Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-2012) εμφανίζεται στη λογοτεχνία μόλις το 1985 με το αυτοβιογραφικό, απομνημονευματογραφικό, γραμμένο σε λαϊκή γλώσσα πεζογράφημά του …καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, που θα αποτελέσει συγγραφικό γεγονός της εποχής. Σε αυτό περιγράφει με στωικότητα και ελαφρύ σαρκασμό, αλλά και πίστη στον αυριανό ελεύθερο άνθρωπο τις συνέπειες της κομμουνιστικής του δράσης: τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, την απομόνωση στις φυλακές, την καταδίκη του σε θάνατο, ήδη από την ηλικία των 16 χρόνων για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο, την απόπειρα να δραπετεύσει, την αποφυλάκισή του και σύλληψή του ως ανυπότακτου (!) στρατεύσιμου και την εξορία του στη Μακρόνησο, την αποφυλάκισή του και την εκ νέου σύλληψή του επί δικτατορίας, έχοντας γνωρίσει όλες σχεδόν τις φυλακές του ελληνικού κράτους, από την Κέρκυρα, τον Βόλο, την Κηφισιά ως τις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Περιγράφει όλη τη βιαιότητα των βασανιστών του, αλλά και τις σχέσεις με τους συντρόφους του, την απώλεια κάποιων από αυτούς, χωρίς να διστάζει να καυτηριάζει τους τότε κομματικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και τον δογματισμό των καθοδηγητών που έδιναν εντολές «εκ του ασφαλούς» σε ανθρώπινα ράκη που παρά τα βασανιστήρια κατάφεραν να μην αποκηρύξουν την ιδεολογία τους. Κι όμως, μέσα από αυτό το ζοφερό βίωμα, την απανθρωποίηση, ξεπηδάει η αισιοδοξία, η αγάπη για τη ζωή και η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου.
Το χειμαρρώδες αυτό σε πληροφορίες κείμενο αναλαμβάνει να ανεβάσει στη σκηνή η σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη, μία από τις πλέον ταλαντούχες σκηνοθέτιδες της ελληνικής σκηνής. Αναλαμβάνει επίσης, μαζί με την Μυρτώ Αθανασοπούλου τη δραματουργική επεξεργασία του πεζογραφήματος και υλοποιεί έναν πραγματικό άθλο, καθώς η δραματουργία που καταθέτει είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη σκηνική της διάσταση.
Τέσσερις άνδρες διαφόρων ηλικιών βρίσκονται καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι με πιάτα, ποτήρια, μια φρουτιέρα με μήλα, ένα καρβέλι ψωμί, κρασί, κανάτα με νερό, ελιές, κρεμμύδια, ένα βαζάκι με μαργαρίτες. Μια συμβατική ρεαλιστική εικόνα που ελάχιστα προδιαθέτει για όσα θα συμβούν. Μοιάζει σαν να μαζεύτηκαν για να αναθυμηθούν τον συναγωνιστή και φίλο που «αυτός έφυγε νωρίς» και έτσι δεν γνώρισε τα όσα φρικτά βίωσαν οι εναπομείναντες.
Το νήμα της αφήγησης ξεκινάει και οι τέσσερις άνδρες θα ζωντανέψουν στο παρόν εικόνες από το παρελθόν, με τη λογική των αναδρομών, εναλλασσόμενοι ως προς τα πρόσωπα του κεντρικού ήρωα, των συναγωνιστών του, αυτών που συναντά στις διάφορες φυλακές και εκ των οποίων άλλοι επιβιώνουν, κάποιοι πάλι δεν αντέχουν στα βασανιστήρια και τις κακουχίες και πεθαίνουν, των ποινικών κρατουμένων, που κάποιοι από αυτούς θα αποδειχθούν πολύτιμοι συμπαραστάτες, αλλά και των ίδιων των δεσμοφυλάκων και των αμείλικτων βασανιστών. Οι ηθοποιοί, με έναν αξιοθαύμαστα ρέοντα τρόπο, μεταπηδούν από τη μία κατάσταση στην άλλη, ακολουθώντας τα παιχνίδια της μνήμης, περνούν από το ένα πρόσωπο στο άλλο, ο ένας δεσμοφύλακας οι άλλοι κρατούμενοι, ο ένας ποινικός ο άλλος πολιτικός κρατούμενος κ.λπ., δημιουργώντας τις νέες καταστάσεις σε νέους τόπους, με απίστευτη ταχύτητα και αλλαγές σωματικών στάσεων.
Όμως, ο λόγος σταδιακά θα συνοδευτεί από δράσεις. Πέρα από την άκρα σωματικότητα, το πέρασμα από την οδύνη και την έκφραση πόνου στο τραγούδι και τον χορό, ξαφνικά, όλα τα σκηνικά αντικείμενα αποκτούν μεταφορικές ή μετωνυμικές ιδιότητες, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκάστοτε σκηνική εικόνα. Κι αν στην αρχή το τσούγκρισμα των ποτηριών με το κρασί γύρω από ένα τραπέζι δηλώνει μια ρεαλιστική εικόνα συνεύρεσης μεταξύ φίλων, σύντομα τα αναγνωρίσιμα σκηνικά αντικείμενα μεταστρέφονται από εικόνες πραγματικών πραγμάτων σε σημειωτικά αντικείμενα με απρόσμενες σκηνικές λειτουργίες.
Έτσι, όταν κάποιος από τους τέσσερις αρχίζει να κόβει μανιωδώς τα μήλα, τεμαχίζοντάς τα ακατάστατα, ο θόρυβος του μαχαιριού πάνω στο πιάτο θα γίνει ο θόρυβος από τα χτυπήματα που δέχονται οι άλλοι τρεις (κρατούμενοι πλέον) στο σώμα τους από τον βούρδουλα και τα μαστιγώματα. Κι όταν αυτοί τιμωρηθούν να στρώνουν χαλίκια σε έναν δρόμο, που μεταφορικά παίρνουν τη μορφή των κομματιών από τα τεμαχισμένα μήλα, τα οποία αυτοί μαζεύουν γρήγορα και κοπιαστικά σε ένα πιάτο, ο βασανιστής τους θα καταστρέφει τη δουλειά τους, αδειάζοντας στο δάπεδο της σκηνής τα μαζεμένα κομματάκια από τα μήλα για να τα μαζέψουν ξανά, κι όταν αυτοί τα μαζεύουν καταπονημένοι θα τους τα πετάει σαδιστικά ξανά και ξανά, δείχνοντας έτσι το μάταιο της εργασίας που τους έχει επιβληθεί.
Όταν πάλι τα πιάτα που έχουν μπροστά τους τα γεμίζουν σε ανύποπτη στιγμή με νερό, αυτό σε λίγο θα σημάνει τον σχεδόν πνιγμό τους, καθώς αυτοί βουτούν τα πρόσωπα μέσα στα πιάτα, ενώ η αφήγηση θα περιγράφει το βασανιστήριο του «πνιγμού» όταν δεμένους και κρεμασμένους από ψηλά τους βουτούσαν για τιμωρία μέσα στη θάλασσα. Με την ίδια λογική, το τριμμένο ψωμί θα μεταστραφεί σε ένα ακόμη βασανιστήριο, όταν τους χώνουν δια της βίας τα τρίμματα μέσα στο στόμα. Και ακόμη, το κρασί θα γίνει το αίμα τους. Τα κρεμμύδια που κόβουν και μασάνε οι ηθοποιοί θα είναι μεταφορά του πικρού στόματος. Ακόμη και το βαζάκι με τη μαργαρίτα θα παίξει τον δικό του ρόλο: ο κρατούμενος ανακαλύπτει σε μια από τις φυλακές του να έχει φυτρώσει μια μικρή μαργαρίτα που την ποτίζει έως ότου ανθίσει: ένα δείγμα ζωής μέσα στην απόγνωση, μια ελπίδα για το αύριο. Έως ότου ο δεσμοφύλακας που θα την ανακαλύψει (θα ανακαλύψει το βαζάκι με τη μαργαρίτα) θα τη λιώσει άγρια με τα δάκτυλά του.
Έτσι, το καλοφτιαγμένο τραπέζι της αρχής θα έχει ολοσχερώς καταστραφεί, τα φαγητά και τα σκεύη θα βρίσκονται συσσωρευμένα, λιωμένα ή κατεστραμμένα στο δάπεδο και το ίδιο το τραπέζι θα έχει μεταστραφεί σε τραπέζι νεκροτομείου για τον σκοτωμένο σύντροφο. Με άλλα λόγια, το αρχικό καθωσπρέπει ασφαλές σκηνικό αστικής τραπεζαρίας, ως κλασική εικόνα αστικής γαλήνης, θα έχει μετατραπεί σε απεχθές απομεινάρι χώρου οδύνης και ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σε αυτό το πλαίσιο, κανένα σκηνικό αντικείμενο δεν τοποθετήθηκε τυχαία, αντίθετα όλα εξυπηρετούσαν με αξιοθαύμαστο, ευφυή τρόπο τη σκηνική δραματουργία.
Προς το τέλος, όταν η άνοιξη ξεπροβάλλει, ως μετωνυμία της, το βαζάκι με τη μαργαρίτα θα ξανατοποθετηθεί στο τραπέζι, ενώ όταν η αφήγηση της ιστορίας τελειώσει, οι τέσσερις φίλοι θα μαζέψουν τα ποτήρια του κρασιού από χάμω και θα τα τσουγκρίσουν και πάλι σε ανάμνηση εκείνων των συντρόφων που έφυγαν…νωρίς.
Οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης μαζί με τον άρτιο, στην εκφορά του, λόγο τους δημιούργησαν και ένα απόλυτα σωματικό θέατρο, χωρίς υπερβολές, αλλά με πλήρως ελεγχόμενη κινησιολογία (επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα). Τσαλακώθηκαν, εξέθεσαν ανυπεράσπιστα τα σώματά τους, χόρεψαν σαρκαστικά υπό τους ήχους της μουσικής του Μάνου Αντωνιάδη (όταν ζητήθηκε από τον διοικητή των φυλακών του κεντρικού ήρωα να του μάθει να χορεύει), τραγούδησαν.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης έχει επανειλημμένα αποδείξει το εξαιρετικό του ταλέντο και, για ακόμη μια φορά, στη συγκεκριμένη παράσταση κρατά τα ηνία της αφήγησης και των δράσεων με την απαράμιλλη, ήπια τεχνική του και την καθαρότητα του λόγου του. Δίπλα του στέκεται ισάξιος ο έμπειρος πλέον Κωνσταντίνος Πασσάς με συγκινητική ερμηνεία και, στις περισσότερες σκηνές, αντάξιος ο νεότερος όλων Γιάννης Μάνθος. Ας μου επιτραπεί να σταθώ ιδιαίτερα στον νεαρό Δημήτρη Μαμιό για την άψογη κινησιολογία του και τις ποικίλες εναλλαγές των εκφράσεων του προσώπου του στις διαφορετικές καταστάσεις-πρόσωπα που ερμήνευσε.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια, αν και λιτά, ωστόσο πλήρως ενταγμένα και λειτουργικά στη σκηνική δραματουργία, είναι της Γεωργίας Μπούρδα. Οι δε φωτισμοί, που όριζαν τις διαφορετικές καταστάσεις και έφταναν σε κρίσιμες στιγμές έως και στο πλήρες σκοτάδι, είναι της Βασιλικής Γώγου.
Η Σοφία Καραγιάννη δημιούργησε τόσο σκηνοθετικά όσο και δραματουργικά μια παράσταση-εντελές έργο τέχνης πάνω σε ένα εμβληματικό πεζογράφημα που δύσκολα φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσε να προσλάβει τέτοια σκηνική δράση. Και αυτό οφείλεται και στην εμπνευσμένη δραματουργία με την σαφή σκηνική της διάσταση. Ολοκληρώνοντας ομολογώ ότι είχα καιρό να βρεθώ σε παράσταση όπου το τέλος της ακολούθησε ένα τέτοιο θερμό και επαναλαμβανόμενο χειροκρότημα από τους όρθιους θεατές, οι οποίοι την κάθε υπόκλιση των ηθοποιών συνόδευαν με τρανταχτά «μπράβο».
Υπάρχουν, άρα, ακόμη παραστάσεις των οποίων η περίτεχνη σκηνοθεσία και θεματική μιλάει απ’ ευθείας στον θεατή της και ταυτόχρονα προκαλεί ευχάριστο προβληματισμό στην κριτική σκέψη.
Το έργο, άλλωστε, του Χρόνη Μίσσιου αποδεικνύεται διαχρονικό, καθώς είναι μάθημα και για τους καιρούς που ζούμε για το πώς αντιστεκόμαστε στις παράλογες άνωθεν αυθαιρεσίες και στο πώς επιλέγουμε την αισιόδοξη αγωνιστική πλευρά της ζωής.
*Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι της Χριστίνας Φυλακτοπούλου.
*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών