Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Τα Μουσεία είναι κληρονομιά μας

Υπερασπιζόμαστε τον κοινωνικό χαρακτήρα των Μουσείων -- του Μανώλη Κλώντζα

 — του Μανώλη Κλώντζα

Στις 14 Ιανουαρίου η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο που μετατρέπει τα 5 μεγαλύτερα κρατικά μουσεία σε Νομικά Πρόσωπα  (ΝΠΔΔ), στο πρότυπο του Μουσείου Ακρόπολης, με στόχο όπως υποστηρίζει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΑ  να απεμπλακούν από το κεντρικό κράτος και να εξασφαλίσουν την αυτοτέλειά τους, βελτιώνοντας την αποδοτικότητά τους.

Το νομοσχέδιο είχε αναγγελθεί προγραμματικά από την κυβέρνηση και η κατάθεσή του αναμενόταν τα τελευταία 10-15 χρόνια καθώς αποτελεί πρόταγμα της ΕΕ. Από την πρώτη στιγμή της γνωστοποίησής του προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις από φορείς όπως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων κ.α.

Υπερασπιζόμενη την απόφαση της, η πολιτική ηγεσία υποστηρίζει ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις του σχεδίου νόμου “επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου λειτουργίας πέντε μουσειακών δομών που λειτουργούν ως υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και του πλαισίου ασφάλισης της κινητικότητας των πολιτιστικών αγαθών για τη διενέργεια περιοδικών εκθέσεων. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι εισάγονται ρυθμίσεις για την αποδοτικότερη λειτουργία του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο.Δ.Α.Π) και του Μουσείου Ακρόπολης, το Μητρώο Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών και την ποινική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.  Οι νέες προβλέψεις εστιάζουν, κυρίως, στα εξής ζητήματα:

α) Ιδρύονται πέντε (5) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα οποία αναλαμβάνουν τις αρμοδιότητες των αντίστοιχων πέντε (5) ειδικών περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ, επιχορηγούνται και εποπτεύονται από αυτό, φιλοξενούν τις συλλογές των καταργούμενων υπηρεσιών και στελεχώνονται από το προσωπικό που υπηρετεί σ’ αυτές, το οποίο διατηρεί την οργανική του θέση στο ΥΠΠΟΑ και δηλώνει αν επιθυμεί να προσφέρει υπηρεσίες στα μουσεία-ν.π.δ.δ.

β) Προστίθενται κανόνες στον Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 4858/2021, Α’ 220), με τους οποίους προβλέπεται η ανάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο της εγγυητικής υποχρέωσης για αποζημίωση, σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς, κατά το δανεισμό πολιτιστικών αγαθών για τη διενέργεια περιοδικών εκθέσεων και η απαλλαγή των μουσείων της χώρας από το βάρος ιδιωτικών ασφαλίστρων.

γ) Εισάγονται ρυθμίσεις για την αποδοτικότερη λειτουργία του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο.Δ.Α.Π.) ως προς τις δράσεις εκσυγχρονισμού της εμπορικής πολιτικής, την υπηρεσιακή δομή και τη δικαστική του εκπροσώπηση” .

Μια ή δύο είναι οι λέξεις που βασίζει η πολιτική ηγεσία την στοιχειοθέτηση της απόφασής της. Ο εκσυγχρονισμός και η αποδοτικότητα. Δύο λέξεις που στην ουσία είναι κούφιες και που ως καθρεφτάκια μοιράζονται στους ιθαγενείς. Το τι είναι σύγχρονο και τι αποδοτικό δεν ορίζεται ιδεοληπτικά αλλά αφενός προκύπτει από τον βαθμό εφαρμογής των βέλτιστων σύγχρονων επιστημονικών προσεγγίσεων και αφετέρου από τον βαθμό που ικανοποιεί τις σύγχρονες οικουμενικές ανάγκες. Ειδικά μάλιστα αυτό ισχύει περισσότερο στον χώρο του πολιτισμού που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρεται για σλάλομ ιδεοληπτικών προσεγγίσεων.

Η  λογική και το “γράμμα”  της Ελληνικής νομολογίας έρχεται σε σύγκρουση με το νομοσχέδιο.

 Ενδεικτικά :  

(10/22.5.1834 ) “Άπασαι αι εντός της Ελλάδος αρχαιότητες, ως έργα των προγόνων του ελληνικού λαού, θεωρούνται ως κτήμα εθνικό όλων των Ελλήνων”

Το σύνταγμα είναι αυστηρό σε σχέση με την κληρονομιά:

Άρθρο 6. π 2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.

Το ελληνικό δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 7 του Αρχαιολ. νόμου έχει την κυριότητα και την νομή την διοίκηση και την διαχείριση για τα μνημεία.

 Τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας.

Άρθρο 21.Κυριότητα κινητών μνημείων :

  1. Τα αρχαία κινητά μνημεία που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και είναι εκτός συναλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα.
  2. Δικαίωμα κυριότητας σε εισαγόμενα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1453 αναγνωρίζεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 33 και των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου 28.
  3. Τα αρχαία κινητά μνημεία που αποτελούν ευρήματα ανασκαφής ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή τους, ανήκουν κατά κυριότητα και νομή στο Δημόσιο, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και εκτός συναλλαγής.
  4. Για τον εμπλουτισμό των μουσείων που δεν ανήκουν στο Δημόσιο με μνημεία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 31. Τα μουσεία αυτά απαγορεύεται να αποκτούν ή να δέχονται ως δάνειο ή παρακαταθήκη, πολιτιστικά αγαθά για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι προέρχονται από κλοπή, παράνομη ανασκαφή ή από άλλη παράνομη ενέργεια ή ότι έχουν αποκτηθεί ή εξαχθεί κατά παράβαση της νομοθεσίας του κράτους προέλευσής τους και οφείλουν να ενημερώνουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Υπηρεσία για κάθε τέτοια προσφορά. Η απαγόρευση απόκτησης ή αποδοχής πολιτιστικών αγαθών για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν αποκτηθεί ή εξαχθεί κατά παράβαση της νομοθεσίας του κράτους προέλευσής τους, ισχύει και για τα μουσεία που ανήκουν στο Δημόσιο.

 Οι άνθρωποι του πολιτισμού για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια κινητοποιούνται για την υπεράσπιση της κληρονομιάς. Κάθε μέρα που περνάει γίνεται σαφές ότι ο νόμος προστασίας της κληρονομιάς δεν μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο που όφειλε να επιτελεί. Η πολιτική  ελίτ διαμόρφωσε διαχρονικά ένα νομοθετικό πλαίσιο που απέχει πολύ από την προστασία, διατήρηση, και κοινωνικοποίηση της κληρονομιάς. Οι πάμπολλες ανατροπές διαφόρων ποιοτήτων μνημειακών συνόλων ανά την Ελλάδα, τα προβλήματα στην προσβασιμότητα στον συνδεόμενο με αυτά τομέα της πληροφορίας επιβεβαιώνουν την υστέρηση αυτή.   Το νομοθετικό πλαίσιο και ειδικά ο αρχαιολογικός νόμος αντί να υπερασπίζεται τον οικουμενικό χαρακτήρα της κληρονομιάς λειτουργεί ως μηχανισμός απαλλοτρίωσης των οικουμενικών αυτών αγαθών από τα φυσικά ιστορικά τοπία και τις τοπικές κοινωνίες, ως μηχανισμός ιδεολογικής επιβολής επιστημονικά ξεπερασμένων πολιτιστικών προταγμάτων. Βασικός παράγοντας για τον αρνητικό ρόλο του νομοθετικού πλαισίου είναι ο επιτελικός στην βάση της διάνοιας της πολιτικής ηγεσίας χαρακτήρας του που ανατρέπει κάθε επιστημονική προσέγγιση πολύ περισσότερο την απαιτούμενη σήμερα διεπιστημονική προσέγγιση. Το πρόβλημα γιγαντώνει  ο σαθρός εννοιολογικά χαρακτήρας του. Η χρήση μη επιστημονικών όρων που με ελαστικό (ενίοτε και με μεταφυσικό) τρόπο περιγράφουν ανελαστικές στην βάση της ίδιας της αντικειμενικής τους υπόστασης εκφράσεις οργανικής ή ανόργανης υλικής κληρονομιάς κατακλύζουν το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Μέσω των κρατικών χρηματοδοτήσεων και των λογής κρατικών πρότζεκτ διαχέει αυτό το πρόβλημα στις επιστημονικές προσεγγίσεις και στην κοινωνία ολόκληρη.  Είναι ένας νόμος που στην ουσία δεν καταφέρνει να εκπληρώσει ακόμα και τις ρητές επιταγές τους συντάγματος. Ορθότερα, είναι ένας νόμος που υπονομεύει αν όχι ανατρέπει τις συνταγματικές αρχές. Τα πάμπολλα παραδείγματα  ανατροπών, καταστροφών, και απαλλοτρίωσης αξιών με τρόπο κλιμακούμενο κατακλύζουν  τα ποικίλα οικοσυστήματα μας καθώς η διαρκώς αυξανόμενη συστημική περιπλοκότητα και η πίεση των σύγχρονων κοινωνικών “πολιτιστικών” αναγκών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εφαρμογή πολιτικών ουσιαστικής προστασίας της κληρονομιάς.

Η πολιτική ηγεσία με νομοσχέδιο για τα 5 μεγαλύτερα Μουσεία κάνει ξεκάθαρο ότι απαξιεί να επικαιροποιήσει την Μουσειολογική πολιτική με τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις. 

Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, Πράγα Σεπτέμβρης 2022. Τι είναι ένα μουσείο; Τα μέλη του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (Icom) στην Πράγα. Εκπρόσωποι από περισσότερα από 500 μουσεία παγκοσμίως ψήφισαν υπέρ του νέου ορισμού στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση της Icom στην πρωτεύουσα της Τσεχίας, με το 92% να ψήφισε υπέρ του νέου ορισμού. Περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, φράσεις όπως «συμμετοχικότητα», «προσβασιμότητα», «αειφορία» και «ηθική».

Πριν λίγο καιρό στην Πράγα η Έκτακτη Γενική Συνέλευση του ICOM[1] ενέκρινε την πρόταση για τον νέο ορισμό με 92,41% υπέρ μετά από μια συμμετοχική διαδικασία επιστημονικού διαλόγου σε διεθνές επίπεδο που διήρκεσε 18 μήνες. Ο νέος ορισμός είναι ξεκάθαρος:

«Το Μουσείο είναι ένα μη κερδοσκοπικό, μόνιμο ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας που ερευνά, συλλέγει, συντηρεί, ερμηνεύει και εκθέτει υλική και άυλη κληρονομιά. Ανοιχτά στο κοινό, προσβάσιμα και χωρίς αποκλεισμούς, τα μουσεία προάγουν την ποικιλομορφία και τη βιωσιμότητα. Λειτουργούν και επικοινωνούν ηθικά, επαγγελματικά και με τη συμμετοχή των κοινοτήτων, προσφέροντας ποικίλες εμπειρίες για εκπαίδευση, απόλαυση, προβληματισμό και ανταλλαγή γνώσεων».  

 Αν και ο νέος ορισμός δεν εγκατέλειψε την κυρίαρχη εγωκεντρική- ανθρωποκεντρική βάση θεώρησης της κληρονομιάς γίνεται φανερό πως ο νέος ορισμός αναγνωρίζει και δίδει βαρύτητα στη σημασία της ενσωμάτωσης, στην αναγκαιότητα της συμμετοχής της κοινότητας και της βιωσιμότητας. 

Διαβάζοντας την στοιχειοθέτηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου αλλά και επιστημόνων που συνδέονται εργασιακά με τις κρατικές πολιτικές, διαπιστώνουμε ότι κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Στην κατεύθυνση της απαλλοτρίωσης οικουμενικών αξιών και πολιτιστικών αγαθών εισάγοντας στην Μουσειακή πολιτική πρακτικές σε διεθνές επίπεδο ξεπερασμένες και στην πράξη αποτυχημένες. Αν οι πολιτικοί εισήγαγαν στην νομοθεσία τέτοιες Μουσειολογικές επιλογές την δεκαετία του 90 θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολουθούν την μόδα της εποχής. Σήμερα όμως ο ίδιος ο νέος επιστημονικός ορισμός έρχεται ως ανάγκη των καιρών να απαντήσει και να δώσει λύσεις στα τεράστια αδιέξοδα και στα συσσωρευμένα προβλήματα που έφεραν στα Μουσεία οι λανθασμένες επιλογές των προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, ο όρος “εκσυγχρονισμός” που χρησιμοποιεί ως στοιχειοθέτηση ο νομοθέτης δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας εκσυγχρονισμός με Μουσειολογικούς όρους αφού εισάγει οπτικές και πρακτικές σε διεθνές επίπεδο 20-30 χρόνια ξεπερασμένες. Στην ουσία, αυτό που προσπαθεί απεγνωσμένα να επιτύχει ο νομοθέτης είναι να μπαλώσει την γενική αποτυχία του αστικού κράτους να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους πόρους. Την ανικανότητα ακόμα να οργανώσει και να διαχειριστεί την απαιτούμενη διεπιστημονικότητα και την πολυπλοκότητα που επιβάλλουν οι σύγχρονες ανάγκες στα ζητήματα διαχείρισης της κληρονομιάς μεταφέροντας το κόστος στην κοινωνία και τις ευθύνες διαχείρισης σε τρίτους.   Όπως εύστοχα έχουν επισημάνει οι αρχαιολόγοι θεωρητικοί των κοινωνικών κρίσεων και καταρρεύσεων Tainter Joseph , Barta Miroslav κ.α.[2],[3],[4] σε περιόδους κορύφωσης των συστημικών κρίσεων οι κρατικές δομές οδηγούνται στο να μην μπορούν να διαχειριστούν την συνυφασμένη με τις περιόδους κρίσης διογκούμενη πολυπλοκότητα. Έτσι επιστρέφουν σε ιδεολογήματα και πρακτικές των πρώτων σταδίων της ύπαρξής τους ως δομές.  Δεν έχουν άδικο. Επιστρέφοντας στο σήμερα διαπιστώνουμε πως η σχέση μας με τα Μουσεία και την κληρονομιά κατά ένα παράδοξο τρόπο επιστρέφει σε εποχές πριν ακόμα και τον Καποδίστρια. Από την εποχή του Καποδίστρια έως τις μέρες μας τα μεγάλα Ελληνικά μουσεία συνδέθηκαν με τους θεσμούς της επιστημονικής αρχαιολογικής κοινότητας. Συνδέθηκαν ακόμα με την κοινωνική απαίτηση για ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ως ύψιστο αγαθό που δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο κερδοσκοπίας και συναλλαγών. Η ευρύτερη αυτή κοινωνική απαίτηση γίνεται αντιληπτή από τις παράλληλες και σε πολλά επίπεδα κοινές μουσειολογικές οπτικές στα πλαίσια του νέου Ελληνικού κράτους από την μια και της Κρήτης από την άλλη.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (στη Θεσσαλονίκη) και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (στην Αθήνα)

Το Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο όπως και τα άλλα μουσεία, ειδικά μάλιστα το μουσείο του Ηρακλείου συνδέθηκαν οργανικά  με την επιστημονική κοινότητα και τις όποιες κυρίαρχες κοινωνικές πολιτιστικές αναφορές.  Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η σχέση των δομών της αρχαιολογικής κοινότητας με τα μουσεία είναι οργανική. Αυτό προκύπτει τόσο από τον νέο πρόσφατα κυρωμένο  διεθνή επιστημονικό ορισμό για τα μουσεία όσο κυρίως από την διαμορφωμένη ιστορική σχέση της επιστημονικής αρχαιολογικής κοινότητας με τα μουσεία που θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί πια από μόνη της μέρος της κοινής μας κληρονομιάς. Παρά τις όποιες “παιδικές ασθένειες” μπορούμε να μιλάμε για ένα ζωντανό οργανισμό που διαπερνά πολυεπίπεδα μια στενή εγωκεντρική λιγότερο ή περισσότερο αγοραία έκθεση αντικειμένων “τέχνης” με κάποια ιδιαίτερη αρχαιολογική φόρτιση. Τα εκθέματα των Ελληνικών μουσείων και ειδικά των 5 μεγαλύτερων δεν έχουν ανάλογης ποιότητας εκθέματα με άλλα μεγάλα μουσεία του κόσμου. Τα  Ελληνικά μουσεία δεν έχουν απλά εκθέματα εκφράσεων αρχαίας ανθρώπινης τέχνης. Δεν έχουν αποκτηθεί μέσω καλών αγορών από συλλέκτες ή από ανάλογου χαρακτήρα “δωρεές”. Ενώ βάσισαν τις αρχικές τους επιδιώξεις στα ιδεολογικά προτάγματα των αποικιοκρατών στην πραγματικότητα μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από το μουσειολογικό υλικό προέρχεται από αποικιοκρατικές πρακτικές. Τα κορυφαία αυτά Ελληνικά μουσεία φυλάσσουν, μελετούν και εκθέτουν μέρος της κοινής μας πανανθρώπινης κληρονομιάς. Είναι διαχειριστές δηλαδή της πολιτιστικής κληρονομιάς  της χώρας  η οποία σύμφωνα και με το σύνταγμα ανήκει στην Ελληνική κοινωνία και ειδικά στις τοπικές κοινωνίες.  Στην διαδικασία αυτή ο ρόλος της Αρχαιολογικής υπηρεσίας είναι σημαντικότατος. Θα έλεγε κανείς ότι η σχέση αυτή τόσο με την Αρχαιολογική υπηρεσία όσο κύρια με τις τοπικές κοινωνίες  είναι οργανική- οντολογική και αυτό άσχετα αν οι ιστορικές παρεμβάσεις των πολιτικών ή των κυβερνήσεων δηλαδή του κράτους συστηματικά βίαζαν την σχέση αυτή.  Μέσω της μετατροπής σε επιχειρήσεις ανατρέπεται η συνταγματική εντολή για ισότιμη νομή των πολιτιστικών αυτών αγαθών. Τα κρατικά αυτά μουσεία είναι διαχειριστές και μελετητές της κοινής κληρονομιάς μας η οποία ανήκει πρώτα απ’ όλα στα δοσμένα φυσικά ιστορικά τοπία και στις τοπικές κοινωνίες, από τα οικοσυστήματα των οποίων, για χάρη της έρευνας και της αναπαραγωγής οικουμενικού χαρακτήρα αξιών έχουν αφαιρεθεί. Μάλιστα λόγω των οικουμενικού χαρακτήρα αναφορών τους ανήκουν με ισότιμο τρόπο όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό λαό μα και σε όλη την οικουμένη. Γίνεται φανερό ότι αυτού του χαρακτήρα η παραχώρηση και η χρήση της κληρονομιάς που δρομολογείται μέσω του νομοσχεδίου ακυρώνει την ισότιμη νομή επί των πολιτιστικών αγαθών, ακυρώνει όμως στην ουσία και την ανοιχτή δημοκρατική σχέση, στον ίδιο βαθμό που ακυρώνει την οργανική σχέση με τον επιστημονικό φορέα έρευνας και διαχείρισης. Άρα ακυρώνει και την ίδια την προστασία και την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία[5] ως τέτοια. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι στις μέρες μας τα μεγάλα ερευνητικά  κέντρα συλλογής, διαχείρισης και μελέτης πληροφοριών ολοένα και περισσότερο ασκούν διαφόρων ποιοτήτων πιέσεις για απαλλοτρίωση του ελεύθερου δικαιώματος πρόσβασης στις πληροφορίες και ειδικά στις πρωτογενείς πληροφορίες. Έχει έτσι  διαμορφωθεί ένα πολιτιστικό περιβάλλον κλιμακούμενης υπερσυσσώρεσης πληροφορίας σε ελάχιστα κέντρα .  

Οι μουσειακές δομές  με χαρακτήρα ΝΠΔΔ εξυπηρετούν με ιδανικό τρόπο αυτή την αρνητική τάση. Παράλληλα, μέσω τέτοιου εταιρικού χαρακτήρα Μουσειακές δομές, μεταλλάσσεται βίαια και η όποια αφηγηματική ικανότητα των μουσειακών μνημειακών συνόλων. 

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου και ελάχιστοι αρχαιολόγοι προβάλουν το επιχείρημα ότι η μετάλλαξη των Μουσείων σε ΝΠΔΔ εταιρείες θα βοηθήσει στην οικονομική ανεξαρτησία και την διαχειριστική αυτονομία. Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων απαξιούν να λάβουν υπόψη τους την διεθνή πείρα και την τραγική κατάσταση στην οποία εισήλθε μεγάλος αριθμός μουσείων στο πολύ πρόσφατο παρελθόν ακριβώς λόγω του εταιρικού χαρακτήρα τους. Επιπλέον, προσεγγίζουν τις Μουσειολογικές πρακτικές τελεολογικά, μη μπορώντας να αντιληφθούν την δυναμική ανάπτυξη των σύγχρονων μουσειολογικών προσεγγίσεων.  Τα νέα πεδία μουσειολογικής και πολιτιστικής  δημιουργίας όπως και εφαρμογή νέων τεχνολογιών απαιτούν πρακτικές πολυεπίπεδης σύζευξης και όχι την αυτονομία. Ακόμα όμως και μέσω των σημερινών πρακτικών οι υπερασπιστές τέτοιων απόψεων δεν εξηγούν πως ένα κορυφαίο νέο εύρημα θα μπορεί να περάσει στα 5 νέα εταιρικά μουσεία. Με αγορά;  Υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούν να εφαρμόσουν νέες πολύ ακριβές τεχνολογίες;

Μιλώντας για τα μεγάλα μουσεία της Ελλάδας δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι επιστήμονες της αρχαιολογικής υπηρεσίας και οι υπάλληλοι του Μουσείου ήταν εκείνοι που διέσωσαν την πολιτιστική μας κληρονομιά καθ’ όλη τη  διάρκεια του πολέμου. Στην ουσία το νομοσχέδιο αυτό βιάζει και ανατρέπει όλη αυτή την ιστορική οργανική- οντολογική σχέση.   

Άξιο προσοχής είναι το γεγονός πως από την πλευρά του νομοθέτη κανένα πρότζεκτ πλαν, καμία μελέτη επιπτώσεων δεν έχει παρουσιαστεί. Όμως ο ίδιος ο μνημειακός χαρακτήρας κυρίως του Εθνικού αρχαιολογικού Μουσείου και άλλων όπως αυτό του Ηρακλείου ή του Βυζαντινού Μουσείου της Θεσσαλονίκης επιβάλει κάτι τέτοιο τόσο με βάση τη λεγόμενη “κοινή λογική” όσο και από νομική άποψη.  Στην ουσία εκφράζει μια ιδεοληπτική και εγωκεντρική- ανθρωποκεντρική προσέγγιση βασισμένη στις επιλογές της ΕΕ που αποδεδειγμένα σε άλλα κράτη έχουν υποβαθμίσει αν όχι  ανατρέψει τον ρόλο των Μουσείων.  

Η νέα φυσική ιστορική εποχή της «Ανθρωποκαίνου»[6] ή το νέο σύγχρονο στάδιο της, αυτό της «μεγάλης επιτάχυνσης»  έχουν ορισθεί με τρόπο αυστηρό από τις φυσικές επιστήμες. Η νέα φυσική ιστορική εποχή στην οποία έχει εισέλθει το γήινο σύστημα ορίζεται στη βάση των σε παγκόσμιο επίπεδο συγχρονισμένων γεωστροματογραφικών, γεωχημικών και βιοχημικών δεικτών. Η νέα φυσική ιστορική εποχή μας όπου ο σύγχρονος ανθρώπινος πολιτισμός μας, οι κοινωνικοί μας σχηματισμοί έχουν συμβάλλει στην αλλαγή βήματος στο γήινο σύστημα έχουν προκαλέσει τον συγχρονισμό του φυσικού με τον ιστορικό χρόνο[7]. Η εξέλιξη αυτή αλλά και άλλες, αμφισβητούν είτε ανατρέπουν τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον πολιτισμό, το οικοσύστημα ως τέτοιο, τις περιοδολογήσεις του ιστορικού χρόνου αλλά και πολιτιστικές εκφράσεις όπως η κληρονομιά.  Ας σκεφτούμε ότι η επίδραση του πολιτισμού μας στα διαφορετικά οικοσυστήματα αφήνουν ανεξίτηλα αποτυπώματα στις υλικές σφαίρες του κόσμου μας. Η οποιαδήποτε αλλαγή στον μεταβολισμό του γήινου συστήματος, η οποιαδήποτε αλλαγή στο είδος και στην χρήση των πόρων αντανακλά διαφόρων ποιοτήτων αλλαγές στην υλική βάση του κόσμου μας. Όταν αυτό συμβαίνει τότε  μιλάμε με ασφάλεια για τις λεγόμενες “πολιτιστικές αλλαγές” ή καλύτερα για πολιτιστικές μεταβάσεις.  Σήμερα οι γενεσιουργές αιτίες που οδήγησαν το γήινο σύστημα πέρα από την “λεκάνη” της ολοκαίνου εντοπίζονται στις συνέπειες της κυρίαρχης σήμερα παραγωγικής διαδικασίας, στον τρόπο ακόμα λειτουργίας των κρατικών δομών και των κυρίαρχων εγωκεντρικών – ανθρωποκεντρικών προταγμάτων που με συντονισμένο σε παγκόσμιο επίπεδο τρόπο επέδρασαν και επιδρούν στο γήινο οικοσύστημα τα τελευταία 70 χρόνια. Η συνειδητοποίηση της οπτικής των φυσικών επιστημών για το γήινο σύστημα και εμμέσως για τον χαρακτήρα του πολιτισμού στον κόσμο μας δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους τους ανθρωπιστικούς και κοινωνικούς επιστήμονες. Η αλήθεια είναι πως στην μεγάλη πλειοψηφία τους ακόμα και οι αρχαιολόγοι, παλαιοντολόγοι, ανθρωπολόγοι κ.λπ. παρόλο που εντάσσουν τα διαφόρων ποιοτήτων σκληρά στοιχεία από την στρωματογραφία, τα γεωχημικά ή βιοχημικά δεδομένα στις προσεγγίσεις τους, συνεχίζουν να εμμένουν στις ανθρωποκεντρικές ή ηθικολογικές προσεγγίσεις τους. Αν και ο νέος διεθνής όρος για το τι είναι Μουσείο καταδεικνύει ξεκάθαρα τον μη συμβατό  με τις σύγχρονες μουσειολογικές προσεγγίσεις χαρακτήρα των εταιρικών ΝΠΔΔ μουσείων εντούτοις δεν κατάφερε να ενσωματώσει τα σύγχρονα συμπεράσματα των φυσικών επιστημών. Η προσέγγιση του νέου ορισμού για το τι είναι μουσείο συνεχίζει να εδράζεται όπως και ο προηγούμενος ορισμός στις ανθρωποκεντρικές ή στην καλύτερη περίπτωση στις κοινωνιοκεντρικές κοσμοαντιλήψεις. 

Μέσα όμως  από μια μη ανθρωποκεντρική αλλά οντολογική προσέγγιση του πολιτιστικού αναπτύγματος και της κληρονομιάς μας αναδεικνύεται ο καταστροφικός και σκοταδιστικός χαρακτήρας  των πολιτικών επιλογών σε σχέση με την κληρονομιά. Ως παράδειγμα ας δούμε τις κεντρικές πολιτικές και  αποφάσεις σε σχέση με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Όπως είπαμε, η μετατροπή σε ΝΠΔΔ στην ουσία απαλλοτριώνει κινητά στοιχεία κληρονομιάς πρώτα απ’ όλα από τα φυσικά ιστορικά τοπία και τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες έχουν αναφορά. Η παρουσία των στοιχείων αυτών της αρχαιολογικής κληρονομιάς μας στο Εθνικό μουσείο στον έναν ή στον άλλο βαθμό εκφράζει την οργανική σχέση των δοσμένων φυσικών ιστορικών τοπίων και των τοπικών κοινωνιών  με το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας. Μια οργανική σχέση που μέσω της επιστημονικής κοινότητας που τα διαχειρίζεται (εν δυνάμει και κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις ) δημιουργεί ανώτερες πολιτιστικές αξίες.  Αν και η σημερινή κατάσταση (με ευθύνη του κράτους) δεν είναι ιδανική ως προς την λειτουργία αυτή, η μετατροπή του ΕΑΜ σε ΝΠΔΔ μεταλλάσει ριζικά και βίαια το πολιτιστικό περιβάλλον.  Αυτό, καθώς ανατρέπεται η οργανική σχέση σύνδεσης του ΕΑΜ και της επιστημονικής κοινότητας που διαχειρίζεται την κληρονομιά των διαφορετικών φυσικών ιστορικών τοπίων και τοπικών κοινωνιών. Έτσι τα πολιτιστικά αυτά αρχαιολογικού χαρακτήρα αγαθά μεταλλάσσονται σε αντικείμενα αρχαίας τέχνης ανάλογα με εκείνα που κοσμούν τα αποικιοκρατικά μεγάλα μουσεία του κόσμου. Μεγάλοι χαμένοι οι ξεχωριστοί και μοναδικοί τόποι της Ελλάδας από τους οποίους οι θεσμοί και η επιστήμη ως τέτοια έχουν δανειστεί τα εκθέματα. Αν κάτι για την επιστήμη και την οικουμένη ως οργανική ενότητα είναι θεμελιώδες για την παραγωγή νέας γνώσης και πολιτιστικών αξιών αυτό είναι η δυνατότητα της βέλτιστης επιστημονικής διαχείρισης του υλικού και της ελεύθερης πρόσβασης και έρευνας στα πολιτιστικά αγαθά όλων των ποιοτήτων. Η όποια μουσειακή ανάδειξη και προστασία της κληρονομιάς διαθλάται πάντα από το επίπεδο της επιστημονικής διαχείρισης και από την οργανικότητα της σχέσης με τα φυσικά ιστορικά τοπία με τα οποία τα δοσμένα κινητά μνημεία έχουν αναφορά.  Η μετατροπή του ΕΑΜ σε ΝΠΔΔ δομή επιστρέφει τις πρακτικές προστασίας της κληρονομιάς στα επίπεδα  πριν την δημιουργία του ΕΑΜ δηλαδή 200 χρόνια πίσω. Ήταν η εποχή που οι “αρχαιολάτρες” οι λάτρεις της “ανωτερότητας του αποικιοκράτη λευκού άνδρα” αναζητούσαν “ευρήματα”  για αναπαραγωγή οικονομικών αξιών μέσω αγοραπωλησιών και εκθέσεων. Είναι φανερό ότι το σύγχρονο αστικό κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί την αυξανόμενη πολυπλοκότητα που επιβάλλουν οι σύγχρονες μουσειολογικές απαιτήσεις. Δεν μπορεί να διαθέσει ούτε τους πόρους ούτε την απαιτούμενη ενέργεια. Αυτή είναι η βαθιά αιτία που οδηγείται σε  επιλογές που χαρακτήρισαν τις πρώτες μέρες της υπάρξής του. Είναι δηλαδή στην σημερινή κρισιακή κατάσταση ευκολότερο “να βγει στην παγανιά” για χορηγούς στους πλέον επικερδείς τομείς της διεθνοποιημένης οικονομίας (στους τομείς δηλαδή των εξοπλισμών, ασφάλειας και στρατηγικών πρώτων υλών). 

Αυτές οι δομικού χαρακτήρα μεταλλάξεις του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του χαρακτήρα διαχείρισης της κληρονομιάς συνθέτουν μια μόνο έκφραση των ραγδαίων αλλαγών και μεταλλάξεων που κατακλύζουν τα οικοσυστήματα που λειτουργούμε. Τις παραπάνω κεντρικές επιλογές που λίγο ή πολύ αποτελούν σταθερή πολιτική του κράτους τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια συμπληρώνουν οι κεντρικές επιλογές σε σχέση με το ίδιο το ΕΑΜ ως μνημείο. Δεν αμφισβητείται από κανένα ότι το ΕΑΜ είναι ένα από τα κορυφαία μνημεία. Η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας να μεταλλάξει το πολιτιστικό ιστορικό περιβάλλον που χαρακτήρισε ιστορικά το μνημειακό αυτό σύνολο ανατρέπει – μεταλλάσσει τον ίδιο τον χαρακτήρα το μνημείου. Το ΕΑΜ δεν αποτελεί τυχαία συγκέντρωση ανόργανης ύλης στον χώρο. Συνδέεται με τις πολιτιστικές αναφορές όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδας. Αν και συνθέτει αναπόσπαστο μέλος της κληρονομιάς των Ελλήνων, η πολιτιστική του αναφορά διαπερνά τα στενά κρατικά όρια. Ο μνημειακός του χαρακτήρας είναι αδιαπραγμάτευτος και εφόσον ο χαρακτήρας του είναι τέτοιος δεν μπορεί να ανατραπεί η ιστορική σχέση του με το πολιτιστικό περιβάλλον και το οργανικό ή ανόργανο οικοσύστημα με το οποίο αποτελεί αδιάσπαστη οργανική ενότητα.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως  κυρίως το Αθηναϊκό οικοσύστημα χαρακτηρίζεται σήμερα από την “ανθρωπόκαινη” μετάλλαξή του. Από στρωματογραφική, γεωχημική και βιοχημική άποψη φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ανθρωποκαίνου φυσικής ιστορικής εποχής. Οι συνέπειες των παραπάνω  ραγδαίων αλλαγών δρομολογούν δομικού χαρακτήρα αλλαγές τόσο στο πολιτιστικό ανάπτυγμα όσο και στον οργανικό κόσμο μας καθώς ποικίλου χαρακτήρα μεταλλάξεις κατακλύζουν τις φυσικές  ψυχοκοινωνικές και ψυχοσωματικές διαδικασίες. Λόγω των πολιτιστικών μας πιέσεων η ζωή ως τέτοια, η βιολογία δηλαδή όλων των ζωντανών μορφών μεταλλάσσεται. Η ανόργανη νεκρή ύλη κατακλύζει τα οικοσυστήματά μας, επιδρώντας με καταστροφικό τρόπο στην ίδια τη ζωή και στον πολιτισμό. Πέρα από την ανατροπή της κληρονομιάς μας τα μεταλλαγμένα αυτά οικοσυστήματα επιδρούν αρνητικά στα εκατομμύρια των ανθρώπων που ο κοινωνικός μας σχηματισμός έχει συσσωρεύσει σε τόσο μικρό χώρο. Έτσι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό το οικοσύστημα που ζούμε και λειτουργούμε αντανακλάται στις κοσμοαντιλήψεις μας και στις συμπεριφορές μας, δηλαδή στο πολιτιστικό περιβάλλον μας. Αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ζωή ως τέτοια αλλά και τον πολιτισμό. Έτσι, με τρόπο αναδρομικό, οι εγωκεντρικές, ανθρωποκεντρικές και στην καλύτερη περίπτωση οι κοινωνιοκεντρικές κοσμοαντιλήψεις μας, βιάζουν κάθε τι ζωντανό και διαφορετικό ανατρέποντας την αναγκαία για την φυσική εξέλιξη της ζωής απαιτούμενη πολυπλοκότητα. Με άλλα λόγια, τα οικοσυστήματα που ζούμε, που λειτουργούμε και συνδιαμορφώνουμε, καθορίζουν τις όποιες επιλογές μας.  Από αυτή την άποψη το μπετόν στην Ακρόπολη των Αθηνών, η καταστροφή χιλιάδων φυσικών ιστορικών τοπίων ανά την Ελλάδα από βιομηχ. ΑΠΕ έως την ανατροπή του μνημειακού συνόλου του ΕΑΜ  και των άλλων μεγάλων μουσείων της χώρας, προβάλει ως λογική εξέλιξη.

Στις μέρες μας η απαιτούμενη συνθετότητα στην διαχείριση των φυσικών και των πολιτιστικών αξιών δεν έχει που να βασιστεί πέρα από τις όποιες διαφορετικές πολιτιστικές μας αναφορές, που σήμερα λόγω της ανάπτυξης του πολιτισμού δεν συνδέονται  πια αποκλειστικά και μόνο με τα οικοσυστήματα που ζούμε. 

Manolis Klontzas, Αρχαιολόγος

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
OUR WORLD HERITAGE GR

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] icom.museum

[2] Tainter, Joseph A. (1988). The collapse of complex societies. Cambridge: Cambridge University Press.

[3] Diamond, Jared. (2005). Collapse: How societies choose to fail or succeed. New York: Penguin Books.

[4] Miroslav Bárta,  (2019) Analyzing Collapse: The Rise and Fall of the Old Kingdom
The AUC History of Ancient  Egypt. American University in Cairo Press

[5] Klontzas, M: Η νέα φυσική-ιστορική εποχή της “Ανθρωποκαίνου” επιβάλει ποιοτικά νέες πρακτικές imerodromos.gr

[6] Κλώντζα Β.- Κλώντζας Μ.  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ- Το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα δεν θα βγει από τη γη. Εκδ. ΑΤΕΧΝΩΣ, ΑΘΗΝΑ 2020

[7] Chakrabarty, D. (2009). The climate of history: Four theses. Critical Inquiry, 35, 197–222. Doi.org/10.1086/596640.

Σχετικά θέματα

Απόψεις