Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Σε αναζήτηση οξυγόνου

Ιβάν Βιριπάγεφ, Οξυγόνο. Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής. Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Ο Ιβάν Βιριπάγεφ, γεννημένος στο Ιρκούτσκ το 1974, είναι ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της Νέας Ρωσικής Δραματουργίας που εμφανίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα. Πρόκειται για μια θεατρική γενιά, η οποία, πρωτίστως, αντανακλά έγκαιρα τη νέα συνθήκη που διαμορφώνεται στη Ρωσία στη μετα-κομμουνιστική περίοδο, τη διάβρωση της κοινωνίας από την απότομη και ανεξέλεγκτη είσοδο του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, τη διαφαινόμενη διαφθορά των συστημάτων εξουσίας, τον πλήρη αποπροσανατολισμό των νέων, την έξαρση της χρήσης ναρκωτικών, της εγκληματικότητας, του υπαρξιακού αδιέξοδου.

Το Οξυγόνο (2002) αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα μεταδραματικού θεάτρου, δομημένου σε δέκα κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων υποδιαιρείται σε κουπλέ και ρεφρέν, υποδηλώνοντας τη μουσική κατασκευή του. Δέκα κεφάλαια, σαν μεταγραφή των Δέκα Εντολών, αρχίζοντας με το «Ου φονεύσεις», και συνεχίζοντας, το καθένα στο σώμα του, με αποσπάσματα από ρήσεις του «Κατά Ματθαίον» Ευαγγελίου.

Προορισμένο να εκφέρεται από ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το κείμενο ακολουθεί άλλοτε τριτοπρόσωπη εκφορά λόγου και άλλοτε ευθείς διαλόγους μεταξύ των δύο προσώπων, του Σάσα και της Σάσα, την ιστορία των οποίων αφηγείται. Ωστόσο, τα  πρόσωπα συχνά αποποιούνται την ταυτότητά τους και αναφέρονται στον Σάσα και τη Σάσα ως τρίτα πρόσωπα, κάποιων φίλων ή γνωστών. Με αυτό τον τρόπο, η ιστορία ρευστοποιείται, οι πρωταγωνιστές των γεγονότων γίνονται απλοί μάρτυρες ή απλοί φορείς των λόγων άλλων. Φτάνουν, ακόμα, να δηλώνονται ως οι ηθοποιοί αυτού του έργου που τους δόθηκε, καθώς αγνοούν ακόμα και το ίδιο το νόημά του, το οποίο, άλλωστε, κατασκευάζεται κατά τη διαδικασία ερμηνείας του.

Με αυτή τη διάχυση μπορούν, ωστόσο,  να ανοίγονται σε πλείστα όσα άλλα θέματα που απασχολούν τους ίδιους, καθώς ο λόγος τους κινείται με αχαλίνωτη ελευθερία συνειρμών περνώντας από το ατομικό στο κοινωνικό και, κάνοντας κύκλους, επανέρχεται στα πρόσωπα των Σάσα και Σάσα. Διότι, η ιστορία των τελευταίων δεν είναι μια ιστορία αποκομμένη από την κοινωνία, από την ιστορική στιγμή, αλλά υπερπροσδιορισμένη από αυτή. Είναι η ιστορία μιας γενιάς που χαίρει υποτιθέμενης ελευθερίας, που δρα με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι εγκλωβισμένη σε μια ανελεύθερη κοινωνία που επιβάλλει τις αλήθειες της ως μοναδική «αλήθεια». Τα ερωτήματα ή διλήμματα που τίθενται δεν είναι παρά η αφορμή για να τεθούν σε αμφιβολία αξίες και ηθικοί κανόνες μιας κοινωνίας (των κοινωνιών) που εθελοτυφλεί όταν δεν συγκαλύπτει την παραβίασή τους. Και που συχνά πάσχει από «αμνησία» μπροστά σε τετελεσμένα εγκλήματα.

Τα δύο πρόσωπα συνδιαλέγονται (ή μονολογούν) θέτοντας από σκηνής φαινομενικά ασύνδετους προβληματισμούς, δημιουργώντας το αναγκαίο λεκτικό υπόβαθρο για να θίξουν (επίκαιρα) ζητήματα της διεθνούς ή εθνικής σκηνής, από την 11/9 έως το Παλαιστινιακό ή την συνεχή παραγωγή έξυπνων όπλων, από τα ναρκωτικά στα σχολεία μέχρι τους παιδόφιλους παπάδες, από την κακοποίηση παιδιών ή ζώων μέχρι περιβαλλοντικά ζητήματα ή, ακόμα, ζητήματα ερωτικής συμπεριφοράς των ανδρών.

Ο Σάσα και η Σάσα, των οποίων η ιστορία ξεκινά με μια δολοφονία για λόγους…κεραυνοβόλου έρωτα, ανοίγει σαν βεντάλια για να καλύψει πλείστα όσα θέματα κάνουν τους σύγχρονους νέους (της εποχής της συγγραφής του έργου όσο και τους σημερινούς) να αναζητούν το «οξυγόνο» τους, την ουσιαστική ελευθερία τους. Γιατί, όπως κλείνει προφητικά το κείμενο: «Είναι μια γενιά που στα κεφάλια της πέφτει από το παγωμένο διάστημα με ιλιγγιώδη ταχύτητα ένας γιγαντιαίος μετεωρίτης». Ήτοι, μεταφορικά, ένα τέλος σε μια γενιά που δεν θα προλάβει να μεγαλώσει, ένα τέλος που θα ισοπεδώσει τα πάντα – οι κατέχοντες τον πλανήτη σκορπίζουν θάνατο, ενώ είναι διαρκώς ένα βήμα πριν από τη νέα γενικευμένη σύρραξη.

Είναι μια γενιά που τις κόβουν από κάθε άποψη το οξυγόνο, όχι από βιολογική άποψη, αυτό που τους εξασφαλίζει να αναπνέουν, αλλά εκείνο το οξυγόνο που θα μετέτρεπε (για να θυμηθούμε τον Αγκάμπεν) τη φυσική κατάσταση του ζην σε «βίο».    

Το Οξυγόνο, βλάσφημο όσο και ποιητικό,  ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα στο Θέατρο Αμόρε το 2007, σε μια ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία της Μαρίας-Λουίζας Παπαδοπούλου, με δύο ηθοποιούς και έναν μουσικό, ακολουθώντας την ούτως ή άλλως υφέρπουσα μουσικότητα του κειμένου.

Στη νέα παραγωγή της Στέγης, τη νέα μετάφραση από τα ρωσικά ανέλαβε ο Γιώργος Κουτλής, ο οποίος, μαζί με τον Βασίλη Μαγουλιώτη στη δραματουργία, προχώρησαν και στη διασκευή του κειμένου. Στην πραγματικότητα, η διασκευή αφορά λίγες επικαιροποιημένες παρεμβάσεις ή αφαιρέσεις αναφορών σε γεγονότα λίγο ή πολύ ξένων στο σύγχρονο ελληνικό κοινό. Αντίθετα, επικεντρώνεται στο να δώσει μουσικότητα και ρυθμό στο ελληνικό κείμενο, αντίστοιχο με εκείνον του ρωσικού. Άλλωστε, αυτό είναι αναγκαίο καθώς η σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή μετατρέπει το Οξυγόνο σε ένα αμιγώς μουσικό θέατρο, σε ένα rave party, με μουσική του Jeph Vanger και συμπληρωματική μουσική από τους Reign of Time ως DJs υπερυψωμένους στο βάθος της σκηνής να δονούν ασταμάτητα τα σώματα των 23 νεαρών ηθοποιών-χορευτών.  Πίσω και γύρω τους προβάλλονται διαρκώς ψυχεδελικά βίντεο (Uncharted Limbo Collective) μέσα στο ατμοσφαιρικό σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη που ντύνεται από τους εκπληκτικούς φωτισμούς της Ελίζας Αλεξανδροπούλου.

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης οι ηθοποιοί, με τα μοντέρνα, πολύχρωμα και πολυποίκιλα κοστούμια των Εύας Γουλάκου και Δήμου  Κλιμενώφ,  κινούνται και χορεύουν ως σύνολο ή μονάδες, ακόμη και σε στροβιλισμούς των σούφι, με καταπληκτική ενέργεια, σε κίνηση της Άλκηστης Πολυχρόνη και χορογραφίες του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου. Ένας πραγματικός άθλος των νέων αυτών δοσμένων ολόψυχα στην παράσταση ηθοποιών.

Από αυτό το σύνολο ξεπηδούν ανά διαστήματα τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τον ρόλο των αφηγητών ή του Σάσα και της Σάσα, και εν μέσω συνεχιζόμενου ρυθμού, σχεδόν ραπάρουν το κείμενο, με τους υπόλοιπους γύρω τους να συνεχίζουν την έντονη χορευτική τους κίνηση, ακόμη και με επιδέξιες φιγούρες.

Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθέτησε το Οξυγόνο επιθυμώντας να κερδίσει (αφυπνίσει) πρώτιστα ένα νεανικό κοινό, το οποίο, το συγκεκριμένο έργο, το αφορά άμεσα. Γι’ αυτό επιλέγει τη μορφή ενός πάρτυ με διονυσιακούς ρυθμούς και κινησιολογική αταξία, αντίστοιχη της «αταξίας» του μεταδραματικού κειμένου, ανοικτού στην εσωτερική δομή, φορέα συγκρουόμενων απόψεων και στάσεων ζωής που υποβάλλει μια κοινωνία σε πλήρη «ανομία», ασφυκτική, που απορροφά  το οξυγόνο της (κάθε) νέας γενιάς. Δημιουργώντας μια σκηνική έκρηξη.

Οι φωτογραφίες είναι των Πηνελόπης Γερασίμου, Πάνου Κέφαλου και Ανδρέα Νικολαρέα.

 

*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.

 

Απόψεις