Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Σύγχρονος ρομαντισμός

Το επιστολογραφικό μυθιστόρημα «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» (Άγρα, 1994), γραμμένο από τον νεαρό Γκαίτε (1749-1832) μέσα σε τρεις μήνες..

Το επιστολογραφικό μυθιστόρημα «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» (Άγρα, 1994), γραμμένο από τον νεαρό Γκαίτε (1749-1832) μέσα σε τρεις μήνες (Φεβρουάριος -Απρίλιος 1774) στηρίζεται, όπως είναι γνωστό, σε εμπειρίες που απέκτησε ο συγγραφέας κατά τη διαμονή του στο Wetzlar όπου, έχοντας ολοκληρώσει τις νομικές του σπουδές, θα γραφτεί στο «αυτοκρατορικό δικαστήριο».

Σε αυτή την επαρχιακή πόλη θα γνωρίσει πρόσωπα ή θα βιώσει καταστάσεις που αποτελούν το υλικό για το μυθιστόρημά του όπως ο δικός του έρωτας για τη Λόττε, μνηστή του φίλου του, που θα λήξει με την προσωρινή του αναχώρηση από το Wetzlar και αναπαράγεται στο πρώτο μέρος του έργου του ˙ ή η περίπτωση ενός νεαρού γνωστού του (του Jerusalem) και του αδιέξοδου έρωτά του για μια παντρεμένη γυναίκα (την Elisabeth Herd) έρωτας που, αυτόν, θα το οδηγήσει πράγματι στην αυτοκτονία, όπως ακριβώς περιγράφεται και δίνει τέλος στο μυθιστόρημα το Γκαίτε.

Θεατρική πρόκληση

Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα του γερμανικού ρεύματος «Θύελλα και ορμή» έχει χαρακτηριστεί από την γαλλική, κυρίως, διανόηση, ως αντιπροσωπευτικό του ρομαντισμού. Ανεξάρτητα αν ο Βέρθερος (που το όνομά του σημαίνει «προσφιλέστατος») αποτελεί την τυπική μορφή του μελαγχολικού, πάσχοντος από ανικανοποίητο έρωτα νέου ή εκείνου που νιώθει ότι συνθλίβεται από τις κοινωνικές συμβάσεις, επιλέγοντας την αυτοκτονία ως πράξη ελευθερίας, δεν παύει να αποτελεί θελκτικό ήρωα για τη θεατρική σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Έτσι, έχει γνωρίσει διασκευές, ποικίλες σκηνικές προσεγγίσεις διαφορετικών σκηνοθετικών τάσεων.

foto-vertheros-2-alex-diamantis-gkete-simio

Ο νεαρός Αλέξανδρος Διαμαντής (γεν. 1994), προερχόμενος από τον χώρο της θεωρίας των Καλών Τεχνών, διάβασε το μυθιστόρημα και την αυτοκτονία του ήρωα ως κάλεσμα προς την απόλυτη ελευθερία και την έως τέλους συνέπεια στις επιλογές: ο Βέρθερος αυτοκτονεί από τη στιγμή που δεν μπορεί να μεταπλάσει σε πραγματικότητα τη φαντασία ή, καλύτερα, τη βούλησή του.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Α. Διαμαντής διασκευάζει με προσοχή -και δίχως να προδώσει το μυθιστόρημα- σε δραματουργικό κείμενο, βασιζόμενος στη ρευστή μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη και συγκεντρώνοντας για τους ρόλους νέους, σχεδόν συνομηλίκους των ηρώων, ηθοποιούς. Βάζοντας έτσι ένα σοβαρό στοίχημα και κερδίζοντάς το.

Και αυτό διότι, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις της αθηναϊκής σκηνής όπου, οπλισμένος κανείς με όση καλή διάθεση διαθέτει απέναντι σε νέους, δοκιμάζεται από την απουσία τεχνικής και παιδείας τους , εδώ, ένα σύνολο οκτώ νέων ηθοποιών υπηρετούν με συνέπεια τους ρόλους που ανέλαβαν. Χωρίς αυταρέσκεια, με παίξιμο λιτό που μπολιάζεται, ανά διαστήματα, με εύστοχα κωμικές αλλά διακριτικές νότες που αποκαλύπτουν την παιδιά της ηλικίας πίσω από βαρυσήμαντες καταστάσεις, ακόμη και τη νεανική αφέλεια, ο θίασος υπηρέτησε το κείμενο και τις συχνά μακροσκελείς φιλοσοφικές τοποθετήσεις των ηρώων με υποκριτική ωριμότητα αλλά και φρεσκάδα.

Νεανική ενέργεια

Τον κεντρικό ρόλο του Βέρθερου, που αναγκαστικά δίνει το στίγμα στην παράσταση, ερμήνευσε ο Γιώργος Γογώνης, ένας νέος με σύγχρονο παρουσιαστικό (κούρεμα, γενάκια, στάσεις του σώματος και μελετημένη κινησιολογία) ο οποίος, εκφέροντας τον λόγο ενός προσώπου του 18ου αιώνα, το καθιστούσε σύγχρονο, σαν να τον εξέφερε κάποιος από τους φοιτητές μας στην παρέα του. Συχνά μόνος και μονολογών επί σκηνής, διέθετε κινησιακή ενέργεια και αυξομειούμενες εντάσεις χωρίς ούτε στιγμή (πλην μιας) να ξεφύγει σε φωνητικές υπερβολές και τις συνήθεις κραυγές που πολλοί νέοι ηθοποιοί χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τα έντονα συναισθήματά των ρόλων τους με αποτέλεσμα να καθιστούν τον λόγο ασαφή.

Αυτό, άλλωστε, ήταν και το θετικό της παράστασης και της σκηνοθετικής διδασκαλίας της: ούτε στιγμή οι ηθοποιοί δεν ξέφυγαν από τις θεατρικά επιτρεπόμενες εντάσεις φωνής, έχοντας επίγνωση του χώρου και της ακουστικής του αλλά και του εσωτερικού ρυθμού του κειμένου.

Θα αναφέρω ειδικά την Βερονίκη Κυριακοπούλου στον ρόλο της Λόττε όχι μόνον διότι διαθέτει μια ωραία και ευαίσθητη σκηνική παρουσία αλλά κυρίως για το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της που έδινε μια σπάνια ποιότητα στο πρόσωπο που ερμήνευε. Μνεία επίσης θα πρέπει να γίνει στη Νόρα Πάντου η οποία, αν και ανέλαβε δύο διαφορετικούς αντρικούς ρόλους, τους ερμήνευσε με πλήρη πειστικότητα χωρίς να αλλοιώσει το φωνητικό της εργαλείο με ψεύτικες απομιμήσεις, μόνο παίζοντας με τους επιτονισμούς και τη χροιά της φωνής της.

foto-vertheros-3-alex-diamantis-gkete-simio

Ωστόσο, και οι υπόλοιποι νεαροί ηθοποιοί στάθηκαν εξίσου στιβαρά στους ρόλους τους: Αδριανός Γκάτσος (Άλμπερτ), Αγγελίνα Κλαυδιανού, Βασιλική Γεωργικοπούλου, Σταύρος Γιαννακόπουλος, και ο παιγνιώδης Τρύφων Ζάχαρης.

Στη φρεσκάδα των ρόλων συντέλεσαν τα ουσιαστικά σύγχρονης αντίληψης κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα που διάνθιζε με παλαιικές σημάνσεις αλλά μιας εμφανώς μοντερνιστικής άποψης: κοστούμια λειτουργικά, πλούσια και αισθητικά άρτια που αναδείκνυαν την κινησιολογία των ηθοποιών.

Την τελευταία δίδαξε επίσης λιτά αλλά αποτελεσματικά ο Γιάννης Γιαπλές που επιμελήθηκε και τις εμβόλιμες χορογραφίες που συνέτειναν στην αίσθηση νεανικής δροσιάς.

Τα σκηνικά της Δέσποινας Χαριτωνίδη κινήθηκαν μεταξύ γενικής λιτότητας και πληθωρικότητας στη λεπτομέρεια, ως ειρωνική μεταφορά της επαρχιακής αριστοκρατικότητας του Wetzlar: κοινές καρέκλες αλλά βαμμένες χρυσές, πορσελάνινα αλλά αταίριαστα μεταξύ τους φλιτζανάκια του τσαγιού, παρουσία ενός μπάτλερ-υπηρέτη μπροστά στο πρόχειρο, μάλλον ευτελές μπαρ αλλά γκαφατζή.

Οι φωτισμοί της Άννας Σμπώκου έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην όλη παράσταση, στις εναλλαγές χώρων, στους κατ’ ιδίαν μονολόγους, ρευστοί και ατμοσφαιρικοί, κινούμενοι σε ποικίλες αποχρώσεις. Έδωσαν κυριολεκτικά το αισθητικό στίγμα της παράστασης.

foto-vertheros-1-alex-diamantis-gkete-simio

Απόλυτα επιτυχημένες τέλος οι μουσικές παρεμβολές από κλασικά κομμάτια των Μπαχ, Σούμαν, Σούμπερτ, Μότσαρτ, Σοπέν αλλά και Arvo Pärt, Antoine Duhamel, Henry Purcell.

Ο Αλέξανδρος Διαμαντής, στην πρώτη του αυτή σκηνοθεσία, δεν κινήθηκε σε ανατρεπτικές σκηνοθετικές περιοχές ούτε θέλησε να εκμοντερνίσει ριζικά την όψη και το λόγο του κειμένου. Αντίθετα, στα όρια μιας κλασικής σκηνικής ανάγνωσης, αναμετρήθηκε με την καθαρότητα της εκφοράς του λόγου των ηθοποιών του, με τη σκηνική ενέργεια που αυτοί εξέπεμπαν αλλά και, κυρίως, με την αισθητική της σκηνικής εικόνας που συνέλαβε, προσδίδοντας στο κλασικό έργο μιαν αναντίρρητη θελκτικότητα. Ομολογουμένως, οι στόχοι του στέφθηκαν από επιτυχία.

Οι φωτογραφίες είναι του Θωμά Δασκαλάκη.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις