλος) και υιοθέτηση φωνής τέτοια που επιτείνει το μυστηριώδες όχι μόνο της όλης κατάστασης, αλλά και της ίδιας της δικής τους υπόστασης ως όντων.

Μεταξύ όλων αυτών των άξιων ηθοποιών, έμπειρων και καθιερωμένων για τις ικανότητές τους (Άννα Μάσχα, Σίμος Κακάλας, Γιώργος Παπαπαύλου), νεαρότερων και ήδη δοκιμασμένων (Ειρήνη Μακρή, Φώτης Στρατηγός) και νεότατων (Στεφανία Ζώρα), ας μου επιτραπεί να σταθώ ιδιαίτερα στον καθηλωτικό Άλκη Μπακογιάννη (τον οποίο ομολογώ δεν είχα ξαναδεί στη σκηνή), ο οποίος στον ρόλο της Όλι προδιαθέτει  από την πρώτη σκηνή, με τη στάση τού σώματός του και τον υπόκωφο τονισμό της φωνής του, για τη δυστοπία στην οποία θα μας οδηγήσει η παράσταση. Η επιλογή του Θ. Μοσχόπουλου να δώσει τον γυναικείο αυτό ρόλο σε άντρα ηθοποιό, παίζοντας με την αμφισημία του φύλου, συνέβαλε ακόμη περισσότερο στο γενικό παραξένισμα ήδη από την πρώτη σκηνή, αλλά και αποκαλύπτοντας σταδιακά ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι ρόλων, στο οποίο το φύλο του «παίχτη» δεν ταυτίζεται με εκείνο του προσώπου που αναλαμβάνει να «υποδυθεί».

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος δημιουργεί με το έργο αυτό νέες θεατρικές-παραστασιακές συνθήκες που μας οδηγούν στις θεωρίες των Πιθανών Κόσμων και κατ’ επέκταση στους κόσμους της ψηφιακής μυθοπλασίας (hypertext), αρκεί να δώσει πλέον τα ζάρια στους ίδιους τους θεατές, οι οποίοι και θα καθορίζουν την εκάστοτε ανάληψη ρόλων από τους ηθοποιούς.

Δεν μπορώ παρά να σημειώσω ότι, κατά τη γνώμη μου, αν ένα τέτοιο έργο όπως η Pomona, είχε γραφτεί από νεαρό Έλληνα συγγραφέα, δύσκολα θα είχε βρει τον δρόμο προς την παράστασή του. Καθώς, ακόμη και σήμερα, μη συμβατικά νεοελληνικά έργα σπανίως γίνονται αποδεκτά, ανακυκλώνοντας έτσι τον κατεστημένο τρόπο γραφής της ελληνικής δραματουργίας.

*Οι φωτογραφίες είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις