Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Στη διαστολή του χρόνου

  «Κι αυτό που συμβαίνει τώρα, μπορεί και να μη συμβαίνει τώρα…» ακούγεται να λέει, σε μια από τις παρεμβολές της..

  «Κι αυτό που συμβαίνει τώρα, μπορεί και να μη συμβαίνει τώρα…» ακούγεται να λέει, σε μια από τις παρεμβολές της στη σκηνική δράση,  η βιντεοσκοπημένη «Ιωάννα» από μιαν άλλη εποχή, μιαν άλλη χώρα, ταυτιζόμενη με την «Ιωάννα της Καστίλης».

Πράγματι, η τελευταία παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού στηρίζεται σε ένα φαινομενικά απλό αλλά πολυδαίδαλο αφηγηματικά κείμενο που συντίθεται από μικρά κομμάτια ενός χωρο-χρονικού παζλ τα οποία συνυπάρχουν στον σκηνικό χώρο και χρόνο: ένα παράδοξο σπίτι και ταυτόχρονα μουσείο στην κυριολεκτική του έννοια που σημαίνει έναν χώρο μνήμης όπου το παρόν διαχέεται στο παρελθόν. Και όπου όσα βλέπουμε σε αυτό το σκηνικό παρόν συμβαίνουν τώρα αλλά εξίσου συνέβησαν άλλοτε ή θα συμβούν στο μέλλον.

Είναι γνωστό από την κβαντοφυσική  ότι αυτό που κινείται με την ταχύτητα του φωτός  ακινητοποιεί τον ίδιο τον χρόνο. Έτσι, για έναν επιβάτη τρένου που κινείται με την ταχύτητα αυτή, το ρολόι της πλατφόρμας του σταθμού θα έδειχνε πάντα την ώρα της αναχώρησής του (Γ. Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, ΠΕΚ, Ηράκλειο, 2006:160).

Ο Καλαβριανός μεταφέρει τους συμπαντικούς νόμους στον μικρόκοσμο της σκηνής, έναν χώρο (σε σκηνογραφία Ευαγγελίας Θεριανού) μείγμα σπιτιού  -με κουζίνα, καναπέ, γραφείο-  αλλά και αίθουσας μουσείου, με τους πάγκους και τα έργα τέχνης -πίνακες ή αντικείμενα σε τετράγωνες γυάλες- όπου η Ιστορία και η αφήγησή της συναντούν τη, χωρίς χρονική γραμμικότητα μικρο-ιστορία μιας καθόλα συνηθισμένης σύγχρονης οικογένειας.

Με όλα τα πρόσωπα σχεδόν διαρκώς παρόντα επί σκηνής, οι διάλογοι εκτυλίσσονται με απόλυτη φυσικότητα -και με τις όποιες συγκρούσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας-  σε έναν φαινομενικά παρόντα χώρο και χρόνο ενώ στην πραγματικότητα, με ευφυείς τεχνικές, αυτοί διαδραματίζονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές: έτσι, για παράδειγμα, οι αναφορές στην πεθαμένη πρόσφατα για το σκηνικό παρόν μητέρα των δύο αδελφών Έλλης και Άννας συγχέονται με τον προ οκτώ ετών νεκρό σε δυστύχημα αλλά σκηνικά παρόντα σύζυγο της Άννας και πατέρα των Λήδας και Άρη, το καθηγητή Ιστορίας Γιώργο με αφορμή ένα ζευγάρι γυαλιά. Ποιος από τους δύο θανάτους, άραγε, προηγήθηκε του άλλου; Και ποιος τελικά είναι  ο παροντικός χρόνος δράσης; Σε ποια χρονική στιγμή τοποθετείται άραγε η σκηνή όπου ο Άρης ρωτάει τον πατέρα του για ένα κόκκινο λαμπάκι στο καντράν του αυτοκινήτου και σε ποια χρονική στιγμή τα παιδιά μαζί με τη φίλη του Άρη, τη Χριστίνα, βγάζουν βόλτα την ανάπηρη από άλλο δυστύχημα Έλλη;

Η ροή των σκηνικών γεγονότων δεν ακολουθεί γραμμικό χρόνο αλλά συντήκει σε ένα και το αυτό παρόν όλες τις δράσεις: έτσι, την ιστορία της «Ιωάννας της Καστίλης», της επονομαζόμενης «Τρελής» την  οποία διερευνά ο Γιώργος και της οποίας αποσπάσματα αφηγείται εμβόλιμα στους υπόλοιπους, συνεχίζει να εκφωνεί η κόρη του Λήδα πολύ πριν πληροφορηθούμε ότι εκείνος είναι ήδη νεκρός και εκείνη, ως επίσης ιστορικός, αποφασίζει να εντρυφήσει στα εναπομείναντα χειρόγραφά του.

Μόνο που, σε μεγάλο βαθμό, η ιστορική διήγηση που ακούμε αναπαράγει σχεδόν πανομοιότυπα το κείμενο που καταθέτει στο Πρόγραμμα η ιστορικός και σύμβουλος της παράστασης Ελένη Δρίβα με τίτλο «Ιωάννα της Καστίλης ή Ιωάννα η Τρελή (1479-1555). Μια σύντομη περιγραφή της ζωής της» που σίγουρα γράφτηκε σε έναν άλλο (πραγματικό) χρόνο από εκείνον της εκφώνησής της από τους ηθοποιούς-δραματικά πρόσωπα  ενώ ταυτόχρονα έχει διολισθήσει σε μια σκηνική μυθοπλασία.

Είναι ευχάριστο να διαπιστώνει κανείς ότι ταλαντούχοι καλλιτέχνες προσφέρουν σήμερα περίτεχνα κείμενα που απαιτούν την ενεργοποίηση του θεατή ενώ γνωρίζουν να χρησιμοποιούν εντός μιας φαινομενικά απλής δραματουργίας που δεν δυσκολεύει την πρόσληψη αλλά και δεν στερείται χιούμορ, πλήθος από αφηγηματικές κατηγορίες. Ο Καλαβριανός, ένας αναγνωρισμένος ήδη αλλά πάντα ανήσυχος ερευνητικά και θεωρητικά σκηνοθέτης-συγγραφέας και υποψήφιος διδάκτωρ στο ΑΠΘ, δίνει με τη «Γρανάδα» ένα πολύτιμο κείμενο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, πρόσφορο για πολλαπλές αναλύσεις.

Η σκηνοθεσία τήρησε με συνέπεια τις χωρο-χρονικές αμφισημίες, χειρίστηκε με ρευστότητα και δίχως κλείσιμο του ματιού στον θεατή τις αφηγηματικές αναλήψεις και προλήψεις, αφήνοντας τον τελευταίο να νιώσει την έκπληξη στο τέλος αλλά και, αν θελήσει, να επανεπεξεργαστεί στη μνήμη του πλέον την υπόθεση και να αναδιατάξει στη σωστή τους θέση τα κομμάτια του παζλ που του προσφέρθηκαν.

Στην πολλαπλή αυτή διαστολή του σκηνικού χρόνου προστίθενται οι βιντεοσκοπημένες από τον Πάτροκλο Σκαφίδα παρεμβάσεις της «Ιωάννας» με κοστούμι που παραπέμπει ελεύθερα σε ενδυμασία της Ιωάννας της Καστίλης καθώς η ίδια δεν μιλά για τη ζωή της αλλά εκφέρει προβληματισμούς για την ανθρώπινη ύπαρξη, το σύμπαν, δίνοντας επιστημονικές πληροφορίες για τα αστρονομικά φαινόμενα και την αστροφυσική για να καταλήξει στη διαστολή του χρόνου, στο απέραντο του σύμπαντος, στο πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο πόσο ασήμαντο γεγονός είναι, εν τέλει,  ο δικός μας θάνατος.

Και όμως, όλες αυτές οι επιστημονικές επεξηγήσεις, με την σαγηνευτική εκφορά ως να διηγείται παραμύθι, της Λυδίας Φωτοπούλου στο εξαίρετο βιντεο-κάδρο της που φτάνει μόλις ως το μπούστο, εξάπτουν την περιέργεια, μετατρέπονται σε δελεαστικά δραματουργικά στοιχεία, συντελούντων και των υπέροχων εκφράσεων του προσώπου, της αμεσότητας του λόγου της, των χορογραφημένων κινήσεων των χεριών της.

Επί σκηνής, καθιερωμένοι και νεότεροι ηθοποιοί συμβάλλουν με την απόλυτη φυσικότητά τους στα χρονικά περάσματα, διατηρώντας με μικρές εναλλαγές που θα αποκρυπτογραφηθούν εκ των υστέρων,  τη διαγραφή των χαρακτήρων που υποδύονται σε ένα τότε ή σε ένα αύριο: η Έφη Σταμούλη (Έλλη) καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι αλλά και μεταμορφωνόμενη στιγμιαία σε ερωτευμένη φοιτητριούλα που ζει τον έρωτά της στη Γρανάδα, εκτοξεύει με καυστικό χιούμορ τις ανατρεπτικές ατάκες της διατηρώντας μια παιγνιώδη όσο και ανατρεπτική έκφραση ˙ στον αντίποδα, η Φιλαρέτη Κομνηνού (Άννα), γήινη όσο και σε κατάσταση τραγικοποίησης της καθημερινότητας, εκφράζει με φωνητικούς σπασμούς και νευρικές κινήσεις την υποβόσκουσα υστερία της εργαζόμενης νοικοκυράς από την οποία διαφεύγει η χαρά της καθημερινότητας.

Ο Γιώργος Γλάστρας (Γιώργος) κινείται ως αιθέρια παρουσία-απουσία καθώς διαβάζει αποσπάσματα της μελέτης του για να μπει, παροδικά,  με έκδηλη την έκπληξη, σε καθημερινούς, άνευ σημασίας για τον καθηγητή, διαλόγους. Η Στέφη Πουλοπούλου (Λήδα) διανύει τον χρόνο με εύστοχες συμπεριφορικές μικρο-αλλαγές και αυξομειούμενες εντάσεις ενώ ο Διαμαντής Αδαμαντίδης κράτησε σωστές ισορροπίες τόσο στην εκφορά λόγου  όσο και κινησιολογικά, αποδεικνύοντας ότι ήταν επάξιος συμπαίκτης δίπλα σε πεπειραμένες πρωταγωνίστριες.

Μικρή παραφωνία μου φάνηκε η υπερβολική στην ένταση της φωνής της αλλά και κινησιολογικά Χριστίνα της Αλεξίας Μπεζίκη (η οποία επιμελήθηκε την κίνηση των ηθοποιών) που δικαιολογείτο από τον ρόλο αλλά κατέληγε σε κάτι επιφανειακό.

Υπήρξαν στιγμές που η ένταση και οι ισπανικοί ρυθμοί της κατά τα άλλα ευχάριστης -ειδικά στους χαμηλούς τόνους- μουσικής του Άγγελου Τριανταφύλλου ενοχλούσαν καθώς εισέβαλλαν στην επικρατούσα ατμόσφαιρα ενώ υπερκάλυπταν, ανά στιγμές, τον λόγο των ηθοποιών. Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερα ενταγμένη αν αφηνόταν να ακουστεί ζωντανά, όπως πήγαινε να συμβεί με τις κιθαριστικές συνοδευτικές απόπειρες  του Αδαμαντίδη όταν έπιανε την κιθάρα του.

Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη εύστοχα για τη σύγχρονη  χαρακτηρολογία των προσώπων, εντυπωσιακά για την Ιωάννα με κυρίαρχο το κόκκινο ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έδιναν σωστούς τονισμούς στην παράσταση.

Μια φαινομενικά ήπιων τόνων παράσταση που, με δυναμική μεταστροφής της σε Σούπερ Νόβα,  παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον πάνω σε ένα πολύπτυχο όσο και περίτεχνο κείμενο.

Οι φωτογραφίες είναι της Ελίνας Γιουνανλή.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης  στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις