Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Έργον διαβόλου η Ελευθερία

Το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ανάγουν σε ποιητικό γεγονός και παραστασιακό υλικό ο Άρης Μπινιάρης και οι..

Το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ανάγουν σε ποιητικό γεγονός και παραστασιακό υλικό ο Άρης Μπινιάρης και οι μουσικοί συνεργάτες του ως αφορμή για να μιλήσουν για τη δύναμη της απελευθέρωσης του ατόμου, της κοινωνίας, του έθνους από ό,τι το καταδυναστεύει, από αυτό που το δεσμεύει: τους παντός είδους δυνάστες, με αγώνες, με όπλα, με αίμα.

Με σημείο εκκίνησης το Ιστορικό, η παράσταση επιχειρεί να αντικατοπτρίσει το ατομικό αλλά και το αντίστροφο: η ανάγκη για λύση των όποιων επί προσωπικού επιπέδου δεσμών που επιβάλλονται απ’ έξω αντανακλάται στην ανάγκη για κατάλυση των δεσμών που καταδυναστεύουν τους λαούς. Εθνική και ατομική ελευθερία διαπλέκονται καθώς το Ιστορικό εμβολίζει την κάθε προσωπική ιστορία. Αρκεί μόνον η εξέγερση κατά του όποιου δυνάστη να μην καταλήξει στην εγκαθίδρυση ενός νέου.

Foto - aris_mpiniaris 2 - to 21

 

Αυτό υποδεικνύει η διαπίστωση του Γιάννη Σκαρίμπα που οι συντελεστές συνέλαβαν ως κινητήριο μοχλό της σκηνικής τους κατάθεσης: «Με το να κάνεις μια επανάσταση και να βγεις από έναν ζυγό, δεν έχεις κάμει κάτι – το να μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό είναι η πραγματική επανάσταση». Η Επανάσταση του ’21 απελευθέρωσε τους Έλληνες από τους Τούρκους αλλά έφερε νέους δυνάστες: ξένο βασιλιά και ξένες κυβερνήσεις.

Η λέξη «ανταμοιβή» για τους αγώνες -λέξη που επανέρχεται στην παράσταση σε διαφορετικές τονικότητες- εξαϋλώνεται, εφαρμόζεται στρεβλή, ακυρώνει την ατομική και συλλογική θυσία.

Αυτή την κατάσταση μελοποιεί, ως ένα αποσπασματικά εκφερόμενο έπος, μέσα από τη σύνθεση ποικίλων κειμένων από το 1817 έως το 1835 -που αφορούν την Ελληνική Επανάσταση του 1821- το νέο σκηνικό ορατόριο που κατέθεσε ο Άρης Μπινιάρης και οι συνεργάτες του Τάκης Βαρελλάς (μπάσο) και Βασίλης Γιασλακιώτης (τύμπανα), συνθέτες της μουσικής που ερμήνευσαν ζωντανά οι ίδιοι επί σκηνής, συνοδεύοντας τον λόγο του ερμηνευτή.

Πρόκειται για μια πάνκ-ροκ συναυλία με εκκωφαντικούς ρυθμούς που κατά διαστήματα υποχωρούν σε πλέον μελωδικά μέρη ενώ, περιστασιακά, δυτικά ηχοχρώματα παντρεύονται με πιο «ανατολίτικα». Κι άλλες στιγμές η μουσική υποχωρεί αφήνοντας να επικρατήσει μόνος ο λόγος που, όμως, συνεχίζει τη μουσικότητα της παράστασης μέσω του ρυθμού των λέξεων, την ποιητικότητα των φράσεων των τόσο διαφορετικής προέλευσης κειμένων: αποσπάσματα από πρακτικά εθνοσυνελεύσεων, επιστολές, μαρτυρίες οπλαρχηγών, άρθρα εφημερίδων αλλά και κάποια κείμενα του Πατριαρχείου που καταφέρονταν κατά της επανάστασης ως διαβόλου έργον.

Η μεγάλη αφήγηση υποχωρεί κάποια στιγμή παραχωρώντας τη θέση της στην προσωπική αφήγηση ανώνυμου πολεμιστή που ζώνεται τα όπλα του αφήνοντας γυναίκα και παιδί πίσω του: το συλλογικό εξατομικεύεται, ο πόθος για ελευθερία είναι πρώτα το ατομικό ξεβόλεμα, η απόσταση από την κυρίαρχη υποβαθμισμένη συνείδηση που ωθεί στη φυσική ή πνευματική αδράνεια μέσω υποσχέσεων ψευδεπίγραφης ευημερίας.

 

«Υπόθεσε ένα λαό κατασπαραγμένον, κατακερματισμένον , όπου χωρίς καμίαν βοήθεια, με μόνα τα όπλα, με μόνα τα ισχυρά και ανίκητα όπλα, αποπειράθηκε να καταθραύσει τον δυνάστην, να καταθραύσει των βαρβάρων τα φρούρια, να καταθραύσει τα πλήθη των ανάνδρων».

Από αυτή και άλλες ανάλογες μαρτυρίες οι τρεις δημιουργοί έχουν εξορύξει την εσωτερική μελωδία των φθόγγων, τη ρυθμικότητα των συλλαβών και δημιουργούν τη μουσικότητα του λόγου που παντρεύουν με τη δυναμική των κρουστών και τη μελωδικότητα του μπάσου. Και η φωνή του Μπινιάρη, ο λόγος του, συναγωνίζεται, ανταγωνίζεται, συντονίζεται, συμφωνεί, απορροφάται στον ρυθμό, επαναλαμβάνεται πεισματικά, γίνεται φωνητικός ήχος μέσα σε ένα μουσικό κρεσέντο για να αναδυθεί και πάλι ως έναρθρη αφήγηση που κινείται σε όλες τις τονικότητες το λόγου.

Foto - aris_mpiniaris 3 - to 21

 

Το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα είναι μια λευκή τέντα που περιβάλλει συντελεστές και μουσικά όργανα, σαν μια σκηνή που στήθηκε από πλανόδιους μουσικούς ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Βιτσαρόπουλου ρυθμίζουν τις παύσεις και τις εναλλαγές της διήγησης. Στο βάθος της σκηνής, προβάλλονται κινούμενα σχέδια του Νίκου Δημητριάδη ως ελεύθερες γραμμικές δημιουργίες που προκύπτουν από λέξεις και ήχους.

Ο Άρης Μπινιάρης με τους δύο μουσικούς συνεργάτες του πραγματοποίησε και πάλι έναν ερμηνευτικό άθλο με την άριστα δουλεμένη φωνή του, την εκφραστικότητα του προσώπου του, τη δύναμη που εξέπεμπε η όλη μουσική περφόρμανς. Ταυτόχρονα, έδειξε, πέρα από δηλωμένες προθέσεις, πώς μπορεί η αμιγώς πολιτική επέμβαση να προσλάβει καθαρά αισθητική αξία. Όπως γράφει η Ιλειάνα Δημάδη στο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ:

«Αίφνης, ο αχός του ’21 φτάνει στ’ αυτιά μας σαν αέναο εγερτήριο και, συνάμα, σαν ελεγεία». Ο Μπινιάρης και οι συνεργάτες του «παίζουν ηλεκτρισμένα μπλουζ για ένα κατασπαραγμένο έθνος, ψυχεδελικές σάμπες για την πείνα και ροκ άριες που αφορίζουν την Επανάσταση ως “βδελυρόν κίνημα και ανόητη αποστασία” », σύμφωνα με κείμενα-μαρτυρίες της εποχής.

Καθώς πάντα θα υπάρχουν κι εκείνοι που θα κωφεύουν στην ύστατη παρότρυνση που ακούγεται στην παράσταση:

«Η ψυχή να μη βολεύεται».

Το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του πολύμορφου κοινού που παρακολούθησε την παράσταση απέδειξε ότι επρόκειτο για μια από τις πλέον ευτυχείς στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών.

*Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις