Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Αποδομώντας την ψυχανάλυση

Νίκολας Ράιτ, Η Κυρία Κλάιν. Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη. Θέατρο Αργώ.

Ο Νοτιοαφρικανός Νίκολας Ράιτ, γεννημένος στο Κέιπ Τάουν (1940), αλλά από νωρίς εγκατεστημένος στο Λονδίνο, γράφει το έργο του Η Κυρία Κλάιν το 1988. Είναι προφανές, ότι, παίρνοντας στοιχεία από τη βιογραφία της γνωστής Αυτριακο-εβραίας ψυχαναλύτριας Μέλανι Κλάιν (1882-1960), δημιουργεί ένα έργο, όπου, μέσω των συγκρούσεων που η τελευταία έχει κυρίως με την κόρη της Μελίτα, επίσης ψυχαναλύτρια, αποδομεί την ίδια την αποτελεσματικότητα της ψυχανάλυσης, έτσι τουλάχιστον όπως την διατύπωσε η ίδια η Μ. Κλάιν. Οι δύο γυναίκες «μονομαχούν» επιχειρηματολογώντας με ψυχαναλυτικούς όρους, οι οποίοι, συχνά, αποδεικνύονται απλά πέπλα συγκάλυψης της ανικανότητάς τους να αναπτύξουν υγιείς σχέσεις.

Το έργο τοποθετείται στο Λονδίνο, το 1934, όπου η Κλάιν μετακόμισε το 1925, αφού προηγουμένως είχε μεταβεί, λόγω του αντισημιτικού  κλίματος στην πατρίδα της, στη Βουδαπέστη. Εκεί άρχισε την ψυχανάλυση με τον Σάντορ Φερέντσι, Ούγγρο Ψυχίατρο, από τους πρωτεργάτες της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον χώρο αυτό και έγινε μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βουδαπέστης. Εκεί θα παρουσιάσει την πρώτη της εργασία για παιδιά, χώρο με τον οποίο θα ασχοληθεί συστηματικά στη συνέχεια, βασισμένη πάνω στην ψυχανάλυση ενός πεντάχρονου παιδιού, του Έριχ.

Ο Έριχ ήταν ο δεύτερος γιος της, ο οποίος δεν αναφέρεται στο έργο του Ράιτ, επικεντρωμένο στον πρώτο, στην πραγματικότητα, γιο της, τον Χανς και το ξαφνικό του θάνατο, ο οποίος υποτίθεται ότι, όπως και  η κόρη της, είχαν αποτελέσει αντικείμενο ψυχανάλυσης προκειμένου η μητέρα τους να γράψει τις επιστημονικές εργασίες της. Θάνατος, ο οποίος θα θέσει σε λειτουργία την οριστική σύγκρουση μητέρας και κόρης, ενώπιον μιας άλλης, νεαρής ψυχαναλύτριας/επίδοξης ασθενούς της Κλάιν, της Πόλα.

Δύο χρόνια πριν από τη χρονολογία που διαδραματίζεται το έργο, το 1932, η Κλάιν είχε εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, την Ψυχανάλυση των παιδιών, όπου εισάγει και την έννοια των «αντικειμενοτρόπων σχέσεων», ερμηνεύοντας τη σχέση βρέφους και μητέρας, σχέση που διαμορφώνει στο εξής όλη  τη ζωή των ανθρώπων.

Έχοντας ήδη, λόγω των ιδεών της, έρθει σε σύγκρουση με την Άννα Φρόυντ, οι απόψεις της θα διχάσουν ακόμη και τη Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία σε κλαϊνικούς και φροϋδικούς.

Ο Νίκολας Ράιτ, διαθέτοντας πλούσιο θεωρητικό υλικό πάνω σε μια αμφιλεγόμενη επιστήμονα και, κυρίως, το πραγματικό γεγονός της σύγκρουσης με την κόρη της Μελίτα, θα προσπαθήσει να αναπτύξει αυτή τη σύγκρουση αφενός μέσω του θανάτου του Χανς και αφετέρου μέσω ψυχαναλυτικών όρων, οι οποίοι διατρέχουν, ως ερμηνευτικοί δείκτες των σκηνικών συμπεριφορών, το κείμενο.

Είναι, ωστόσο, αλήθεια, ότι, παρά τη ρεαλιστική γραφή,  υπάρχουν αρκετές δραματουργικές αστοχίες, αναίτιες συσκοτίσεις, ανεπίδοτες ατάκες, ανεξήγητοι πλατειασμοί, που φυσικά δεν οφείλονται στην εξαιρετική μεταφράστρια, την καθηγήτρια Έλση Σακελλαρίδου, η οποία αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο που έχει στα χέρια της. Οι δραματουργικές αστοχίες, ωστόσο, αποδεικνύονται, επιπροσθέτως, και από το στοιχειωδώς  σχεδιασμένο πρόσωπο, εκείνο της Πόλα, μιας τρίτης συνισταμένης στη σύγκρουση μητέρας-κόρης, της οποίας ο ρόλος, πέραν μίας σκηνής ‒εκείνης όπου πληροφορείται  τις πραγματικές αιτίες του θανάτου του Χανς‒ παίζει ελάχιστο ρόλο στη ροή του δράματος. Γι’ αυτό και ο στόχος της, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, να αντικαταστήσει την κόρη της Κλάιν, τη Μελίτα, φαντάζει χωρίς να έχει δραματουργικά προετοιμαστεί, αποτελώντας πυροτέχνημα δίχως ανάφλεξη.

Έχοντας να χειριστεί σκηνικά αυτό το κείμενο, η σκηνοθέτις Χρύσα Καψούλη δημιουργεί την ατμόσφαιρα μιας υποβόσκουσας σύγκρουσης, προτείνοντας στις ηθοποιούς της την εσωτερικευμένη αντιπαράθεση, ήτοι διατυπωνόμενες απόψεις χωρίς εμφανείς συγκρούσεις ήτοι χωρίς εντάσεις φωνής, μεγάλες χειρονομίες, κινησιακές εκρήξεις. Η μόνη έκρηξη που θα σημειωθεί σε ένα καθοριστικό σημείο του έργου είναι αμιγώς σκηνική, με τη μορφή του έντονα κόκκινου φωτισμού που κατακλύζει τη σκηνή, συνοδευόμενου από τη φωνή της Diamanda Galás. Μια τέτοια σκηνοθετική παρέμβαση μοιάζει με λύτρωση από συσσωρευόμενες, χωρίς διέξοδο, εντάσεις.

Σε αυτή τη λογική κινούνται και οι τρεις ηθοποιοί της παράστασης: η Αιμιλία Υψηλάντη, με έλεγχο της φωνής, κινείται με τη χαρακτηριστική «αποστασιοποίηση» του προσώπου που ερμηνεύει (Μέλανι Κλάιν), ιδιότητα που επανέρχεται συχνά στο λεξιλόγιο της ψυχαναλύτριας, αποφεύγοντας κάθε είδους φωνητική ή χειρονομιακή ένταση, διατηρώντας μέσα στην κομψότητά της την παράλογη ηρεμία, ακόμη και στην είδηση του θανάτου του γιου της. Χαμηλότονη, εσωτερική, μυστηριώδης, δίνει οντότητα στο πρόσωπο της Κλάιν μεγαλύτερη από εκείνη που της έδωσε ο συγγραφέας.

Δίπλα της, η Νατάσα Καλογρίδη (Μελίτα) ανταποκρίνεται με τον ίδιο έλεγχο φωνής και κίνησης, ώστε ακόμη και η έκρηξή της να μην υπερβαίνει τη σύμβαση (σκηνική όσο και μεταξύ των δραματικών προσώπων), δίνοντας, ωστόσο, μια αξιοσημείωτη ερμηνεία, ειδικά στις τελευταίες σκηνές με τις ρέουσες εναλλαγές διάθεσης και τονισμών, αποδεικνύοντας την υποκριτική της ποιότητα. Μια στιβαρή ερμηνεία. Τέλος, στον άχαρο, όπως σχεδιάστηκε δραματουργικά, ρόλο της Πόλα, η Σάρα Εσκενάζη, με τη μονότονα μεταλλική φωνή υποτακτικού, που έκρυβε τα όποια συναισθήματα ή τις όποιες απώτερες βλέψεις, έδωσε πνοή και σχήμα στο πρόσωπο, χάρη και στην ωραία σκηνικά παρουσία της.

Το μάλλον σύγχρονης αντίληψης σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη αποτελείτο από ένα γωνιακό σύνθετο με ντουλάπια και ράφια και κάποιους εύκολα μετακινούμενους πάγκους, αρκετά σκηνικά αντικείμενα και, κυρίως, έναν κισσό που κάλυπτε ολόκληρη την κατασκευή. Παρέπεμπε, ίσως, στον τρόπο που η Κλάιν περιέβαλλε ασφυκτικά τα παιδιά της ‒αντικείμενα των ερευνών της‒, ίσως, όμως, και την ίδια την πρωταγωνίστρια του έργου, την ψυχανάλυση, και τον τρόπο που εγκλωβίζει χωρίς διέξοδο διαφυγής τους ίδιους αυτούς που την υπηρετούν, σκοτώνοντας τις ουσιαστικές οικογενειακές τους σχέσεις.

Τα κομψά κοστούμια των τριών κυριών, που αναδείκνυαν εύστοχα τους χαρακτήρες τους, σχεδίασε ο Σπύρος Γκέκας. Ο σχεδιασμός των φωτισμών οφείλεται στην Βαλεντίνα Ταμιωλάκη.

*Οι φωτογραφίες είναι του Παναγιώτη Μάλλιαρη.

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι  Ομότιμος Καθηγητής
Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης Παν/μίου Πατρών

 

Απόψεις