Η ιστορία του «μυθικού» πλέον πλοίου Ματαρόα είναι γνωστή. Παραμονές του εμφυλίου, στις 22 Δεκεμβρίου 1945, ο φιλέλληνας διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας Οκτάβιος Μερλιέ και ο υποδιευθυντής Ροζέ Μιλλιέξ φυγαδεύουν, με προορισμό το Παρίσι, 125 νέους καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων με το βρετανικό πλοίο Ματαρόα, για να τους γλιτώσουν από την επικείμενη «λευκή τρομοκρατία». Στην πλειοψηφία τους ήταν φιλοαριστεροί και μέλη του ΚΚΕ, χωρίς να λείπουν και κάποιοι γόνοι εύπορων οικογενειών. Στην πλειοψηφία τους, επίσης, είχαν λάβει γαλλικές υποτροφίες, αναδεικνυόμενοι αργότερα σε πνευματική ελίτ Ελλήνων προσφύγων στην γαλλική πρωτεύουσα. Όπως έγραφε πολύ αργότερα για εκείνα τα χρόνια η Μιμίκα Κρανάκη, μία από τους επιβάτες του Ματαρόα: «Δεν με χωράει πια ο τόπος. Θα φύγω. Θέλω να αλλάξω παρελθόν, να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Τους τρέμω τους συνέλληνες».
Ογδόντα χρόνια μετά, το μουσικοθεατρικό έργο Ματαρόα στον ορίζοντα, σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή και κείμενο της Έλσας Ανδριανού, χρησιμοποιεί το θρυλικό όνομα του Ματαρόα ως μέσο εξόδου και λύτρωσης κάποιων σύγχρονων νέων ανθρώπων που έχουν βιώσει την πλήρη ματαίωση κάθε ονείρου τους, προσβλέποντας, μέσω της φυγής τους, σε ένα διαφορετικό μέλλον από αυτό που τους επιφυλάσσει η παραμονή τους εδώ, ένα μέλλον ίσων ευκαιριών, ανάδειξης των ικανοτήτων τους, ουσιαστικής ελευθερίας. Ανθρώπων που μεταναστεύουν σήμερα για οικονομικούς λόγους με ένα πλοίο, όπως έκαναν τον 20ό αιώνα οι προπάπποι τους· ανθρώπων που, ως διωκόμενοι πρόσφυγες, αναμένουν μια βάρκα ως το δικό τους «Ματαρόα».
Νέοι άνδρες και νέες γυναίκες, ντυμένοι ευπρεπώς, αλλά όλοι σε διαβαθμίσεις του γκρίζου, πασπαλισμένοι με τη σκόνη του χρόνου αναμονής επάνω τους, περιμένουν σε μια προβλήτα «εκείνο» το πλοίο που θα τους πάρει μακριά. Μπροστά τους, χάρτινα κυματάκια της θάλασσας, φωτισμένα γαλάζια, έρχονται σε αντιπαράθεση με τους γκρίζους, ομιχλώδεις φωτισμούς της προβλήτας, όπως τους έχει σχεδιάσει επιτυχώς ο Νίκος Βλασόπουλος, αναδεικνύοντας το σκηνικό και τα προσεγμένα στη λεπτομέρεια σύγχρονα κοστούμια του Κέννυ ΜακΛέλλαν.
Σε αυτή την προβλήτα, ένα κατώφλι μεταξύ του ασφυκτικού εδώ και του απελευθερωτικού εκεί, όπου θα τους οδηγήσει το πλοίο, τα άτομα μοιάζουν ακινητοποιημένα: οι προσδοκίες φυλλοροούν, το πλοίο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, η ιστορική μνήμη εισβάλλει στον κατακερματισμένο λόγο τους: «εκείνο» το πλοίο που δεν ονοματίζεται ποτέ θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και, μαζί με αυτό, η προσπάθεια ανασύστασης των ιστορικών κενών. Τι έγινε τότε; Ποια ήταν ακριβώς τα γεγονότα; Γιατί έρχεται στο στόμα εκείνο το τραγουδάκι για τον στρατηγό Σκόμπι; Ή αναγνωρίσιμες ανολοκλήρωτες μελωδίες όπως το «Ήταν ένα μικρό καράβι», «Χιόνια στο καμπαναριό» και άλλα από το αντάρτικο ρεπερτόριο; Πώς δημιουργείται η διαλεκτική παρόντος και παρελθόντος, αναμονής και απόδρασης; Όπως σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης -σε ένα εξαιρετικό κείμενο- ο Χαράλαμπος Γωγιός, παραθέτοντας τον Λακάν, «Η ιστορία δεν είναι το παρελθόν· είναι η παρούσα σύνθεση του παρελθόντος, το παρελθόν στον βαθμό που ιστορικοποιείται στο παρόν».
Οι δέκα ηθοποιοί, μαζί με μια παράξενη γυναίκα στο λιμάνι, η οποία παρεμβαίνει ανά διαστήματα «διορθωτικά» (Αγγελική Στελλάτου), εκφέρουν τον αποσπασματικό λόγο τους είτε πολυφωνικά είτε ανά μονάδες, ακολουθώντας την ιδιαίτερη μετατονική, μινιμαλιστική ζωντανή μουσική των Νίκου Κυπουργού και Θοδωρή Αμπαζή, δίνοντας έμφαση στην ηχητικότητα των λέξεων. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν τόσο τα παραγλωσσικά σημεία όσο και τα εξ ίσου ρυθμικά, αν και άηχα, κινησιολογικά σημεία, δημιουργώντας μια, σε διαρκή κίνηση-μετακίνηση σωμάτων, χειρονομιών, εκφράσεων, χορογραφία που δίδαξε η Σταυρούλα Σιάμου. Οι δέκα καρέκλες, μοναδικά σκηνικά αντικείμενα, θα αλλάζουν διαρκώς θέσεις, δημιουργώντας ευθείες, κύκλους, άτακτες τοποθετήσεις μέσα στον χώρο, ανάλογα με την συναισθηματική εναλλαγή των προσώπων.
Μεταξύ των νέων ένας μεσήλικας (Δημήτρης Ξανθόπουλος) διαφοροποιείται αισθητά από τις αγωνίες εκείνων. Ο ρόλος του θα αποκαλυφθεί όταν ένας άλλος συνομήλικός του (Μανώλης Μαυροματάκης) εμφανιστεί ξαφνικά. Εδώ, το κείμενο αποκτά μια πιο διαλογική, ρεαλιστική μορφή: ο τελευταίος υπήρξε ένας από τους επιβάτες εκείνου του μυθικού Ματαρόα, ο άλλος, τότε συμπολεμιστής του, αποδείχτηκε γιος δωσίλογου και αποκλείστηκε από το ταξίδι. Και έκτοτε, έρχεται στην προβλήτα, αναμένοντας το πλοίο που θα τον πάρει μακριά, χωρίς ποτέ να φεύγει. Στασιμότητα του ενός, κινητικότητα του άλλου, ένας ακόμη διάλογος όπου το δίπολο κίνηση-ακινησία στον χώρο μετατρέπεται σε δίπολο παροντικού-παρελθοντικού χρόνου.
Είναι οι δύο αυτοί άντρες που για πρώτη φορά σε όλο το έργο θα προφέρουν το όνομα του πλοίου «Ματαρόα», οδηγούμενοι ταυτόχρονα και σε μια συμφιλιωτική απελευθέρωση από το παρελθόν τους. Δραματουργικά, το τελευταίο αυτό διαλογικό μέρος, στερούμενο εν πολλοίς και μουσικής συνοδείας, ίσως έχει περισσότερη διάρκεια από όση θα έπρεπε, καθώς υπάρχουν επαναλήψεις και άσκοπη καθυστέρηση για να αναδειχθεί το ζητούμενο.
Να σημειωθεί ότι η έρευνα της Ελίτας Κουνάδη, η οποία συνεργάστηκε και στη δραματουργία, ήταν εξονυχιστική, ώστε να ενσωματωθούν στο κείμενο της Ανδριανού, με συχνά μη αναμενόμενο τρόπο, ενδιαφέροντα όσο και σημαντικά ιστορικά στοιχεία.
Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή δημιουργούσε εικαστικές εικόνες με τους εξαιρετικούς νέους, ως επί το πλείστον, ηθοποιούς να αφομοιώνουν και σωματικά τη μουσικότητα του λόγου, δημιουργώντας απόλυτα συντονισμένα σύνολα. Μια παράσταση-πρόταση ενός σύγχρονου μουσικού θεάτρου, ένα είδος στο οποίο έχει ήδη εμβαθύνει ο Θοδωρής Αμπαζής και με προηγούμενες σκηνικές καταθέσεις του.
Πλην των προαναφερθέντων, έπαιζαν, αλφαβητικά, οι ηθοποιοί: Γιάννης Εγγλέζος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Ελίτα Κουνάδη, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Βασίλης Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Περικλής Σιούντας και Αντιγόνη Φρυδά.
Η παράσταση είναι συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο.
Οι φωτογραφίες είναι του Ανδρέα Σιμόπουλου.
*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.