Στις 5 Μαϊου 1981 πέθανε, μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας, στις φυλακές Μέιζ, κοντά στο Μπέλφαστ, ο Μπόμπι Σάντς, μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙRA), αγωνιστής για την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας και την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο θάνατος του πυροδότησε ένα διεθνές κίνημα καταδίκης της καταπίεσης των καθολικών της Βόρειας Ιρλανδίας από το βρετανικό κράτος και αλληλεγγύης στον αγώνα τους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο Μπόμπι Σάντς έγινε πρόσωπο- σύμβολο αυτού του αγώνα.
Γεννήθηκε το 1954 στο Μπέλφαστ και κατάλαβε από μικρός μαθητής τι σημαίνει να είσαι καθολικός στην βρετανοκρατούμενη Β. Ιρλανδία, όπου οι Βρετανοί συντηρούσαν και ενίσχυαν το διαχωρισμό του πληθυσμού σε προτεστάνες και καθολικούς, για να διαιωνίζουν, με το «διαίρει και βασίλευε», την κυριαρχία τους. Στα 15 εγκαταλείπει το σχολείο και μετά από διετή φοίτηση σε τεχνική σχολή, πιάνει δουλειά σε μια επιχείρηση κατασκευής αμαξωμάτων, απ΄ όπου απολύεται εξαιτίας της καταγωγής του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με μια επίθεση προτεσταντών κατά του σπιτιού της οικογένειας του, τον οδηγεί στην απόφαση για τη στράτευση του στον ΙRA, το 1972.
Τρεις μήνες μετά τη στράτευση του, συλλαμβάνεται, δικάζεται και φυλακίζεται για τρία χρόνια, γιατί κατά την επιδρομή της αστυνομίας σε ένα σπίτι, όπου βρισκόταν και ο ίδιος, ανακαλυφθηκαν τέσσερα περίστροφα. Μετά την αποφυλάκιση του, το 1976, παντρεύεται και κάνει οικογένεια, ενώ συνεχίζει τη δράση του στον ΙRA. Συλλαμβάνεται και πάλι όταν κατά τη έρευνα της αστυνομίας σε αυτοκίνητο στον οποίο επέβαινε μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του βρέθηκε ένα ρεβόλβερ. Αυτή τη φορά δικάζεται με το νόμο κατά της «τρομοκρατίας» και καταδικάζεται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
Μέχρι το 1976, οι Βορειοιρλανδοί που φυλακίζονταν ως μέλη του ΙRA, θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι. Από την 1η Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, η βρετανική κυβέρνηση τους εξομοιώνει με τους ποινικούς και αυτό έχει ως συνέπεια την απώλεια κάποιων δικαιωμάτων και την ακόμα πιο σκληρή αντιμετώπιση τους. Το γεγονός προκαλεί αντιδράσεις εντός και εκτός των φυλακών. Πολλοί απο τους Βορειοιρλανδούς φυλακισμένους αρνούνται να φορέσουν τις στολές των ποινικών και κατασκευάζουν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας και αντίστασης, στολές από τις κουβέρτες τους. Έτσι έγινε γνωστή η «διαμαρτυρία της κουβέρτας».
Το 1980, ο Μπόμπι Σάντς εκλέγεται από τους συγκρατούμενους συντρόφους του «πρόεδρος». Την 1η Μαρτίου 1981 ξεκινάει η απεργία πείνας των φυλακισμένων αγωνιστών στις φυλακές Μέιζ. Παρά το γεγονός ότι το Σιν Φέιν, το πολιτικό κόμμα των Βορειοϊρλανδών Ρεπουμπλικάνων, που έξεφραζε τον IRA, είχε αντιρρήσεις για την απεργία πείνας ως μορφή πάλης, ο Σαντς και οι σύντροφοι του συνεχίζουν. Η διαμαρτυρία των φυλακισμένων προκαλεί κύμα συμπαράστασης σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο η κυβέρνηση Θάτσερ αρνείται οποιαδήποτε παραχώρηση.
Τα αιτήματα των απεργών πείνας ήταν:
- Το δικαίωμα να μην φορούν τη στολή της φυλακής
- Το δικαίωμα να μην κάνουν τις αγγαρείες της φυλακής
- Το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας με άλλους φυλακισμένους,καθώς και το δικαίωμα της οργάνωσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων
- Το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη,ένα γράμμα και ένα δέμα κάθε εβδομάδα
- Πλήρης αποκατάσταση όσων έχασαν κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας.
Λίγες μέρες μετά την κήρυξη της απεργίας πείνας, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή ο ανεξαρτητος Βορειοιρλανδός βουλευτής, Φ. Μαγκουάιρ. Στις εκλογές που προκυρήσσονται, για την κάλυψη της θέσης του στο βρετανικό κοινοβούλιο, στις 9 Απριλίου 1981, όλες οι ριζοσπαστικές δυνάμεις των Ρεπουμπλικάνων της Βόρειας Ιρλανδίας, υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του Μπόμπι Σάντς, ο οποίος εκλέγεται με 30.492 ψήφους, αφήνοντας δεύτερο τον Χάρι Γουέστ, αρχηγό των Ενωτικών (οπαδών της βρετανικής κυριαρχίας στη Β. Ιρλανδία) του Όλστερ. Ήταν μια μεγάλη νίκη των Ρεπουμπλικάνων και μια βαρειά ήττα της κυβέρνησης Θάτσερ.
Ωστόσο, ο Μπόμπι Σάντς δεν θα προλάβει να καθήσει στα έδρανα του βρετανικού κοινοβουλίου, αφού τα ξημερώματα της 5ης Μαϊου 1981 πέθανε εξαιτίας της ασιτίας.
Σε απάντηση σε μια ερώτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, την ίδια μέρα, η Βρετανή πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ είπε: “Ο κύριος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Ο ίδιος επέλεξε να χάσει τη ζωή του. Ήταν μια επιλογή που η οργάνωσή του δεν άφησε σε πολλά από τα θύματα της”…
Μετά τον Σάντς, άλλοι εννέα απεργοί πείνας πέθαναν στις φυλακές Μέιζ. Ήταν οι Φράνσις Χιούζ, Πάτσι Ο’ Χάρα, Ρέιμοντ Μακ Κρις, Τζόζεφ Μακ Ντόνελ, Μάρτιν Χάρσον, Κέβιν Λιντς, Κίραν Ντόχερτι, Τόμας Μακ Άλγουι, Μάικλ Ντέβιν. Ο μικρότερος (ο Άλγουι) ήταν ηλικίας 23 ετών, ο μεγαλύτερος (ο Ντέβιν) είχε μόλις φθάσει τα τριάντα.
Πρώτη δημοσίευση Ημεροδρόμος 5 Μάη 2017