Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Πατρική» κακοποίηση – Γυναικεία απελευθέρωση

Μέγκαν Τάιλερ, Ο τρόμος του κροκόδειλου. Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Θέατρο του Νέου Κόσμου

Για άλλη μια φορά ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μας επικοινωνεί ένα σύγχρονο αγγλόφωνο έργο, αυτό της, από τη Βόρεια Ιρλανδία προερχόμενης, νεαρής, ανερχόμενης συγγραφέα και ηθοποιού Μέγκαν Τάιλερ, βραβευμένης στην πατρίδα της για το έργο της Ο τρόμος του Κροκόδειλου, το 2022.

Πρόκειται για ένα έργο που κινείται μεταξύ ωμού ρεαλισμού και ακραίων σουρεαλιστικών καταστάσεων, δραματικότητας και μαύρου χιούμορ, με λεξιλόγιο χωρίς αναστολές, διανθιζόμενο, ωστόσο, από αποσπάσματα Καινής Διαθήκης και στίχους αγγλικών τραγουδιών της δεκαετίας του 1980, έργο που απέδωσε με εύστοχες επιλογές στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Σφακιανάκης.

Πράγματι, το έργο τοποθετείται στα 1989, σε ένα χωριό της Βόρειας Ιρλανδίας, σε μια περίοδο δηλαδή εμπόλεμης κατάστασης, των αποκαλούμενων «Ταραχών», όταν ο IRA επεδίωκε την απεξάρτηση της περιοχής από τη Μ. Βρετανία και την ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Το αγροτικό σπίτι της οικογένειας Ντέβλιν, όπως και τα άλλα της περιοχής,  βρίσκεται υπό τον συνεχή έλεγχο του βρετανικού στρατού, ένα είδος, δηλαδή, εξωτερικού καταπιεστή που σπέρνει τρόμο με τις αυθαίρετες εισβολές του, κακοποιώντας, άνευ λόγου, τους ενοίκους. Ταυτόχρονα, στο σπίτι αυτό, υπάρχει ένας εξίσου σκληρός κακοποιητής απέναντι σε σύζυγο και τις δύο κόρες του, ο πατέρας Ντέβλιν, ο οποίος, κατά τη στιγμή έναρξης του έργου, βρίσκεται πλέον ανάπηρος από τη βιαιότητα που υπέστη κάποτε από τον βρετανικό στρατό. Ζει με τη μία του κόρη, την Αλάννα, η οποία τον υπηρετεί πιστά, απόλυτα υποταγμένη στη θέληση και τις εντολές του. Η άλλη κόρη, η Φιάννα, εξαφανισμένη εδώ και χρόνια, βρέθηκε από τα δεκάξι της στη φυλακή, κατηγορούμενη για μια φωτιά, κατά την οποία κάηκε η μητέρα τους, μια φωτιά που τελικά είχε βάλει η αδελφή της. Τα τελευταία χρόνια, μετά την αποφυλάκισή της, έχει καταταγεί στον IRA, αγωνιζόμενη για την ελευθερία τους.

Στο τώρα της σκηνικής δράσης, η Φιάννα θα εισβάλει κυριολεκτικά, μετά τόσα χρόνια, στο σπίτι τους, ενάντια στη θέληση της Αλάννα, η οποία τρομάζει με κάθε τι που θα την βγάλει από τη ρουτίνα που έχει επιβάλλει στον εαυτό της, μια ρουτίνα καταπιεστικής αυτοτιμωρίας της, λόγω των ενοχών της για τον θάνατο της μητέρας τους. Οι δύο αδελφές θα συγκρουστούν, θα τα βρουν μεταξύ τους αναθυμούμενες το παρελθόν και τη μητέρα τους πίνοντας τζιν, θα δράσουν διαδοχικά κατά του χρόνιου καταπιεστή-κακοποιητή τους, του πατέρα τους: η μεν Φιάννα πυροβολώντας τον στο παράλυτο πόδι του, η δε «συμβιβασμένη» Αλάννα κόβοντας με αλυσοπρίονο και τα δύο του πόδια, αφήνοντας τον να αιμορραγεί έως θανάτου. Αν ωστόσο ο εσωτερικός «εχθρός» κατατροπώνεται από τη συνεργασία των δύο αδελφών, ο εξωτερικός «εχθρός», ο βρετανικός στρατός, παραμένει ενεργός και εξίσου επικίνδυνος.     

Το σουρεαλιστικό στοιχείο παρεμβαίνει μέσω μια διήγησης της Φιάννα για τη φυλή των Ασμάτ, η οποία περιστοιχίζεται από τεράστιους κροκόδειλους, οι οποίοι αρπάζουν και τρώνε τους ανθρώπους της. Πιστεύεται ότι πρόκειται για μετενσαρκώσεις κακών ανθρώπων που έβλαψαν τη φυλή τους και γι’ αυτό τους σκοτώνουν, τους τεμαχίζουν και τους τρώνε για να σταματήσει το κακό. Ως έναν τέτοιο κροκόδειλο αντιμετωπίζουν τώρα οι Αλάννα και η Φιάννα τον πατέρα τους. Και πράγματι, στην τελευταία σκηνή, όταν αυτός πεθαίνει, ένας τεράστιος κροκόδειλος εμφανίζεται στη θέση του, ο οποίος έχοντας καταβροχθίσει τον βρετανό στρατιώτη-εκπρόσωπο της πολιτικής βίας, που έκανε έφοδο στο σπίτι τους, επιδιώκει να καλοπιάσει την Αλάννα, για να την θέσει, ακόμη μια φορά, υπό τις διαταγές του. Ο μύθος των Ασμάτ παίρνει σάρκα και οστά και απομένει το αν οι δύο αδελφές  θα συνεργαστούν ξανά, παρά την αντιπαλότητά τους,  για να απαλείψουν οριστικά το κακό που αντιπροσωπεύει ο πατέρας-κροκόδειλος: το κοινωνικό κακό της ανεξέλεγκτης βίας της πατριαρχίας.

 Η Μαγδαληνή Αυγερινού συνθέτει ένα ρεαλιστικό σκηνικό εποχής με προσοχή στη λεπτομέρεια, καλαίσθητο όσο και απόλυτα λειτουργικό, με επίκεντρο μια ευρύχωρη κουζίνα, εντός της οποίας  διαδραματίζεται η δράση. Οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου, άλλοτε σε θερμούς τόνους του κίτρινου και άλλοτε σε ψυχρούς γαλάζιους, με ταυτόχρονες μικρές εστίες θερμού φωτός ακολουθούν τις διακυμάνσεις της δράσης.

Σε αυτό το περιβάλλον, με την έναρξη του έργου, η Αλάννα της Σύρμω Κεκέ, δίνει το βωβό εκφραστικό και κινησιακό υποκριτικό ρεσιτάλ της ως εμμονική με την καθαριότητα, τρίβοντας επί ώρα τα μάτια της κουζίνας της, αναντίρρητα θρησκευάμενη και ευσεβής, με τη χαρακτηριστική της φούστα και τα ατσούμπαλα μαζεμένα μαλλιά, αλλά και με παράλογα ξεσπάσματα επίδοσης σε κρυφές απολαύσεις-ηρεμιστικά, όπως τρώγοντας τα κρυμμένα πατατάκια της ή ανάβοντας αρωματικά στικς. Μια ερμηνεία-σταθμός στην καριέρα της.

 Σε πλήρη αντίθεση, η Φιάννα της Άννας Καλαϊτζίδου, ορμητική, ειρωνική, σχεδόν χλευαστική, απελευθερωμένη, υπερκινητική, με έντονη εκφορά λόγου, μοντέρνα ντυμένη, δημιουργεί το γυναικείο αντίβαρο που θα προκαλέσει την ανατροπή, αλλά και την αφύπνιση της Αλάννα. ‘Ένα γυναικείο δίδυμο με συχνές εναλλαγές στη συμπεριφορά και στις φωνητικές τονικότητες, το οποίο γεμίζει καθ’ όλη την παράσταση τη σκηνή, αφήνοντας αναγκαστικά, με την ξέχειλη ενέργειά του, στο περιθώριο τους αντρικούς (μικρότερους) ρόλους του Δημήτρη Γεωργαλά ως Πατέρα Ντέβλιν και του Θοδωρή Λαμπρόπουλου, του οποίου η άγουρη ερμηνεία και αμήχανη κινησιολογία οδηγούσε σε ηθελημένη γελοιοποίηση τον βρετανό στρατιώτη-εισβολέα.

Ο πλήρης κινησιολογικός συντονισμός των δύο ηθοποιών επί σκηνής, που δεν επέτρεπε ούτε στιγμιαίες κινητικές αδράνειες, όπως και η χορογραφία οφείλονται στην Ξένια Θεμελή. Μέγιστο ατού της παράστασης και εκ των πρωταγωνιστών της, η εξαίρετη μουσική-ηχητικό πλαισίωμα του Γιώργου Πούλιου, ένα συνεχές άκουσμα απειλητικών ήχων σε διαβαθμίσεις και εναλλαγές, προειδοποίηση για την ύπαρξη ενός διάχυτου αν και αόρατου κινδύνου. Αίσθηση που μόνο τα τραγούδια της δεκαετίας του ’80, μνήμες της μητέρας τους (της χαμένης θηλυκότητας),  διασκέδαζαν προσωρινά,  χωρίς όμως να μπορούν να εξαφανίσουν την, υποδηλούμενη ηχητικά, πατριαρχική βία οριστικά.

Μια μικρή δραματουργική (και αναγκαστικά σκηνοθετική) αμηχανία σημειώνεται μετά τον βίαιο ακρωτηριασμό του πατέρα, όπου μοιάζει το κείμενο να πλατειάζει. Στην πραγματικότητα, κερδίζεται σκηνικός χρόνος, ώστε να επέλθει ο θάνατος του πατέρα, η είσοδος του στρατιώτη και η σουρεαλιστική μετενσάρκωση του Ντέβλιν σε κροκόδειλο (κατασκευή: Αλέκος Μπουρελιάς – Archlabyrinth), κάτι που θα διευκολύνει τις δύο αδελφές να προβούν στην οριστική του εξολόθρευση, ως διέξοδο προς τη δική τους χειραφέτηση.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ευαίσθητος αποδέκτης δραματικών κειμένων με πολιτικο-κοινωνικά μηνύματα, σκηνοθετεί με καθαρή ματιά και γκροτέσκα όσο και παιγνιώδη διάθεση το ανατρεπτικό κείμενο της Τάιλερ, ωθώντας τις δύο ηθοποιούς του να κινηθούν, με επιδέξια ερμηνευτική ισορροπία, ισοβαρώς μεταξύ μαύρου χιούμορ και αποκρουστικής βιαιότητας, σε μια προσπάθεια γυναικείας επιβίωσης απέναντι σε έναν κόσμο που ορίζεται από την πολλαπλών εκφάνσεων αντρική καταπίεση.

Οι φωτογραφίες είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.

 

*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του: Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδ. 24γράμματα.

 

Απόψεις