Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ιάκωβος Καμπανέλλης: Αποδομώντας  τα συναισθήματα

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ο Διάλογος -- «μια συνομιλία και μη συνομιλία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα». Σκηνοθεσία: Σπύρος Μπέτσης. Χώρος Απαράμιλλον

Έγραφα σε βιβλίο μου ότι «το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη συνιστά όχι μόνο το αντιπροσωπευτικότερο κομμάτι αλλά συμπύκνωση ολόκληρου του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου μας, τόσο σε επίπεδο θεματικής όσο και σε επίπεδο μορφής». Πράγματι, ο Ακαδημαϊκός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, στιχουργός Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) έχει αφήσει πίσω του ένα πολυσχιδές έργο, το οποίο αναμετράται από την ηθογραφία και τον νεορεαλισμό, το πολιτικό, κοινωνικό, ψυχολογικό θέατρο έως το υπερρεαλιστικό και το παράλογο, το μεταθέατρο και τη διακειμενικότητα. Και αν κάποια από τα κλασικότερα έργα του επαναλαμβάνονται με διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις, κάποια άλλα παραμένουν ακόμη και σήμερα άγνωστα για τη σκηνή.

 

Ένα από αυτά αποτελεί και ο σχεδόν ιονεσκικός Διάλογος, ένα μονόπρακτο με αρετές την απόλυτη οικονομία στη δομή του και τη σχεδόν αδιόρατη εναλλαγή μεταξύ πραγματικού διαλόγου και εσωτερικού μονολόγου, με τον ενδεικτικό υπότιτλο «μια συνομιλία και μη συνομιλία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα», έργο που περιλαμβάνεται στον ΣΤ΄  Τόμο των απάντων του (εκδόσεις Κέδρος, 1994).

Δύο σύζυγοι, ο Δημήτρης και η Άννα, σε μεσοαστικό διαμέρισμα, κάποια Τρίτη του Απριλίου, βιώνουν ένα ακόμα ανούσιο απόγευμα εγκλωβισμένοι μέσα στη βαρεμάρα τους και την άρνηση της μεταξύ τους επικοινωνίας. Αυτό που συνιστά τη «συνομιλία» τους είναι οι σκέψεις που κάνει ο ένας για τον άλλο, αλληλοσυμπληρούμενες ως προς την απέχθεια που αισθάνονται, αλλά δεν τολμούν να την εξωτερικεύσουν. Ο πραγματικός τους διάλογος περιλαμβάνει μόνο το φαγητό της επομένης, μια σύντομη συζήτηση κενή νοήματος για τα έπιπλα του διαμερίσματος, ένα ανέκδοτο του άντρα, που ελάχιστα παρακολουθεί η σύζυγος και αποτελεί το απαύγασμα του παραλόγου.

Ο Σπύρος Μπέτσης, στην πρώτη του αυτή σκηνοθετική απόπειρα (έχει προηγουμένως συνεργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη, μεταξύ άλλων, και με τον Σάββα Στρούμπο, σε πρόσφατη παράσταση του οποίου υπήρξε και σκηνογράφος), καταπιάνεται με το μη ανεβασμένο έως τώρα στη σκηνή έργο του Καμπανέλλη με μια αντι-ρεαλιστική προσέγγιση, ενώ τονίζει την εσωτερική υπαρξιακή σύγκρουση των προσώπων μεταφράζοντάς την σε πάσχοντα σώματα με εμμονικές κινησιολογίες.

Η παράσταση αρχίζει με την είσοδο ήδη των θεατών στις θέσεις τους, καθώς ο Ντίνος Παπαγεωργίου απαγγέλλει μονότονα τις σύντομες σκηνικές οδηγίες. Ο εκ του φυσικού του βιοτεχνικός χώρος με τους σωλήνες ήδη προαναγγέλλει την άγονη, παγιοποιημένη σχέση του ζευγαριού: το εμπνευσμένο γκρίζο σκηνικό της Δήμητρας Ζερβού συντίθεται από κάποια τσιμεντότουβλα σε άτακτη σύνθεση, με πάνω τους τσιμεντοποιημένα λουλούδια σε μπουκάλια ή βαζάκια, επίσης τσιμεντοποιημένα  σεμέν ή καδράκι σε κάποιες κολώνες, όπως και ένα τσιμεντοποιημένο ρολόι σταματημένο στις 5:20, ώρα της δράσης, στο βάθος κουρτίνες που έχουν επίσης κατά τόπους τσιμεντοποιηθεί. Μπροστά τους, πάνω σε θραύσματα, ένα ανοικτό βιβλίο, αυτό που ο Δημήτρης κατά διαστήματα, στον κατ’ ιδίαν λόγο του, αναζητεί.

Η πραγματικές κινήσεις των δύο ηθοποιών στον ασφυκτικό, τσιμεντοποιημένο αυτόν χώρο είναι μηδαμινές, αν εξαιρέσουμε την άφιξη-αναχώρηση της Άννας από τον σκηνικό χώρο. Ωστόσο, η εσωτερική κίνηση δονεί και τους δύο, με έναν διαφορετικό τρόπο, που γίνεται ορατή είτε με το σχεδόν σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του άντρα ή με τον τεντωμένο δείκτη που κινείται ακατάπαυστα της γυναίκας. Η εσωτερική φωνή τους βγαίνει από το βάθος του διαφράγματος, ενώ γίνεται φυσιολογική στις σπάνιες πραγματικές διαλογικές σκηνές τους, σε μια, ωστόσο, εναλλαγή ακριβείας. Μεγάλες παύσεις μεταξύ των συλλογισμών τους συνοδεύονται από τον (τυχαίο;) θόρυβο νερού που τρέχει στις σωλήνες αποχέτευσης της άνω πολυκατοικίας, δίνοντας μια διάσταση σάπιου στην ήδη κατεστραμμένη σχέση τους, σε μια ανυπόφορη συμβίωση που τους καταπίνει ως απόβλητα και αυτούς μιας ανούσιας ζωής.

Η Ρόζυ Μονάκη και ο Ντίνος Παπαγεωργίου έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο γκρίζο σκηνικό, με τα μουντά χρώματα των ρούχων τους (ενδυματολογία της Ελίνας Τσούτσια), με τις ουδέτερες, αδιαπέραστες εκφράσεις του προσώπου τους, με τις βαραθρώδεις εκφορές του λόγου τους κατά τους αυτοκαταστροφικούς, και, παρόλα αυτά, σε πλήρη διαλογικότητα,  εσωτερικούς μονολόγους τους. Ίσως, μόνο, κάποιες στιγμές θα έπρεπε, ειδικά στην περίπτωση του άντρα που διαθέτει και τους περισσότερους μονολόγους, να υπήρχε μια ευκρινέστερη απόδοση, και, ταυτόχρονα, μια κάποια εναλλαγή τονισμών, ώστε να αποφευχθεί η μονοτονία.

Οι φωτισμοί είναι του Νίκου Πυλαρινού.

Μια παράσταση εκτός κέντρου, από έναν νεαρό σκηνοθέτη, που δίνει εναλλακτική πρόταση ανάγνωσης ενός καμπανελλικού έργου, που ανασκάπτει βαθύτερα τα νοήματά του, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα έναν συγγραφέα πρόσφορο για αναγνώσεις που ξεφεύγουν από τα νεορεαλιστικά πλαίσια στα οποία έχει ‒το συνηθέστερο‒ σκηνοθετικά ταξινομηθεί.   

Ας σημειωθεί ότι το ιδιαίτερα καλαίσθητο τρίφυλλο μικρού σχήματος πρόγραμμα της παράστασης σχεδιάστηκε από τη Δήμητρα Ζερβού, σε μια εποχή όπου σπανίως πλέον υπάρχει σε παραστάσεις ομάδων/θεάτρων οιουδήποτε είδους πρόγραμμα.

*Οι φωτογραφίες είναι των Σπύρου Μπέτση και Ιωάννας Ρουμελιώτη.

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

Απόψεις