Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Πεζογραφικός Μονόλογος επί Σκηνής

Σάμιουελ Μπέκετ, «Το ηρεμιστικό». Σκηνοθεσία: Άσπα Τομπούλη. Θεατρική Εταιρεία Όψεις - Θέατρο Φούρνος.

Οι πρόζες του Σάμιουελ Μπέκετ ανοίγουν εξίσου με τα δραματικά του κείμενα σε έναν κόσμο του ανοίκειου, διαποτισμένου, ωστόσο, από..

Οι πρόζες του Σάμιουελ Μπέκετ ανοίγουν εξίσου με τα δραματικά του κείμενα σε έναν κόσμο του ανοίκειου, διαποτισμένου, ωστόσο, από ρεαλιστικές αναφορές, γεγονός που πιστοποιεί τη μυθοπλασία ως έναν εναλλακτικό τού πραγματικού κόσμο.

Η συλλογή τεσσάρων διηγημάτων του, μεταξύ των οποίων και το «Ηρεμιστικό», γράφτηκαν το 1946 στα γαλλικά και εκδόθηκαν το 1954. Στα ελληνικά συμπεριλαμβάνονται στον τόμο «Πρόζες 1945-1980» των εκδόσεων Πατάκη, σε μετάφραση Εριφύλης Μαρωνίτη. Την εύστοχη αυτή μετάφραση χρησιμοποιεί για την παράστασή της η Άσπα Τομπούλη, επιλέγοντας την μονολογική αφήγηση ενός άνδρα, αγνώστων στοιχείων, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φθορά του σώματός του, τον φόβο του επερχόμενου θανάτου του. Αποφασίζει, έτσι, να διηγηθεί στον ίδιο του τον εαυτό μια ιστορία που θα λειτουργήσει ως «ηρεμιστικό» του.

Η ιστορία μιας περιπλάνησης

Στην «ιστορία» του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι του, να περιπλανηθεί σε μια πόλη ‒η οποία πιθανότατα δεν είναι η δική του‒ να ανατρέξει στην παιδική του ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χρησιμοποιεί πράγματι τη μνήμη του ή, αντίθετα, επίπλαστες αναμνήσεις, καταγράφει την έρημη, νυχτερινή πόλη και, προς το τέλος, τη συνάντησή του με κάποιους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και κάποιον που θα του δώσει ένα μπουκαλάκι με ηρεμιστικό με αντάλλαγμα ένα του φιλί.

Στις περιπλανήσεις του αναζητεί την Πύλη που βγάζει προς τη θάλασσα, αφού η πόλη της παιδικής του ηλικίας είχε τείχη και μια Πύλη. Ωστόσο, είτε η μνήμη δεν βοηθά να περιηγηθεί στα μέρη που αναζητά είτε η ιστορία που κατασκευάζει δημιουργεί κενά, καθιστώντας την ίδια την αναζήτηση χωρίς επιθυμητή έκβαση. Αυτό που μένει είναι η ίδια η περιπλάνηση, το ταξίδι μέσω της αφηγηματικής πράξης.

Η μεταφορά ενός πεζογραφικού έργου στη σκηνή, επιζητά πρώτιστα την κατάλληλη δραματουργική επεξεργασία, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικά συστήματα, τα οποία υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες και κώδικες. Η πρωτοπρόσωπη  αφήγηση, γραμμένη για να διαβαστεί, διαφέρει από τον θεατρικό μονόλογο, γραμμένο για να ακούγεται.

                       Διασπώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση

Η Άσπα Τομπούλη, που σκηνοθετεί το κείμενο, επιλέγει να μοιράσει το πρόσωπο του αφηγητή σε δύο ηθοποιούς, έναν άνδρα και μια γυναίκα, που θα εκφέρουν εναλλάξ την αφήγηση ή, σε κάποια σημεία, επαναλαμβάνοντας ο ένας τον λόγο του άλλου. Όμως, δεν είναι σαφές με ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός του λόγου σε δύο αφηγηματικές φωνές: στην αφηγηματολογία ‒η οποία μπορεί να δώσει τα κατάλληλα εργαλεία για τυχόν κατάτμηση του υποκειμένου της αφήγησης‒ υπάρχει η διάκριση των αφηγηματικών φωνών από τη στιγμή που θα εντοπιστεί διάσπαση του υποκειμένου της αφήγησης και, κυρίως διάκριση των αφηγηματικών οπτικών, όταν η εστίαση διαφοροποιείται. Επιπλέον, ρόλο παίζει η αφηγηματολογική κατηγορία του χρόνου. Πρόκειται για εργαλεία που βοηθούν αποτελεσματικά στη μετάπλαση στου αφηγηματικού κειμένου σε δραματικό μονόλογο και καθορίζουν τον ρόλο που μπορεί να αναλάβει μια δεύτερη αφηγηματική φωνή.

Δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποια συνεπής επεξεργασία στο επίπεδο αυτό. Γεγονός που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο δεύτερος ηθοποιός, ενώ εμφανίζεται ως το άλλο «εγώ» του αφηγητή, στη συνέχεια αναλαμβάνει τους ρόλους των άλλων προσώπων που ο αφηγητής συναντά στην περιπλάνησή του, κάτι που συσκοτίζει την αρχική του υπόσταση.

Αισθητικό γεγονός

Αν, ωστόσο, παραβλέψουμε τα παραπάνω, όπως και το γεγονός ότι ανά στιγμές, η παράσταση δεν διαφέρει από ωραία «ανάγνωση» αναλογίου του διηγήματος εντός σκηνικού περιβάλλοντος, αφενός η σκηνική διευθέτηση και εν γένει η επιβλητική σκηνογραφία και τα εμπνευσμένα κοστούμια της Μαρίας Καραθάνου, αφετέρου οι ήχοι και οι επιτυχημένες προβολές εικόνων του Διονύση Σιδηροκαστρίτη, στη συνέχεια οι καταπληκτικοί, επιβλητικοί φωτισμοί του Αποστόλη Τσατσάκου και, τέλος, οι καθηλωτικές ερμηνείες των δύο ηθοποιών Δέσποινας Σαραφείδου και Σπύρου Βάρελη, δημιουργούν ένα υψηλής αξίας αισθητικό γεγονός.

Ο μικρός σκηνικός χώρος του Θεάτρου «Φούρνος» αξιοποιήθηκε και αναδείχτηκε με τον καλύτερο τρόπο: το μέσα (με τα παράθυρα του βάθους πίσω από τα οποία εμφανίζονται αρχικά οι δύο μορφές) σε αντιπαράθεση με το έξω υπό τους χρωματισμούς του ημίφωτος που δημιουργεί φαντασιακούς χώρους, οι προβολές που δίνουν υπόσταση σε αποσπασματικές εικόνες της αφήγησης, τα περίτεχνα ίδια αλλά διαφοροποιημένα κοστούμια, τα προσεγμένα σκηνικά αντικείμενα, όλα αυτά συντελούν στη δημιουργία ενός σκηνικού τοπίου του υποσυνείδητου του αφηγητή. Το φινάλε, με τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν να πέφτουν ως εικόνες, μέσω προβολής, παραπέμπουν εμφανώς σε σουρεαλιστικούς πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ, συγχέοντας το πραγματικό με το ονειρικό, θέτοντας σε αμφισβήτηση το αληθές της όλης εμπειρίας του προσώπου.

Εξαιρετική η Δέσποινα Σαραφείδου με εκφορά λόγου ιδανική για αφηγηματικό κείμενο, λόγο καθαρό που συνοδευόταν από μια έντονη εκφραστική του προσώπου με τα εύγλωττα μάτια, κάτω από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Αντάξιος συνομιλητής της ο Σπύρος Βάρελης με εξίσου σαφή εκφορά λόγου, πρόσωπο-προσωπείο και τη γνωστή κινησιολογική του επιδεξιότητα. Δυο μορφές αυθεντικά μπεκετικές, ένας Εστραγκόν και ένας Βλαντιμίρ, με ελαφρύ δάνειο από τον Μπάστερ Κήτον από εκείνη τη σύντομη ταινία του 1965, σε έργο του Μπέκετ, με τίτλο «Film», σε σκηνοθεσία Alan Schneider.

Μια εικαστικής τελειότητας παράσταση με δύο άψογους ερμηνευτές.

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Χρήστου Συμεωνίδη.

* Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Απόψεις