Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Γιαγιάδες

Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος, Μα Γκραν’ Μα. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος. Πειραματική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου-Θέατρο REX-Σκηνή «Κατίνα Παξινού»

Μια τρυφερή, συγκινητική κατάθεση με αφορμή τη γιαγιά του Άννα κάνει στο έργο που συνέλαβε και δραματοποίησε ο και σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος στη δεύτερη αυτή δουλειά του, η οποία ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ταυτόχρονα, πρόκειται για έναν φόρο τιμής σε όλες τις γιαγιάδες, που κάποτε ήταν νέες, που έζησαν μια λιγότερο ή περισσότερο δύσκολη ζωή, στην Αθήνα ή στην επαρχία, συντηρητικές και ολιγομίλητες ή κοκέτες μέχρι τα βαθιά γεράματα,  που ξενιτεύτηκαν μικρές ή όχι, που, όλες, όμως,  ηλικιωμένες τις γνώρισαν τα εγγόνια τους και έτσι τις ανασύρουν στη μνήμη τους.

Μια παλιά φωτογραφία της γιαγιάς με τον παππού νέους στον τοίχο, ένα άνοιγμα-τάφος της γιαγιάς που έφυγε, ένα δωμάτιο γηροκομείου ή ασύλου, όπου η γιαγιά θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Οι σύντομες αναμνήσεις από τη γιαγιά, το σπίτι της, τις μυρωδιές της, που φέρουν στη σκηνή ο εγγονός ή η εγγονή της, στοιχειοθετούν το υλικό αυτής της παράστασης.

Η ιδέα για μια τέτοια παράσταση είναι ευπρόσδεκτη και οι πέντε νεαροί ηθοποιοί την υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο, είτε εκφέροντας λόγο κατά μόνας είτε όλοι μαζί. Αν και η περίφημη «χορικότητα», που δεν είναι άλλο από την παλιά, γερμανικής καταγωγής για τον Χορό του  αρχαίου δράματος, συνεκφώνηση έχει πλέον πολυχρησιμοποιηθεί και αρμόζει καλύτερα σε εκδοχές μουσικού θέατρου, όπου η φωνή ενσωματώνεται στην όλη μουσικότητα ως ένα ακόμη όργανο.

Επιπλέον, αν στα κομμάτια όπου, με αφορμή τη γιαγιά Άννα και τη δική της ιστορία, ανατρέχουν όλοι στις δικές τους, διαφορετικές γιαγιάδες δίνοντας έτσι  την αίσθηση συλλογικής περφόρμανς, που είναι και το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι της παράστασης, η υπόλοιπη δραματουργική σύνθεση και σκηνοθεσία  ξεφεύγουν από τη συγκεκριμένη λογική, σε μια προσπάθεια να ενσωματωθούν σκηνικά αλλότρια στοιχεία.

Έτσι, όταν στο βάθος της σκηνής εμφανίζεται ένα δωμάτιο (γηροκομείου, σπιτιού, ασύλου;), με πλήρη ρεαλιστικό εξοπλισμό (από το κρεβάτι ως τις κουρτίνες), όπου βρίσκεται η ανήμπορη «γιαγιά», η αναφορά στην πρόσφατη παράσταση του Μάριο Μπανούσι Goodbye, Lindita είναι κραυγαλέα.

Το δε ξεγύμνωμα και πλύσιμο με σφουγγάρι της γιαγιάς από τον εγγονό (που αν και συγκινητικό στο τελετουργικό του μοιάζει εξωπραγματικό ως πράξη), αν δεν παραπέμπει στο Περί της εννοίας του προσώπου του Υιού του Θεού του Ρομέο Καστελλούτσι, όπου ο γιος πλένει τον ανοϊκό πατέρα, είναι μια ακόμα αναφορά στην παράσταση του Μπανούσι. Δεν ξέρω, όμως, αν ο επίσης νεαρός Μπανούσι έχει ήδη οριστικοποιήσει το σκηνοθετικό του όραμα, έτσι ώστε να αποτελεί ήδη διαπαραστασιακή αναφορά, και μάλιστα από μια ξένη, ως προς την υπόλοιπη διάρθρωσή της, παράσταση.

Στα μειονεκτήματα της παράστασης θα έθετα και την συχνά υπερβολικά πομπώδη μουσική του Δημήτρη Ροΐδη, η οποία μοιάζει να προετοιμάζει για κάτι συγκλονιστικό – και μάλιστα σε νεκρή δράσης σκηνή ‒ που τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι άλλο από το άνοιγμα για να αποκαλυφθεί το δωμάτιο της γιαγιάς. Ακόμη, χωρίς λειτουργικότητα για τη δράση αποτελούν και οι επαναλαμβανόμενοι καπνοί που καλύπτουν σκηνή και πλατεία και μοιάζουν με ανώφελο (και μάλλον ενοχλητικό για τέτοιον μικρό χώρο) εφέ.

Γενικά, το πρόβλημα τόσο στη δραματουργία (με τη συμβολή της Ασπασίας-Μαρίας Αλεξίου, συνεργάτιδας και του Μ. Μπανούσι) όσο και στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου εντοπίζεται στο γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να συνυπάρξουν παράταιρα μεταξύ τους στοιχεία, όπως το θέατρο επινόησης και το ρεαλιστικό θέατρο, ο σκηνοθετημένος συλλογικός «αυτοσχεδιασμός» και το βαρύγδουπο τελετουργικό. Πιστεύω ότι αν η παράσταση είχε διατηρήσει την αρχική λογική της σε όλη της τη διάρκεια, με τρυφερές αναδρομές, εν είδει προσωπικών καταθέσεων, στις γιαγιάδες, ανασύροντας αποσπάσματα μνήμης, ευχάριστα ή τραυματικά, εντός του ίδιου σκηνικού, θα είχε επιτελέσει σωστότερα τον στόχο της: εκείνον μιας επιτελεστικής δράσης, όπου ο συγκινητικός λόγος για τη γιαγιά θα αντιπαρατίθετο στη νεανική φρεσκάδα του εκφέροντος τον λόγο ηθοποιού.

Για το σκηνοθετικό ζητούμενο, τα σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα ήταν απόλυτα επιτυχημένα, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα. Μέτριας αισθητικής βρήκα τα κοστούμια της Ουρανίας Φραγγέα, ενώ η κινησιολογία των ηθοποιών στις συλλογικές τους δράσεις από τη Δάφνη Δρακοπούλου είχε ενδιαφέρον.

Όπως προανέφερα, οι πέντε νεαροί ηθοποιοί υπηρέτησαν με νεανική ενέργεια στον μέγιστο βαθμό τον σκηνοθετικό στόχο: Θοδωρής Βραχάς, Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Ιόλη Χαραλαμποπούλου, Εύη Χρόνη και ο Πύρρος Θεοφανόπουλος, ο οποίος, ας μου επιτραπεί να πω ότι ξεχώρισε για την τονικότητα της φωνής, την κινησιακή του ρευστότητα και την εκφραστικότητα. Στον ρόλο της γιαγιάς η Ανδριανή Τουντοπούλου δημιούργησε μια καθηλωτική φιγούρα.   

Οι φωτογραφίες είναι του Θεόφιλου Τσιμά.

*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.

 

Απόψεις