Ο Βάτσλαβ Χάβελ (Πράγα, 1936-2011) θωρείται από τους σημαντικότερους Τσέχους διανοούμενους και πολιτικούς, καθώς, πέρα από θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, διετέλεσε, μετά τη «βελούδινη επανάσταση» του 1989, Πρόεδρος, αρχικά, της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας και, στη συνέχεια, της Δημοκρατίας της Τσεχίας (1993-2003).
Με μια δραματουργία που κινείται μεταξύ θεάτρου του παραλόγου και σουρεαλισμού και υιοθετώντας ένα διαβρωτικό χιούμορ αποκαλύπτει την κενότητα της καθημερινής γλώσσας που διέπει τη λειτουργία κάθε αυταρχικού γραφειοκρατικού συστήματος και δείχνει την ηθική κατάπτωση και τη γενικευμένη υποκρισία.
Το Μεμοράντουμ (1965), αφορά έναν Δημόσιο Οργανισμό, στον οποίο επιβάλλεται για κάθε υπηρεσιακή αλληλογραφία μια νέα τεχνητή γλώσσα, η οποία θεωρείται ότι είναι απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματισμό, η Fedem (στα τσεχικά: Ptydepe) και της οποίας το λεξιλόγιο χρησιμοποιεί το ‘entropy coding’. Εμπνευστής είναι ο υποδιευθυντής Μπάλλας, εν αγνοία όμως του προϊσταμένου του. Ένα ειδικό γραφείο μεταφραστών επανδρώνεται, ιεραρχικά δομημένο, με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργείται το πλήρες αδιέξοδο κατά την ανάληψη της όποιας μεταφραστικής εργασίας, οδηγώντας στον πλήρη παραλογισμό.
Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο βρίσκεται ο Διευθυντής του Οργανισμού, Γκρος, όταν λαμβάνει ένα υπηρεσιακό έγγραφο γραμμένο σε αυτή τη γλώσσα, την οποία, αυτός όπως και οι άλλοι υπάλληλοι, αγνοεί, και, μετά από μια παρανοϊκή σειρά γεγονότων, καταλήγει στο εν λόγω μεταφραστικό γραφείο του Οργανισμού του, το οποίο, όμως, αδυνατεί να του το μεταφράσει. Έχοντας αποδειχθεί ανίκανος να διευθύνει υπό τις νέες (γλωσσικές) συνθήκες τον Οργανισμό, θα αντικατασταθεί από τον φιλόδοξο και ύπουλο υποδιευθυντή του, έως ότου και αυτός χάσει τον έλεγχο, με αποτέλεσμα έναν κυκεώνα ασυναρτησίας και αδυναμίας λειτουργίας του Οργανισμού.
Οι κωμικοτραγικές καταστάσεις ‒ που καυτηριάζουν την επιβολή των παράλογων αποφάσεων εκείνων που οδηγούν σε δυσλειτουργίες του Δημοσίου στο όνομα ενός εκσυγχρονισμού, που ταλαιπωρούν υπαλλήλους και πολίτες, που αφήνουν περιθώρια για αναρρίχηση ανίκανων και για αισχροκέρδεια και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος με δημιουργία θέσεων για να βολευτούν ημέτεροι ‒ βρίσκουν την τέλεια σκηνική τους ανάδειξη με τη σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου, τους αεικίνητους ηθοποιούς της Ομάδας The Young Quill, την καίρια μετάφραση του Κανέλλου Αποστόλου και τη δραματουργική επεξεργασία του Κωνσταντίνου Ζωγράφου.
Σε ένα λειτουργικό όσο και πρακτικό για τον δεδομένο χώρο σκηνικό της Μυρτώς Σταμπούλου, το οποίο αναδιαμορφώνεται εύκολα από τους ηθοποιούς, ώστε να αναπαραστήσει τους διαφορετικούς τόπους-γραφεία του Οργανισμού, φωτισμένο κατάλληλα από τον Αλέκο Αναστασίου, οι εξωφρενικές καταστάσεις διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτητα, οδηγώντας στην πλήρη αδράνεια, με μόνη εξαίρεση την, ανά διαστήματα, κατεύθυνση των πασιχαρών προσώπων-υπαλλήλων στο κυλικείο για φαγητό.
Και αν όλο αυτό, αφού κάνει τον κύκλο του, καταρρεύσει και επανέλθει η φυσική γλώσσα στην επικοινωνία και αντικατασταθούν οι πλέον κατώτεροι υπάλληλοι ως παρανομήσαντες, μια νέα γλώσσα, η Chorukor, θα επιβληθεί, η οποία θα απλοποιεί τις λέξεις, κρατώντας, για παράδειγμα στις ημέρες της εβδομάδας, το ίδιο θέμα και αλλάζοντας μόνον τις καταλήξεις: ιλοπαγκάρ, ιλοπαγκέρ, ιλοπαγκούρ, ιλοπαγκίρ, κλπ. Οι «αόρατοι οφθαλμοί» του συστήματος, πίσω από τις αποκρουστικές τους μάσκες, θα είναι πάντα εκεί για να επιτηρούν την τήρηση των νέων κανόνων.
Η Ειρήνη Γεωργακίλα δημιουργεί τα σχεδόν ομοιόμορφα κοστούμια εργασίας των υπαλλήλων, τα οποία, ωστόσο, φέρουν διαφοροποιητικές λεπτομέρειες στο ύφασμα, και, κυρίως με τα χρωματικά τους πρόσθετα: ένας γιακάς, ένα παπιγιόν, μια πατιλέτα πουκαμίσου, τα κουμπιά ενός άλλου ή οι σόλες παπουτσιών, οι πτυχές μιας πλισέ φούστας ή οι ρίγες ενός κοστουμιού κ.ά. σε κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο κλπ. διαχωρίζουν τους υπαλλήλους και, ίσως, δημιουργούν μια χρωματική ιεραρχία.
Η κινησιολογία της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη συμβάλλει τα μέγιστα στην κωμικότητα της κατάστασης, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος πρώτιστα στα ευκίνητα σώματα των Τάσου Λέκκα (Μπάλλας) και Ορέστη Χαλκιά (του μεταφραστικού), στην αεικίνητη γραμματέα της Αλεξάνδρας Μαρτίνη, αλλά και στην απεγνωσμένη κινησιολογία, καθώς δεν καταφέρνει ποτέ να αρθρώσει λόγο, του Φάνη Μιλλεούνη στον ρόλο του Κολώνα. Ο κολλημένος στην πολυθρόνα, ανίκανος μεταφραστής της Fedem του Αλέξανδρου Βάρθη δίνει τη δική του κωμική συμβολή με τις συνεχείς εκφραστικές εναλλαγές του, οι οποίες συνοδεύονται και από την ανάλογη εκφορά εξεζητημένου, συχνά άνευ νοήματος, λόγου. Δίπλα του, ψυχρή εγκάθετη Πρόεδρος του μεταφραστικού, η Ελίζα Σκολίδη και καταφεύγων, απεγνωσμένος, στην ταχυλογία του και τη συνεχή απορία χαραγμένη στο πρόσωπο ο Διευθυντής Γκρος του Θανάση Βλαβιανού ολοκληρώνουν το επιτυχημένο υποκριτικό σύνολο της Ομάδας.
Η σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου δημιουργεί μια σφιχτοδεμένη παράσταση με ένα σύνολο ηθοποιών που κινείται με γοργούς ρυθμούς και αναπτύσσει προσεγγιστικούς κώδικες υποσυνόλων με απόλυτη αρμονία, σκιαγραφώντας, μέσω εξεζητημένης εκφοράς λόγου, εκφραστικότητας και κινησιολογίας την κωμικοτραγικότητα του γραφειοκρατικού συστήματος μέσω αυτών που το υπηρετούν. Μια παράσταση που σαρκάζει κάθε απόπειρα παράλογου εκσυγχρονισμού, τον οποίο φαντασιώνεται κάποιος υψηλά ιστάμενος προκειμένου να αποδείξει ότι παράγει νεωτερικό έργο, ενώ στην ουσία διαλύει το σύστημα και εξυπηρετεί εγκάθετους που αισχροκερδούν.
Οι φωτογραφίες είναι της Ελίνας Γιουνανλή.
*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.