Επιμέλεια: Εύα Νικολαΐδου
Η Μάνια Παπαδημητρίου αποδίδει τους ρόλους με αυθεντικότητα, διεισδυτικότητα, με μοναδικό τρόπο, πάντα αξιοπρόσεκτο, είτε σε έργα του Μολιέρου είτε στην «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν, που είναι παγκόσμιας δραματουργίας. Η Μάνια απαγγέλει, διδάσκει, σκηνοθετεί. Είναι αστείρευτη.

«Αναλογιζόμενη τα χρόνια που είμαι στο θέατρο, μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες στιγμές που μου έδωσαν να καταλάβω πράγματα σημαντικά για το τί είναι υποκριτική, αλλά και τη σχέση της με μένα προσωπικά. Άλλα από αυτά ήταν τυχαία γεγονότα και στιγμές που κάτι συνέβαινε στη ζωή και αυτό με βοηθούσε να καταλάβω κάτι που έπρεπε να κάνω στη σκηνή. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι συγκεκριμένοι που έτυχε να έρθουν στη ζωή μου με αφορμή κάποιες παραστάσεις και με καθοδήγησαν έτσι ώστε μου άνοιξαν δρόμους και διαδρομές που ποτέ δεν τις ξέχασα γιατί αποτέλεσαν εφόδια που μέχρι σήμερα ανατρέχω σε αυτά. Ο ένας ήταν ο Βασίλης Παπαβασιλείου με τα τέσσερα έργα στα οποία έπαιξα μαζί του, ως σκηνοθέτη δηλαδή, «Το καινούριο σπίτι» του Γκολντόνι, το «Ζουβέ -Ελβίρα» της Μπριζίτ Ζακ, την «Κληρονομιά» του Μαριβώ και το «Πίστη- Αγάπη -Ελπίδα» του Έντεν φον Χόρβατ.

Τον Βασίλη τον θεωρώ κάτι περισσότερο από δάσκαλό μου, τον θεωρώ πατέρα μου στο θέατρο αφού αυτός πρώτος μου εμπιστεύθηκε έναν μεγάλο πρωταγωνιστικό ρόλο και με βοήθησε να ανοίξω τα φτερά μου όταν ήμουν 23 ετών. Με αυτόν έμαθα πως πρέπει να εμπιστεύομαι το ρυθμό στο θέατρο και να μην φοβάμαι την μονοτονία και την μεγάλη χειρονομία. Μου έμαθε ακόμα πως ο συνδυασμός πνευματικότητας και κλοουνερί είναι πολύ γοητευτικός δρόμος για το θέατρο. Και τον ακολούθησα και τον ακολουθώ μέχρι σήμερα.
Ο δεύτερος άνθρωπος ήταν η Ρούλα Πατεράκη που δούλεψα μαζί της στα έργα «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ στη διασκευή του Θανάση Χατζόπουλου, «Ο Βυθός» του Γκόρκι σε διασκευή δική της, και «Οιδίποδες» σε μετάφραση Γιάννη Λιγνάδη όπου έκανα την Ιοκάστη.

Με τη Ρούλα συναντήθηκα όταν ήμουν ήδη αρκετά χρόνια στο θέατρο αλλά, ενώ νόμιζα ότι είχα κατακτήσει ένα κομμάτι τεχνικής στο λόγο, ωστόσο υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν είχα ανακαλύψει σε σχέση με τον άξονα και την σωματικότητα και το πώς αυτά μπορούν να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν και τη φωνή και την έκφραση. Οι ασκήσεις της Ρούλας και η επιμονή της στη φόρμα και στο ζωντάνεμα της φόρμας σε συνδυασμό με τον λόγο με βοήθησε να βρω καινούριους δρόμους.
Αυτούς τους δύο σκηνοθέτες θεωρώ βασικούς μου δασκάλους όμως θεωρώ ότι κέρδισα πάρα πολλά και από άλλους σκηνοθέτες μου, όπως τον Σταύρο Ντουφεξή που μου έμαθε τον ορίζοντα και την απεύθυνση σε αυτόν. Τον Νίκο Μαστοράκη που μου έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξω την κλοουνερί που διδάχθηκα από τον Παπαβασιλείου συνδυαστικά με τον απόλυτο ρεαλισμό, να ανακαλύψω δηλαδή την δυνατότητα να συναντήσεις τον κλόουν μέσα στη ζωή την ίδια. Την Έλλη Παπακωνσταντίνου που μου έμαθε πόσο μια λάθος χειρονομία μπορεί να σε αποσυντονίσει και να μην μπορείς να βρεις το ρόλο ενώ μια σωστή χειρονομία, όσο ξένη και αν σου φαίνεται στην αρχή μπορεί να σε καθοδηγήσει στο σωστό συναίσθημα και χαρακτήρα, κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή πετύχαινα μόνο δια μέσω του λόγου.
Και φυσικά αγαπώ πάντα και τιμώ όλους τους δασκάλους μου στη σχολή του Κουν: Γιώργο Λαζάνη, Μίμη Κουγιουμτζή, Γιώργο Αρμένη, Γιάννη Ρήγα, Γιάννη Μόρτζο που μου έδωσαν τις βάσεις της υποκριτικής, που όμως τότε δεν ήξερα πώς να τις οργανώσω έτσι ώστε να πετυχαίνω αυτό που ήθελα κάθε φορά. Χρειάστηκαν δέκα με είκοσι χρόνια ακόμα και η συνάντηση με Παπαβασιλείου και Πατεράκη για να φωτιστούν μέσα μου όλα τα στοιχεία και να μου δώσουν εξηγήσεις και εφόδια για την ερμηνεία σε έργα κλασικά και τις μεγάλες σκηνές.
Τώρα, σαράντα χρόνια μετά, νιώθω ότι χρειάζομαι πάλι έναν καινούριο δάσκαλο στο δρόμο μου που όμως συχνά είναι οι ίδιοι οι μαθητές μου που αποτελούν το καινούριο μου σχολείο καθώς είναι τόσο διαφορετική η εποχή μέσα από την οποία μας έρχονται με την ορμή και τον δυναμισμό τους. Πραγματικά τους χαζεύω μερικές φορές για τις απρόσμενες για μένα επιλογές που κάνουν , που όμως γι’ αυτούς είναι αναφορές σε οικείες εικόνες και φόρμες από τα σύγχρονα μέσα, που αποτελούν τον κόσμο τους. Φροντίζω να τους μαθαίνω αυτά που μου δίδαξαν οι παλιοί μου δάσκαλοι , λέγοντας πάντα ποιος μου δίδαξε τί, ώστε να τους διευκολύνω να επιτύχουν να εκφράσουν αυτό που οι ίδιοι έχουν μέσα στη φαντασία τους και στην ψυχή τους. Λόγος, ρυθμός και σωματικότητα σε σωστές αλληλοσυμπληρούμενες δόσεις, που πρέπει να είναι προϊόν επιλογής και συνειδητότητας και όχι τυχαίες χειρονομίες πάνω στη σκηνή. Όσο για το συναίσθημα αυτό που χρειάζεται είναι πολιορκία των ρωγμών τόσο στο λόγο όσο και στην κίνηση , όπως μας δίδαξε ο άλλος σπουδαίος και εξαιρετικά ιδιαίτερος Λευτέρης Βογιατζής που δούλεψα μαζί του σε ένα μόνο έργο αλλά οι συμβουλές του ήταν σημαντικότατες και με ακολουθούν.