Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εξευγενίζοντας τη βωμολοχία

Σπιρτόκουτο. The Musical. Βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Σκηνοθεσία: Γιάννης Νιάρρος. Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Είκοσι χρόνια μετά, η ανατρεπτική για τα τότε δεδομένα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Σπιρτόκουτο μετατρέπεται σε ελληνικό μιούζικαλ. Αν το χαρακτηριστικό της τότε ταινίας ήταν η γλώσσα της, με όλα τα μπινελίκια της, έτσι όπως εκφράζονται τα μέλη μιας μικροαστικής οικογένειας, που κατοικεί σε διαμέρισμα στον Κορυδαλλό, και όσων την περιβάλλουν, αυτή η γλώσσα επανέρχεται τώρα επί σκηνής «μελοποιημένη». Αποκτώντας νέες διαστάσεις.

Τα πρόσωπα που κινούνται στο μικροαστικό διαμέρισμα είναι εκείνα του πατέρα Δημήτρη, ιδιοκτήτη καφετέριας με όνειρο την επέκταση της επιχείρησης σε κάτι σύγχρονο σε συνεργασία  με τον αδελφό της γυναίκας του Μαρίας, τον Γιώργο, ο οποίος φαίνεται να υπαναχωρεί. Η οικογένεια έχει δύο παιδιά, τον Λουκά με το σεξιστικό λεξιλόγιο, που ονειρεύεται τα ακατανόμαστα με την κοπέλα του Άντζελα, και την Κική, που όχι μόνο βρίζει τηλεφωνικά την κολλητή της αλλά και τον ίδιο της τον πατέρα. Σε αυτούς προστίθενται η θεούσα θεία Μαργαρίτα, η οποία  συγκατοικεί μαζί τους, και ο Βαγγέλης, υπάλληλος στην καφετέρια.

Αν κάτι θεωρώ μέγιστο προτέρημα της νέας αυτής μετάπλασης του Σπιρτόκουτου για τη σκηνή, αυτό είναι το λιμπρέτο που έγραψε ο ίδιος ο Γιάννης Οικονομίδης, μαζί με τον Δώρη Αυγερινόπουλο.
Το «Ε φτιάξ’ το το μπουρδέλο!», με μουσική υπόκρουση, φωνή βαρύτονου και σε εξαντλητική επανάληψη θα γίνει το νέο σλόγκαν που δεν θα αφορά πλέον το συγκεκριμένο αιρ κοντίσιον του διαμερίσματος στο οποίο αναφέρεται, αλλά ολόκληρη τη χώρα, την Ελλάδα. Καθώς όπως ο οικοδεσπότης, ο Δημήτρης,  ασχολείται με τα μεγαλεία που ονειρεύεται, αεροβατώντας, αδιαφορώντας για τα τρέχοντα ζητήματα του σπιτιού και της οικογένειάς του, έτσι και οι κυβερνώντες της χώρας αφήνουν να ρημάζει η καθημερινότητα των πολιτών, ανεμομαζεύοντας «επιτεύγματα» χωρίς αντίκρισμα στην καθημερινότητα του κόσμου.

Ένα δεύτερο προτέρημα είναι η μουσική των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, μια μουσική υβριδική, που περνά με ευκολία από το ένα είδος στο άλλο, ακολουθώντας άλλοτε τους χαρακτήρες των προσώπων και άλλοτε τις δραματικές καταστάσεις. Από τα πλέον λαϊκά και σκυλάδικα ως την όπερα, οι εναλλαγές δίνουν τον τόνο στην παράσταση, δημιουργώντας την αίσθηση διαρκούς ανανέωσης.

Αν για πολλούς η ταινία υπήρξε, ίσως, λίγο ψυχοπλακωτική, με όλο αυτό το υβρεολόγιο και τη σήψη της ελληνικής οικογένειας που παρουσιάζει, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς το ίδιο για την παράσταση. Διότι όσο κι αν, πιθανότατα, οι συντελεστές του μιούζικαλ δεν θέλησαν να παρωδήσουν τις καταστάσεις της ταινίας, η παρωδία είναι αναπόφευκτη. Τα μπινελίκια, με μελωδία και ρυθμό, χάνουν την όποια προσβλητική τους δύναμη, η επανάληψη, πάνω σε μουσικό μοτίβο,  υβριστικής λέξης την αποστερεί από το αρχικό της νόημα και την μετατρέπει σε ηχητικό σημαίνον χωρίς σημασία. Με αποτέλεσμα να παρωδείται η ίδια η αρχική λέξη και, κατ’ επέκταση, η όλη κατάσταση εντός της οποίας εκφέρεται και κυκλοφορεί. Για παράδειγμα το «ΜαλάκαμαΛΑκαμαΛΑκαΜαΛΑκα» χάνει τη σημασία της συνήθους απεύθυνσης των Ελλήνων μεταξύ τους και γίνεται ηχητική διακύμανση στο πεντάγραμμο. Έτσι, όλη η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από τη χρήση του υβρεολογίου σε μια θεατρική παράσταση, και μάλιστα σε μιούζικαλ, σε βαθμό που να την κάνει «ακατάλληλη», μοιάζει εκτός τόπου: η ύπαρξη και μόνο της μουσικής, ή, αλλιώς, η μουσικοποίηση των ύβρεων τις εξευγενίζει, τις καθιστά ανώδυνες, τις παρωδεί.

Σε αυτό το πλαίσιο, είδα να κινούνται και οι ηθοποιοί, οι οποίοι, στο σύνολό τους, παρωδούσαν με μελετημένη τεχνική τους χαρακτήρες που υποδύονταν. Ο από την πρώτη σκηνή καθηλωτικός Γιάννης Αναστασάκης (Δημήτρης), αναντίρρητος κυρίαρχος της σκηνής,  δημιουργεί όχι μόνο φωνητικά αλλά και κινησιολογικά έναν αξέχαστο χαρακτήρα που αυτό-υπονομεύεται, καθώς από πάτερ φαμίλιας της αρχής με όλες τις αστείες εξάρσεις του μεταλλάσσεται σε  πληγωμένο, σχεδόν συγκινητικό αρσενικό στο τέλος. Ο Γιώργος του απολαυστικού βαρύτονου Μάριου Σαραντίδη αποτελεί το φωνητικό αντίβαρο του πρώτου, με ομιλούσες στάσεις του σώματος και εύγλωττες χειρονομίες. Δίπλα τους, φιγούρα ταλαίπωρου μέσα στα διλήμματα μιας απρόσμενης εγκυμοσύνης της φίλης του, ο Βαγγέλης του Αποστόλη Ψυχράμη κινείται με χιούμορ και μια ωραία φωνή. Έκπληξη η καθυστερημένη εμφάνιση της θείας Μαργαρίτας με την εξαίρετη οπερετική φωνή της Δάφνης Δαυίδ, η οποία από θεοσεβούμενη, με μετρημένο λόγο, ξεσπά σε άριες με όλη τη γκάμα υβρεολογίου.

Αξιοθαύμαστα υπερκινητικός, ο γιος του Γιώργου Κατσή ραπάρει βρίζοντας, δημιουργώντας μια φιγούρα κόμικ, σε αντίθεση με την Κική της Νάνσυς Σιδέρη, η οποία μοιάζει να παίρνει πιο σοβαρά τον ρόλο της αναίτια εξοργισμένης κόρης. Ωραία η εμφάνιση, προς στο τέλος, της απρόσμενα αιθέριας μέσα στην αναμπουμπούλα Ελένης Μπούκλη στον ρόλο της Άντζελας.

Η Αγορίτσα Οικονόμου, στον ρόλο της συζύγου Μαρίας, παραμένοντας με στωικότητα στην κουζίνα της, σχεδόν βουβή ‒αλλά εύγλωττα κινητική‒ σε μεγάλο μέρος της παράστασης, οδηγείται σε αποκαλυπτικό ξέσπασμα που αγγίζει, με την απαράμιλλη τεχνική της, τον σουρεαλισμό, καθώς τα όσα προσάπτει στον άντρα της δεν τεκμηριώνονται από την προηγούμενη σκηνή, μοιάζοντας μάλλον ως συσσωρευμένο ξέσπασμα για πρότερα βιώματα ή καταπιεσμένα συναισθήματα. Ωστόσο, και η περίπτωσή της, με τη σταδιακή έξαρση στην τραγουδιστική της κλίμακα, με τις κατηγορίες να φουντώνουν διαρκώς,  οδηγεί, μέσα από ένα υποκριτικό ρεσιτάλ εναλλασσόμενων τονισμών,  σε μια αυτο-ακύρωση των όσων ακούγονται, σε μια ακόμη παρωδία.

Το σκηνικό της Εύας Γουλάκου, χωρίς να δημιουργεί έκπληξη στο κυρίως σώμα του, χαρακτηρίζεται από την έμπνευση δημιουργίας μιας γνώριμης ταράτσας στο βάθος και ψηλά της σκηνής, με το πλυσταριό και τις κεραίες της, εκεί όπου οι γείτονες συμμετέχουν χορωδιακά στα εντός του οίκου τεκταινόμενα, με τις φωνές και ευτράπελες χορευτικές κινήσεις των Βασίλη Δημακόπουλου, Δανάης Μουτσοπούλου, Θεοδοσίας Σαββάκη και, συμπληρωματικά, της Ελένης Μπούκλη.

Τα πετυχημένα, προσαρμοσμένα στους χαρακτήρες και τις ιδιότητες των προσώπων κοστούμια, αλλά και με απρόσμενα στοιχεία σε λεπτομέρειές τους οφείλονται στην Ιωάννα Τσάμη. Τους φωτισμούς ανέλαβε ο Νίκος Βλασόπουλος, τις πετυχημένες χορογραφίες η Γιώτα Καλλιμάνη και τη σημαντική φωνητική διδασκαλία των ηθοποιών η Μαργαρίτα Παπαδημητρίου. Ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, συνοδεύοντας από την αριστερή άκρη της σκηνής την παράσταση, στα πλήκτρα,  είχε και τη μουσική διεύθυνση της οκταμελούς ορχήστρας που βρισκόταν παραταγμένη στο βάθος της σκηνής και της οποίας τα μέλη δεν δίσταζαν να επεμβαίνουν χιουμοριστικά στα δρώμενα.

Θα υποστήριζα ότι η παράσταση θα κέρδιζε ακόμη περισσότερο αν είχε μικρότερη διάρκεια. Αν κάποιες έντονες παύσεις στην αρχή πρόσθεταν ένα παραξένισμα, στο τέλος έφταναν να κουράζουν, μαζί με κάποιους πλατειασμούς στην υπόθεση. Άλλωστε, νομίζω ότι χάθηκε η ευκαιρία για ένα αποθεωτικό τέλος στη σκηνή όπου ο Δημήτρης είναι στην ταράτσα και συνοδεύεται από ένα έξοχο χορωδιακό τραγούδι, με τη συμμετοχή όλου του θιάσου. Η σκηνή που ακολουθεί μεταξύ Δημήτρη-Γιώργου, αν και συνεπής προς την ταινία, προσγειώνει απότομα, ενώ θα μπορούσε, ευθύς αμέσως μετά τη σκηνή συνόλου να ακολουθεί η λιτή και καθηλωτικά βωβή σκηνή συνύπαρξης του ζεύγους στον καναπέ, τρώγοντας κάτι, με τις θλιβερά παραιτημένες εκφράσεις των προσώπων τους.

Παράσταση που μένει στη μνήμη για τη μουσική της και τις ωραίες ερμηνείες των πολυτάλαντων ηθοποιών της.

*Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Ανδρέα Σιμόπουλου
ενώ η φωτογραφία, του τέλους, της Πηνελόπης Γερασίμου.

 

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις