Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Μια περφόρμανς για τον ματαιωμένο θεατή

«Τα πήρες όλα κι έφυγες». Κείμενο-Σκηνοθεσία-Ερμηνεία: Βίκυ Κυριακουλάκου. Κάμιρος.

Μια παράσταση που κάποια την εμπνεύστηκε ακόμα και στα όνειρά της. Μια παράσταση μεγάλη. Με εντυπωσιακά σκηνικά, ηθοποιούς, κοστούμια, σε περιζήτητη σκηνή και εξασφαλισμένο ένα ευρύ κοινό. Μια παράσταση που υλοποιήθηκε με κέφι, μόχθο, ελπίδες.

Αλλά, μια παράσταση που δεν παίχτηκε ποτέ μπροστά στο κοινό της, καθώς μεσολάβησε το λοκ ντάουν του κορωνοϊού. Μια παράσταση που μετεωρίζεται ακόμη και σήμερα μεταξύ του υπήρξε και δεν υπήρξε ποτέ. Καθώς, την ύπαρξή της προσδιορίζει, εκ φύσεως, η παρουσία ζωντανών θεατών.

Αυτή είναι η τύχη της παράστασης  Η τέχνη του πολέμου (2020) που (δεν) ανέβηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, θύμα κι αυτή, όπως και άλλες, της καραντίνας που ενέσκηψε και που ο μετέπειτα προγραμματισμός εμπόδισε την παρουσίασή της.

«Τα πήρες όλα κι έφυγες» ακούγεται η πονεμένη φωνή του Καζαντζίδη,  καθώς η ψυχική απόγνωση της ματαιωμένης ελπίδας δεν μπορεί να εκφραστεί καλύτερα παρά από τη φωνή του λαϊκού βάρδου, το μπουζούκι, τα σπασμένα πιάτα, που αποτελούν μέρος του παρόντος σκηνικού.

Κι αυτό διότι η Βίκυ Κυριακουλάκου, εμπνεύστρια και σκηνοθέτις της ματαιωμένης για το κοινό εκείνης παράστασης, δημιουργεί τώρα μια περφόρμανς πάνω σε αυτή την ίδια τη ματαίωση. Και φέρνει στη μικρή πλέον σκηνή της αίθουσας που την φιλοξενεί σήμερα τα σημάδια-δείκτες εκείνης της παράστασης μεταφορικά: σπασμένα πιάτα, πολύχρωμα χάρτινα πουλιά που η ίδια κατασκευάζει ήδη από την είσοδο των θεατών και απλώνει στη σκηνή, ίχνη από κοστούμια (σκηνικά-κοστούμια Ντόρα Οικονόμου). Όλα αυτά που θα αποτελούσαν ζωντανά στοιχεία αυτού που «ματαιώθηκε» ή και αυτά που αδυνατούν πλέον να αναπαρασταθούν και έτσι «υπάρχουν» μόνο λεκτικά.

Η ίδια μονολογεί, με το απαράμιλλο ύφος, τις εναλλαγές των γλωσσικών ποιοτήτων της,  την άλλοτε κοριτσίστικη και άλλοτε δυναμική γυναικεία εκφραστικότητά της, πάνω σε όλα όσα ονειρεύτηκε, κατασκεύασε, δημιούργησε επί σκηνής, αλλά ουδέποτε επικοινωνήθηκαν σε θεατές. Παγόβουνα, χίλια είδη πουλιών (όπως τα χάρτινα του δαπέδου), κοάλα και τόσα άλλα. Ταυτόχρονα, απόσπασμα από αυτή τη ματαιωμένη παράσταση προβάλλεται σε έναν τοίχο, ενώ η ίδια σχολιάζει  κατά πόσο η βιντεοσκοπημένη παρουσίασή της (όπως συνέβη αθρόα εκείνη τη χρονιά) είχε νόημα, υποστηρίζοντας ορθώς ότι μόνο ζωντανή παράσταση με ζωντανούς θεατές είναι θέατρο. Και ας ορθώθηκαν ξαφνικά φωνές που θέλησαν να μας προβληματίσουν ή να μας πείσουν για το αντίθετο. Το μικρό πανώ με το οποίο εμφανίζεται η περφόρμερ κάποια στιγμή, που γράφει πάνω του «σώστε το θέατρο», σε αυτό ακριβώς αναφέρεται.

Μα αν έπρεπε να κινηματογραφήσω την παράστασή μου, τότε θα έκανα κινηματογράφο, θα πει πάνω-κάτω η περφόρμερ με μια γλυκιά απόγνωση στη φωνή, καθώς βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να δεχτεί ή όχι «μεταποιημένη» σε κάτι άλλο την δουλειά της.

Αλλάζοντας πρόχειρα κοστούμι, χρησιμοποιώντας μια χάρτινη κουρτίνα και μια ξανθιά περούκα, επιδιώκει απεγνωσμένα να μας μεταφέρει ψήγματα από αυτό που υπήρξε κάποτε αλλά κανείς δεν είδε, σαν μια φωτογραφία που υπερφωτίστηκε και σβήστηκε δια παντός. Απαριθμεί συγχρόνως τα «μυθικά» πρόσωπα που έλαβαν μέρος σε εκείνη την παράσταση και εκ των οποίων μια ακόμη υπόνοιά τους έχει στηθεί ως σκηνικό αντικείμενο στο βάθος, μια γυναίκα με κεφάλι κοάλα, γούνα και ψηλές κόκκινες μπότες από βινύλιο.

Διάφορα μουσικά ακούσματα, από λαϊκά έως όπερα επεμβαίνουν στον μονόλογο (Ηχητικό τοπίο-SFX: Νίκος Νικολακόπουλος), ως μια διαβαθμισμένη εναλλαγή στις διαθέσεις της μονολογούσης. Η οποία, ως ζογκλέρ, θα στερεώσει πάνω στο κεφάλι της μια δεκάδα πιάτα και θα περιφέρεται μαζί τους, αναδεικνύοντας τη δύσκολη ισορροπία του καλλιτέχνη μεταξύ έμπνευσης-υλοποίησης-ανεύρεσης του κοινού του. 

Η Βίκυ Κυριακουλάκου είναι μία καλλιτέχνις που αιχμαλωτίζει τον θεατή της, διαθέτοντας ένα άριστα εκπαιδευμένο όργανο εκφοράς λόγου που απλώνεται σε όλη τη γκάμα αποχρώσεων και συναισθημάτων, ενώ εφάμιλλα αφοπλιστική είναι όταν τραγουδάει. Η παρούσα κατάθεσή της έχει έντονη αυτοαναφορικότητα, καθώς αναδεικνύει όλη τη βασανιστική πορεία ενός καλλιτέχνη (ταυτόχρονα όμως αντιπροσωπεύει την πορεία του καθενός που ξεκινά με όνειρα, παλεύοντας γι’ αυτά)  καταλήγοντας  στο πώς από τη ματαίωση, την απογοήτευση, τα ρετάλια του ονείρου μπορεί να ξεπηδήσει ένα νέο έργο τέχνης. Γιατί μπορεί, όπως γράφει η ίδια για την ανεπίδοτη παράστασή της, να ήταν «μια σχεδόν μεγαλειώδης στιγμή, που διαρκεί μια αναπνοή. Ένα Χαϊκού», όμως, και η ματαίωση δεν είναι παρά ένα ακόμη Χαϊκού.

Συμπαραστάτης στην περφόρμερ η επί της κονσόλας Ελισάβετ Ξανθοπούλου.

Η περφόρμανς ήταν αφιερωμένη στον συγγραφέα και ηθοποιό Τσιμάρα Τζανάτο που έφυγε πρόσφατα, και του οποίου ποίημα ακούγεται στην παράσταση.

Η φωτογραφία από την αφίσα της παράστασης (με τα κίτρινα γάντια) είναι του Γιώργου Μάκκα.

 

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

 

Απόψεις