Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο Τζέιμς Κόνλι και η Ιρλανδία

Σαν σήμερα, στις 12 Μάη του 1916, εκτελείται ο κομμουνιστής και ηγέτης της Ιρλανδικής εξέγερσης του 1916, Τζέιμς Κόνλι. Με το θάνατο του κλείνει η μεγαλύτερη εβδομάδα --αυτή της εξέγερσης-- στην ιστορία της Ιρλανδίας, όμως ανοίγει και μία νέα περίοδος, βαθιά επηρεασμένη από τη ζωή του – του Στάθη Παπαδόπουλου

 Του αναγνώστη μας Στάθη Παπαδόπουλου από τον Ημεροδρόμο 12 Μάη 2018:

Σαν σήμερα, στις 12 Μάη του 1916, εκτελείται ο κομμουνιστής και ηγέτης της Ιρλανδικής εξέγερσης του 1916, Τζέιμς Κόνλι. Με το θάνατο του κλείνει η μεγαλύτερη εβδομάδα –αυτή της εξέγερσης– στην ιστορία της Ιρλανδίας, όμως ανοίγει και μία νέα περίοδος, βαθιά επηρεασμένη από τη ζωή του. Γιατί με τη ζωή και το θάνατο του, ο Κόνλι, επηρέασε τα πράγματα από τις μέρες του έως τις δικές μας, γύρω από το ζήτημα της Ιρλανδίας και την υπόθεση του προλεταριάτου. Για το λόγο αυτό το κείμενο θα σταθεί στα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη σκέψη και τη δράση του Κόνλι, την στρατηγική των επαναστατών σοσιαλιστών, την πολιτική κληρονομιά που άφησαν πίσω τους και στην ιστορία της Ιρλανδίας γενικότερα. Επομένως θα γίνει μία αναδρομή στην ιστορία της Ιρλανδίας πριν από τον Τζέιμς Κόνλι αλλά και μετά, υπό την σκέψη του Μαρξισμού-Λενινισμού (Μαρξ,Ένγκελς,Λένιν,Στάλιν).

Τέλος να ξεκαθαριστεί πως στο κείμενο οι σοσιαλδημοκράτες του Κόνλι, αναφέρονται ως επαναστάτες σοσιαλιστές για να μην αναφέρονται συνεχώς οι διαφωνίες που είχαν με τους υπόλοιπους σοσιαλιστές της εποχής. Επίσης οι Ιρλανδοί εθνικιστές που αναφέρονται μέσα δεν έχουν σχέση με τον κλασικό εθνικισμό, όπως και οι Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί δεν έχουν σχέση με τον κλασικό ρεπουμπλικανισμό.

 

Η ιστορία της Ιρλανδίας

 

Το ανθρώπινο είδος φαίνεται να εγκαταστάθηκε στην Ιρλανδία περί τα 10.000 (π.Χ.), το οποίο με την πάροδο των αιώνων ανέπτυξε τον Κέλτικο πολιτισμό. Όμως παρόλο που στις περισσότερες γωνίες του κόσμου αναπτύχθηκε η δουλεία και αργότερα η φεουδαρχία, ως κοινωνικά συστήματα, στην Ιρλανδία οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν οργανωμένοι κάτω από το κοινοτικό σύστημα -πρωτόγονος κομμουνισμός-, περίπου μέχρι τον 10ο αιώνα (μ.Χ). Εκείνη την περίοδο οι Βίκινγκς κατέλαβαν το νησί ως στρατηγικό σημείο για τις επιδρομές τους και η Ιρλανδία πέρασε αρχικά σε ένα σύστημα δουλείας και αργότερα στην φεουδαρχία. Όμως με την πάροδο του χρόνου ενσωματώθηκαν και αφομοιώθηκαν με τους Κέλτες και ουσιαστικά αποτέλεσαν τον μετέπειτα Ιρλανδικό λαό. Το 1171 οι Βρετανοί κατέλαβαν την Ιρλανδία με το πρόσχημα ότι αποτελεί θέση για επιδρομές εναντίον τους, ενώ παράλληλα άρχισαν να ενσωματώνονται με τον ντόπιο πληθυσμό. Όμως μετά τον Αγγλικό εμφύλιο πόλεμο η αστική τάξη που είχε κατακτήσει την εξουσία και είχε ασπαστεί τον προτεσταντισμό για πολιτικούς λόγους, έστησε στο Βορρά μία αποικία Βρετανών- προτεσταντών αποίκων, στους οποίους έδωσε την εξουσία του νησιού τσακίζοντας το παλιό καθεστώς ολοκληρωτικά. Τους επόμενους αιώνες άρχισε να αναπτύσσεται η ντόπια αστική τάξη, ενώ παράλληλα οι Βρετανοί ξαναφομοιώνονταν με τον ντόπιο πληθυσμό. Έτσι το 1798 ο Θίοντορ Γουλφ Τόουν –ο ίδιος κατάγονταν από Βρετανική\προτεσταντική γενιά– επηρεασμένος από τις αστικές επαναστάσεις παρατήρησε, ότι ο λαός της Ιρλανδίας ήταν ένας (δηλαδή δεν χωρίζονταν σε προτεστάντες και καθολικούς), που ζούσε στον ίδιο τόπο με τον ίδιο τρόπο και είχε κοινά συμφέροντα, επαναστάτησε για την εγκαθίδρυση μίας ανεξάρτητης Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Η επανάσταση έγινε από την αναπτυσσόμενη ντόπια αστική τάξη, αλλά απέτυχε με αποτέλεσμα να είναι (αλληλο-)εξαρτημένη από την Βρετανική Αυτοκρατορία. Αργότερα οι Μαρξ και Ένγκελς ανέπτυξαν πλούσια θεωρία και δράση για τον Ιρλανδικό λαό και την Ιρλανδία. Τέλος μετά το λιμό του 1848 η ντόπια αστική τάξη άρχισε να ξαναναπτύσσεται και έτσι ξανάρχισαν οι συζητήσεις για την τύχη της Ιρλανδίας.

 

Ο Τζέιμς Κόνλι

 

Ο Τζέιμς Κόνλι ήταν Ιρλανδός κομμουνιστής και ηγέτης της ιρλανδικής εξέγερσης του 1916, ο οποίος γεννήθηκε το 1868 στην Σκωτία από Ιρλανδούς γονείς. Από μικρός μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, καθώς οι γονείς του ήταν εργάτες, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να εργαστεί από τα δέκα. Στα δεκαέξι αποφάσισε να καταταγεί στο Βρετανικό στρατό προκειμένου να βελτιώσει την θέση του, από τον οποίο όμως, αποχώρησε αηδιασμένος. Η απόφαση εκείνη τον διαμορφώνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Αρχικά συμμετέχει στην Σκωτσέζικη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, στην οποία μετέπειτα εκλέγεται και γραμματέας, ενώ αργότερα, μετά τον γάμο του και την επιστροφή του στην Ιρλανδία (1895) συμμετέχει στη Δουβλινέζικη Σοσιαλιστική Λέσχη. Με την σκέψη του αρκετά μπροστά συντελεί στην εξέλιξη της σε Σοσιαλιστικό Κόμμα, από το οποίο όμως αποχωρεί το 1903, καθώς η ανάγκη της επιβίωσης τον οδηγεί στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Εκεί παραμένει ενεργός με το σοσιαλιστικό κίνημα και οργανώνεται στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, όντας άλλωστε και ίδιος μια ζωή εργάτης. Το 1910 επιστρέφει στην Ιρλανδία και αναπτύσσει πρωτοπόρα δράση ιδρύοντας το Εργατικό Κόμμα (το σοσιαλιστικό είχε διαλυθεί) και πρωτοστατώντας στην συγκρότηση του Συνδικαλιστικού Μετώπου (συγκροτημένο από το Εργατικό Κόμμα) ,με αποκορύφωμα της δράσης του, την οργάνωση της μεγάλης απεργίας του 1913. Από από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και μετά προετοιμάζει τη εξέγερση του 1916, η οποία αποτελεί και το μεγαλύτερο έργο του. Όμως για να δούμε πως έφτασαν τα πράγματα εκεί , πρέπει πρώτα, να παρακολουθήσουμε τις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη και πως ο Τζέιμς Κόνλι έπιασε το πνεύμα της εποχής.

 

Η Ιρλανδία

 

Μετά από αρκετά χρόνια καταπίεσης και εξεγέρσεων στην Ιρλανδία, η Βρετανική κυβέρνηση ξεκινά συζητήσεις -το 1912-, για την παραχώρηση μερικής αυτονομίας (πολιτικής και οικονομικής). Το νομοσχέδιο προκαλεί ανταγωνισμούς ανάμεσα στη φιλοβασιλική Ιρλανδική αστική τάξη του βιομηχανικού βορρά και την εθνικιστική Ιρλανδική αστική τάξη του αγροτικού νότου. Με τα αστικά κόμματα στην υπηρεσία τους καλλιεργούν το μίσος στον Ιρλανδικό λαό και διαιρούν την εργατική τάξη θρησκευτικά σε προτεστάντες (φιλοβασιλικούς) και καθολικούς (εθνικιστές). Στο στρατόπεδο της φιλοβασιλικής αστικής τάξης ένα τμήμα δέχεται το νομοσχέδιο με την προϋπόθεση, ότι η χώρα θα παραμείνει στην Αυτοκρατορία, ενώ ένα άλλο την απορρίπτει τελείως, θέση η οποία στο τέλος αγκαλιάζεται από την πλειοψηφία. Στο στρατόπεδο της εθνικιστικής αστικής τάξης υπάρχουν ,επίσης, ανταγωνισμοί για το αν πρέπει η Ιρλανδία να είναι ανεξάρτητο κράτος (Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί) ή αυτόνομη επικράτεια στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας (Ιρλανδοί εθνικιστές), όμως σύντομα η πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της αυτοδιοίκησης και κατά της ανεξαρτησίας. Παρά τις διαφορές τους εθνικιστές και ρεπουμπλικανοί μένουν ενωμένοι και συγκροτούν τους Ιρλανδούς Εθελοντές. Οι αντιθέσεις στα τμήματα της αστικής τάξης ανοίγουν συζητήσεις για το ενδεχόμενο διαμελισμού του νησιού σε βορρά και νότο και το κλίμα πολώνεται με τη δράση παραστρατιωτικών ομάδων.

Οι επαναστάτες σοσιαλιστές, όμως, με ηγέτη τον Κόνλι αντιλήφθηκαν την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί θεωρώντας ότι «ένα τέτοιο σχέδιο θα κατέστρεφε το εργατικό κίνημα διαιρώντας το»[1] και πίστευαν ότι «κάθε χώρος εργασίας και εργοστάσιο οργανωμένο κάτω από τον έλεγχο των βιομηχανικών συνδικάτων είναι ένα οχυρό αποσπασμένο από τον έλεγχο της καπιταλιστικής τάξης και στελεχωμένο από τους στρατιώτες της επανάστασης για να το κρατήσουν για τους εργάτες»[2]. Ότι ,δηλαδή, η εργατική τάξη ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, καταγωγής και θρησκείας είχε κοινά συμφέροντα και έπρεπε να αντιτάξει τη δική της ενότητα απέναντι στα χτυπήματα των αστών, οι οποίοι παρά τις διαφωνίες τους την αντιμετώπιζαν ενιαία, όπως φάνηκε και με την απεργία του 1913. Ήταν τότε που 20.000 εργάτες κατέβηκαν στους δρόμους ενωμένοι και αποφασισμένοι να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους. Τέλος υποστήριζαν «ότι η Ιρλανδία -πνευματική και υλική- ανήκει δικαιωματικά στο λαό της Ιρλανδίας»[3] και ότι «ο ιρλανδικός λαός θα είναι ελεύθερος μόνο, όταν θα κατέχει τα πάντα από το άροτρο μέχρι τα αστέρια»[4].

Έπειτα από 2 χρόνια συζητήσεων το νομοσχέδιο ψηφίζεται, αλλά δεν εφαρμόζεται, εξαιτίας της έκρηξης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιρλανδοί Εθελοντές χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, εκ των οποίων το ένα αποφασίζει να συμμετέχει στον πόλεμο πιστό στο βασιλιά προκειμένου να αποδείξει, ότι η Ιρλανδία είναι έτοιμη να αποκαταστήσει την ελευθερία των καταπιεσμένων κρατών και να σταθεί και ίδια ελεύθερη όπως αυτά, ενώ το άλλο παραμένει πιστό στον αγώνα για την Ιρλανδία.  Οι επαναστάτες σοσιαλιστές ,βέβαια, αντιλήφθηκαν εξαρχής τη φύση του πολέμου, ως ιμπεριαλιστικού και υποστήριζαν ότι «εμείς δεν υπηρετούμε, ούτε τον βασιλιά, ούτε τον Κάιζερ, αλλά την Ιρλανδία»[5], πηγαίνοντας κόντρα στις αποφάσεις της Β΄ Διεθνούς, η οποία τους κριτίκαρε. Επιπλέον εκτιμούσαν ότι «ο αγώνας για την ιρλανδική ελευθερία έχει δύο πτυχές: είναι εθνικός και κοινωνικός. Το εθνικό ιδεώδες δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί μέχρις ότου η Ιρλανδία σταθεί μπροστά στον κόσμο ως έθνος, ελεύθερο και ανεξάρτητο. Είναι πολιτικός και οικονομικός, διότι, ανεξάρτητα από το είδος της κυβέρνησης, εφόσον μια τάξη κατέχει ως ατομική ιδιοκτησία τη γη και τα μέσα παραγωγής, από τα οποία η ανθρωπότητα αποκομίζει την ζωή της, η τάξη αυτή θα έχει πάντοτε την εξουσία για να λεηλατεί και να υποδουλώνει το υπόλοιπο των συμπολιτών της[6] Οι θέσεις τους σε σχέση με την αυτοδιάθεση των λαών και την δικτατορία του προλεταριάτου ταυτίστηκαν με του Λένιν και η αντίληψη τους προσαρμόστηκε στις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα διακηρύσσοντας στο λαό, ότι «εάν απομακρύνετε ,αύριο, το Βρετανικό στρατό και υψώσετε την πράσινη σημαία πάνω στο κάστρο του Δουβλίνου, μέχρι να οργανώσετε μία σοσιαλιστική δημοκρατία, όλες σας οι προσπάθειες σας θα είναι μάταιες. Η Αγγλία θα εξακολουθεί να σας κυβερνά μέσω των καπιταλιστών της, μέσω των γαιοκτημόνων της, μέσω των επενδυτών της και μέσα από το σύνολο των εμπορικών και ατομιστικών οργάνων που έχει φυτέψει σε αυτή τη χώρα»[7].  Με τις θέσεις αυτές καλούσαν το λαό να μην ακολουθεί ξένες σημαίες, αλλά να παλέψει κάτω από τη δική του, ενωμένος για μία Ιρλανδική σοσιαλιστική δημοκρατία.

Στην διάρκεια του πολέμου η φτώχεια και εξαθλίωση αυξάνονται κατακόρυφα, ενώ μεγάλο μέρος του Βρετανικού στρατού εγκαταλείπει τη χώρα για το μέτωπο. Οι παράγοντες αυτοί φέρνουν σε επαφή –παρά τις διαφωνίες μεταξύ τους– τους επαναστάτες σοσιαλιστές και τους Ιρλανδούς ρεπουμπλικανούς και αποφασίζουν την προετοιμασία ένοπλης εξέγερσης, τη στιγμή που η Βρετανική κυβέρνηση θα έχει αποδυναμωθεί από τον πόλεμο. Ο Κόνλι θεωρούσε ότι «καθώς οι άρχουσες τάξεις ξεπουλιούνται στον εχθρό, η οικονομική απαλλοτρίωση της περιουσίας τους θα προκαλέσει αρκετές δυσκολίες, σε όποιον αναλάβει την Ιρλανδική Κυβέρνηση στο πρώτο στάδιο της ελευθερίας. Όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές έπρεπε πρώτα να καταστούν στην οικονομική εξουσία του Ιρλανδικού κράτους και του Ιρλανδικού λαού»[8] και επιπλέον «αναγνωρίζοντας ότι η σωστή αξιοποίηση των εθνικών πόρων απαιτεί τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, προτείνουμε την κατάκτηση της μέσω ενός κόμματος της εργατικής τάξης και αναγνωρίζοντας, ότι η πλήρης ανάπτυξη την εθνικής εξουσίας απαιτεί πλήρη εθνική ελευθερία είμαστε ειλικρινά και ανεπιφύλακτα προετοιμασμένοι, για όποιον αγώνα μπορεί να είναι απαραίτητος, για να κατακτήσει η Ιρλανδία τη θέση της ανάμεσα στα έθνη της γης»[9]. Βάσει, λοιπόν, των παρατηρήσεων του έρχονται σε συμφωνία και υπογράφουν από κοινού την διακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, συγκροτώντας την Προσωρινή Κυβέρνηση και τον στρατό της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Καταφέρνει να τους επηρεάσει και στο κείμενο μπαίνουν βάσεις σοσιαλιστικών αρχών (θέσεις του επαναστατικού-σοσιαλιστικού κινήματος), ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει διοικητής του στρατού. Αποφασίζουν ως ημέρα κήρυξης της επανάστασης την 24η Απρίλη 1916, καθώς η χώρα θα γιόρταζε το Πάσχα και έτσι θα έπιαναν απροετοίμαστο τον Βρετανικό στρατό. Εδώ να επισημανθεί ότι αυτοί με τους οποίους συμμάχησε ήταν μικροαστοί. Οι μεσοαστοί και το μεγάλο κεφάλαιο ήταν απέναντί τους.

Ο Κόνλι στις παραμονές της εξέγερσης ζυμώνει θεωρητικά και πρακτικά την στρατηγική και την τακτική των επαναστατών σοσιαλιστών, η οποία εκφράζεται με το απλό και βαθύ σύνθημα, «η υπόθεση του προλεταριάτου είναι το ένα και το αυτό με το ζήτημα της Ιρλανδίας και το ζήτημα της Ιρλανδίας είναι το ένα και το αυτό με την υπόθεση του προλεταριάτου»[10]. Όμως η έλλειψη πειθαρχίας και ενιαίας γραμμής στις τάξεις των Ιρλανδών Εθελοντών έχει ήδη καταδικάσει την εξέγερση σε αποτυχία. Η μερίδα των Ιρλανδών Εθελοντών (εθνικιστές) που αναθεμάτιζε τον πόλεμο, όχι όμως και το νομοσχέδιο θεωρούσε, ότι μολονότι αυτό δεν εφαρμόζονταν λόγω, του πολέμου και παρόλο που ένα τμήμα τους δεν ήταν υπέρ της ουδετερότητας και πολεμούσε στον πόλεμο, έπρεπε να περιμένουν μέχρι το τέλος του πολέμου για την εφαρμογή του νομοσχεδίου. Να υπερασπιστούν, δηλαδή, τα συμφέροντα της αστικής τάξης όπως την εξυπηρετούν. Όταν, λοιπόν, διαρρέει η είδηση για τα σχέδια της εξέγερσης η ηγεσία των Ιρλανδών Εθελοντών (εθνικιστές) ενημερώνει το Βρετανικό στρατό για τα σχέδια μίας φράξιας στους κόλπους τους. Ο τελευταίος αναλαμβάνει δράση και συλλαμβάνει έναν από τους ηγέτες της εξέγερσης, ενώ το πλοίο στο οποίο επέβαινε και μετέφερε 20.000 τουφέκια για τους επαναστάτες βυθίζεται.

 

Η εξέγερση

 

Η πανκινητοποίηση αποτυχαίνει. Η ηγεσία των Ιρλανδών Εθελοντών (εθνικιστές) με ανακοίνωση διαδίδει την είδηση, ότι εξέγερση οργανώθηκε από ένα συνωμοτικό κύκλο κόντρα στην ηγεσία ,είδηση, η οποία σε συνδυασμό με την έλλειψη οπλισμού δημιουργεί απογοήτευση και σύγχυση στους μαχητές. Το αποτέλεσμα ήταν η κινητοποίηση περίπου 2.000 μαχητών στο Δουβλίνο και μερικών ακόμα –ανοργάνωτων και σκόρπιων– στο υπόλοιπο νησί. Ο στρατός την Ιρλανδικής Δημοκρατίας, συγκροτημένος από τον Ιρλανδικό Στρατό Πολιτών (επαναστάτες σοσιαλιστές), τους Ιρλανδούς Εθελοντές (Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί), την Ιρλανδική Ρεπουμπλικανική Αδελφότητα (Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί), το Γυναικείο Συμβούλιο (Ιρλανδές ρεπουμπλικανές) και η Προσωρινή Κυβέρνηση αποφασίζουν υλοποίηση του πλάνου τους ανεξαρτήτως του αποτελέσματος.

Οι μαχητές στο Δουβλίνο ξεκινούν από το το Λίμπερτυ Χολ (εργατικό κέντρο) και καταλαμβάνουν κτίρια στρατηγικής σημασίας στο κέντρο της πόλης, όπως το αστυνομικό τμήμα, το δημαρχείο, εργοστάσια, κέντρα μεταφορών και επικοινωνιών, δημόσια κτίρια, συνοικίες και κεντρικούς δρόμους στους οποίους στήνουν οδοφράγματα. Τέλος η ηγεσία των επαναστατών κατευθύνεται και καταλαμβάνει τη βουλή, τα δικαστήρια και το γενικό ταχυδρομείο, στο οποίο στήνει και την έδρα της επανάστασης. Από τα σκαλιά του γενικού ταχυδρομείου διαβάζεται η διακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας στο συγκεντρωμένο πλήθος και μοιράζονται αντίγραφα. Μεταξύ άλλων διακηρύσσονταν «το δικαίωμα του ιρλανδικού λαού στην ιδιοκτησία της Ιρλανδίας, θρησκευτική και πολιτική ελευθερία, ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες, η ευτυχία και η ευημερία ολόκληρου του έθνους»[11].

Η Βρετανική κυβέρνηση αντιδρά, κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος και όλες οι αρμοδιότητες περνούν στη δικαιοδοσία του Βρετανικού στρατού ο οποίος αναλαμβάνει δράση. Με την τεράστια πολεμική του μηχανή αντιδρά και περνά στην αντεπίθεση καταλαμβάνοντας τις θέσεις των επαναστατών, δημιουργώντας ένα κλοιό και περικυκλώνοντας τους. Παρά τις ηρωικές τους προσπάθειες οι επαναστατικές δυνάμεις υποχωρούν στο γενικό ταχυδρομείο για μία τελευταία αντίσταση, στη διάρκεια της οποίας ο Κόνλι τραυματίζεται στο πόδι, όμως παραμένει διοικητής του στρατού της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία, στις 29 Απρίλη 1916, αποφασίζει την παράδοσή τους προκειμένου να μην επιτρέψει στον εχθρό την δυνατότητα να εκμηδενίσει τις επαναστατικές δυνάμεις θεωρώντας την ήττα προσωρινή.

Με ανάλογο τρόπο έληξαν και οι συγκρούσεις -μικρότερης κλίμακας- στο υπόλοιπο νησί. Μετά την παράδοση (άνευ όρων), οι εξεγερμένοι οδηγούνται στις φυλακές, ενώ οι τραυματίες ανάμεσα τους και ο Κόνλι δέχονται ιατρική περίθαλψη. Την επομένη κιόλας ξεκινούν δίκες και αποφασίζονται οι εκτελέσεις των ηγετών της επανάστασης και οι φυλακίσεις και οι εξορίες των απλών μαχητών. Εδώ να σημειώσουμε ότι από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του Κόνλι, ο Γουίλιαμ Μάρτιν Μέρφι, ένας από τους μεγαλύτερους μεγιστάνες της Ιρλανδίας εκείνης της εποχής, συγκεντρώνει τα υπόλοιπα όρνεα της τάξης του και απαιτούν την εκτέλεση του. Έτσι στις 12 Μάη 1916 ο Κόνλι οδηγείται από το στρατιωτικό νοσοκομείο στις φυλακές του Κιλμέινχαμ και δεμένος σε μία καρέκλα, όντας αδύνατο να σταθεί όρθιος, αψηφά αλύγιστος το εκτελεστικό απόσπασμα. Τέλος να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους της εποχής ο Λένιν χαιρέτησε τον Κόνλι για την δράση του.

 

Ο Ιρλανδικός αγώνας για Ανεξαρτησία και ο Εμφύλιος

 

Παρά την αποτυχία της εξέγερση και τις φυλακίσεις το επαναστατικό κίνημα στην Ιρλανδία βρίσκεται σε άνοδο. Ο κόσμος αρχίζει σταδιακά να σκέφτεται και να πολιτικοποιείται σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Ένας παράγοντας που συνέβαλλε σε αυτό, ήταν από τη μία η αλύγιστη στάση των πολιτικών κρατουμένων και από την άλλη θυσία των εκτελεσμένων και η μετατροπή τους σε μάρτυρες. Η Ιρλανδική κοινωνία αντιδρά και απαιτεί την απελευθέρωση τους, η οποία πραγματοποιείται με την αμνηστία του 1917. Με την απελευθέρωση τους το κίνημα ισχυροποιείται και κερδίζει την πλειοψηφία των στρατιωτών που μόλις έχουν επιστρέψει (1918) από έναν πόλεμο ξένο προς τα συμφέροντα τους. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν την θητεία τους στο στρατό στην Ιρλανδία και στα γεγονότα που ακολουθούν πολεμούν με το Βρετανικό στρατό ενάντια στον αγώνα για ανεξαρτησία, ενώ στον εμφύλιο πολεμούν στον Ιρλανδικό στρατό ενάντια στις επαναστατικές δυνάμεις.

Στις εθνικές εκλογές του 1918 το Σιν Φέιν (Ιρλανδοί εθνικιστές, ρεπουμπλικανοί) κερδίζει την συντριπτική πλειοψηφία, όμως αρνείται λάβει τις έδρες του ξενόδουλου Ιρλανδικού κοινοβουλίου και σχηματίζει δικό του. Στη βουλή αυτή αποφασίζει να συμμετάσχει και το Εργατικό Κόμμα και έτσι σχηματίζεται η κυβέρνηση της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Εδώ να σημειωθεί ότι,  προφανώς, αυτή η κυβέρνηση δεν ήταν κάποιο επίσημο κρατικό όργανο, αλλά ουσιαστικά καλούσε το λαό να παλέψει για μία άλλη Ιρλανδία με νέα όργανα εξουσίας. Η πρώτη πράξη της κυβέρνηση είναι η έκδοση του Δημοκρατικού Προγράμματος προκηρύσσοντας ότι «η κυριαρχία του έθνους εκτείνεται, όχι μόνο σε όλους τους άντρες και τις γυναίκες του έθνους, αλλά και σε όλα τα υλικά αγαθά, το έδαφος και τους πόρους του, όλο τον πλούτο και όλες τις πλουτοπαραγωγικές διαδικασίες μέσα σε αυτό»[12]. Η τεράστια επιρροή του Κόνλι είναι φανερή, καθώς δεν πρόκειται για κάποια προγραμματική θέση του Εργατικού Κόμματος, αλλά προκήρυξη μίας λαογέννητης κυβέρνησης που δεν συμμετέχουν μόνο σοσιαλδημοκράτες. Το κείμενο γράφτηκε από το Εργατικό Κόμμα και το Σιν Φείν (Ιρλανδοί εθνικιστές, ρεπουμπλικανοί) γεγονός που αποδεικνύει τον καθοδηγητικό ρόλο των σοσιαλδημοκρατών στο κίνημα. Η δεύτερη πράξη της κυβέρνησης αυτής, είναι συγκρότηση του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους της. Οι σοσιαλδημοκράτες συμμετέχουν και εκεί επηρεάζοντας πολιτικά τους υπόλοιπους μαχητές.

Πράγματι ο λαός αγκαλιάζει το πλατύ αντάρτικο (πάνω από 10.000 αντάρτες) που αναπτύσσεται στην Ιρλανδική ύπαιθρο. Παράλληλα μπαίνουν και κάποια όργανα άλλης εξουσίας όπως τα λαϊκά δικαστήρια, ενώ τα συνδικάτα σαμποτάρουν τον εχθρό με κάθε μορφή πάλης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Βρετανική κυβέρνηση κάνει ένα βήμα πίσω και καλεί σε διαπραγματεύσεις (1921). Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν εκδηλώνεται άλλη μία φορά η απειθαρχία στη γραμμή του κινήματος. Η Άγγλο-Ιρλανδική συμφωνία που υπογράφουν οδηγεί στον διαμελισμό της Ιρλανδίας σε δύο επικράτειες, εκ των οποίων η Βόρεια παραμένει ως μη-αυτοδιοικούμενη περιοχή στην Αυτοκρατορία, ενώ η νότια παραμένει στην Αυτοκρατορία ,όμως, ως αυτοδιοικούμενη περιοχή.

Αυτή τη φορά βέβαια προδοσία εκδηλώνεται και στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας καθώς το ανασυγκροτημένο Εργατικό Κόμμα δεν λειτουργεί, όπως λειτουργούσε την εποχή του Κόνλι, αλλά όπως λειτουργούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής. Πέρα από την υποστήριξη που έδωσε στην απαράδεκτη συμφωνία δεν διαμόρφωσε στρατηγική κατάληψης της εξουσίας στο Λίμερικ, που είχε δημιουργηθεί σοβιέτ μετά από τη μεγάλη απεργία του 1919, υπό την επιρροή της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917. Πάντως η συμφωνία δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία καθώς στο Σιν Φέιν (Ιρλανδοί εθνικιστές, ρεπουμπλικανοί) συμμετείχαν και οι Ιρλανδοί που έδρασαν αντεπαναστατικά το 1916. Βέβαια αυτή τη φορά αναγκάστηκαν να δράσουν επαναστατικά, καθώς η Βρετανική κυβέρνηση μετά την εξέγερση του 1916 πήρε πίσω το νομοσχέδιο. Ο Μάικλ Κόλινς ο οποίος διαπραγματεύτηκε και δέχτηκε τη συμφωνία χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «εάν όλοι είχαμε αναγνωρίσει την Ιρλανδική Δημοκρατία ως αρχή, αντί ενός συνασπισμού, θα το κάναμε ομόφωνα και δεν θα χρειαζόταν ο συνασπισμός… ήταν η αποδοχή του καλέσματος που προκάλεσε το συμβιβασμό»[13]. Έτσι οι Ιρλανδοί εθνικιστές άλλη μία φορά υπερασπίζονται τα συμφέροντα της αστικής τάξης, όπως την εξυπηρετούν, πουλώντας την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας για τα κέρδη της.

Όμως ο Ιρλανδικός λαός στην πλειοψηφία του θέλει να συνεχίσει τον αγώνα για την ανεξαρτησία του νησιού και ένα τμήμα του να παλέψει μέχρι τέλους για την Ιρλανδική Δημοκρατία, όπως την εξέφραζε ο Κόνλι. Έτσι το παλιό επαναστατικό κίνημα χωρίζεται στα δύο και από τη μία υπάρχουν οι τακτικοί (Εθνικός Στρατός) που πολιτεύονται στην κυβέρνηση και από την άλλη οι άτακτοι (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός) που περνούν στην αντιπολίτευση. Όμως ανάμεσα στους τελευταίους δεν υπάρχει συμφωνία. Το κίνημα καθοδηγούνταν από ρεπουμπλικανούς και σοσιαλδημοκράτες που αντιτάχθηκαν στη συμφωνία αλλά δεν διαμόρφωσαν ενιαία επαναστατική γραμμή. Ο Ερευνητής του Κορκ –εφημερίδα– χαρακτηριστικά αναφέρει για το στρατόπεδο των τελευταίων ότι «πολλές φήμες εξακολουθούν να κυκλοφορούν σχετικά με την τρέχουσα θέση του στρατού, αλλά όπως έχει ήδη επισημανθεί, δεν πρέπει να δοθεί προσοχή σε διάφορες και σε πολλές περιπτώσεις άγριες δηλώσεις, που ενδέχεται να διαδοθούν στο Δουβλίνο και σε άλλα μέρη της χώρας»[14]Η ηγεσία παραμένει άπραγη, ενώ οι απλοί μαχητές αναλαμβάνουν δράση. Έτσι γεννιέται ένας ακόμη Κόνλι με το όνομα Λίαμ Μέλοουζ. Ο Μέλοουζ  ο οποίος στο παρελθόν είχε γνωρίσει τον Κόνλι γράφει ένα πρόγραμμα διακηρύσσοντας ότι «η Ιρλανδία δεν χρειάζεται την αλλαγή αφεντών. Θα ήταν ανόητο να καταστραφεί η Αγγλική τυραννία για να δημιουργηθεί μία εγχώρια δυναστεία, που θα χρειαζόταν άλλη μία επανάσταση για να απελευθερωθεί ο λαός. Η Ιρλανδική Δημοκρατία υποστηρίζει, επομένως, την ιδιοκτησία της Ιρλανδίας από το λαό της Ιρλανδίας. Αυτό σημαίνει ότι τα μέσα και η παραγωγική διαδικασία πρέπει να λειτουργούν για το όφελος όλου του λαού και όχι για το κέρδος ή την αποθησαύριση μίας κάστας ή μίας τάξης»[15].

Έτσι ο Μέλοουζ συγκεντρώνει τους συντρόφους του και αποφασίζουν να ξαναπάρουν τα όπλα (1922). Όπως ο Κόνλι έτσι και αυτοί αποφασίζουν να καταλάβουν το Δουβλίνο, αλλά μετά από μία εβδομάδα συγκρούσεων ηττούνται και συλλαμβάνονται. Ο Μέλοουζ εκτελείται και για το μόνο που μετανιώνει, είναι ότι δεν πρόλαβε (λόγω της φυλάκισης του) να οργανωθεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, –το οποίο με την επιρροή του ανασυγκροτούνταν–, ώστε να πεθάνει με την τιμή του μέλους του κόμματος. Η πράξη του αφυπνίζει όσους είχαν παλέψει με το όπλο στο χέρι πριν ένα χρόνο και υπό την πίεση τους η ηγεσία του κινήματος αποφασίζει να πάει σε μία νέα σύγκρουση. Βέβαια πλέον δεν έμπαινε ο στόχος της αλλαγής τάξης στην εξουσία από την ηγεσία του κινήματος. Μολονότι οι Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί κέρδισαν την πλειοψηφία στο Σίν Φέιν ταλαντεύονταν και σταδιακά άρχισαν να στηρίζουν το τμήμα της αστικής τάξης που ήθελε την ανεξαρτησία του νησιού. Παρ’ όλα αυτά οι σοσιαλδημοκράτες με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αποφασίζουν τη συμμετοχή τους, αφενός γιατί τους κυνηγούν και αφετέρου για να παλέψουν για την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων, –να μπει δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας–, στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Παρά την ηρωική του πάλη ο Ιρλανδικός λαός χάνει τον εμφύλιο, τον οποίο το Ιρλανδικό Κράτος κερδίζει χάρη στα όπλα και τα κανόνια των Βρετανών. Τέλος 10.000 αντάρτες οδηγούνται στις φυλακές, στις οποίες τους περιμένει μία σκληρή δεκαετία δοκιμασιών.

Στα τέσσερα χρόνια ένοπλου αγώνα η αστική εξουσία βρέθηκε στον έσχατο κίνδυνο μετά το 1916, από τον οποίο όμως γλίτωσε βάζοντας στην άκρη τους ανταγωνισμούς της. Με το τέλος του πολέμου η Ιρλανδία διαμελίζεται και ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο συγκρούσεων, γνωστών ως ταραχών. Τέλος να σημειωθεί ότι η Κομμουνιστική Διεθνής στήριξε τον επαναστατημένο Ιρλανδικό
λαό και στον αγώνα της ανεξαρτησίας και στον εμφύλιο.

 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιρλανδίας

 

Μετά από μία δεκαετία στις φυλακές οι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώνονται με την αμνηστία της πρώτης ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης. Όμως ελάχιστοι από τους ρεπουμπλικάνους την στηρίζουν, καθώς η νέα κυβέρνηση, η οποία ετοιμάζεται με διπλωματικές διαδικασίες να οδηγήσει τη χώρα εκτός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, δεν παίρνει μέτρα για να βελτιώσει την ζωή των εργατών και των αγροτών. Βέβαια αυτό δεν είναι παράξενο, καθώς ο ρεπουμπλικανισμός τους είχε περάσει στην αντίδραση, από την εποχή του εμφυλίου. Από την στάση των ρεπουμπλικάνων φαίνεται πως επιρροή του Κόνλι παρέμεινε ζωντανή επηρεάζοντας πλατιές μάζες. Την ίδια περίοδο οι ελάχιστοι κομμουνιστές –περί τους χίλιους– προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και να ιδρύσουν κόμμα (το σοσιαλιστικό είχε διαλυθεί). Οι προσπάθειές τους εμποδίζονται από την δράση των φασιστών και της εκκλησίας, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Το 1933 μετά από μία δεκαετία χωρίς κόμμα οι κομμουνιστές ιδρύουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιρλανδίας. Παρ’ όλα αυτά αρκετοί από τους παλιούς σοσιαλδημοκράτες συντρόφους τους δρουν με τους ρεπουμπλικάνους και δεν συμμετέχουν στο νέο κόμμα, αλλά διατηρούν καλές σχέσεις μαζί τους και αποφασίζουν την ανασυγκρότηση του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και του Σιν Φέιν.

Στη Βόρεια Ιρλανδία η κατάσταση είναι διαφορετική. Το Βρετανικό κράτος αντιμετωπίζει τον λαό με διακρίσεις για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αναβιώνοντας το θρησκευτικό μίσος. Από τη μία έχει τους εθνικιστές καθολικούς και από την άλλη τους προτεστάντες φιλοβασιλικούς. Οι διακρίσεις είναι εις βάρος των εθνικιστών καθολικών με την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους (π.χ. φτηνότερη εργατική δύναμη) και την δημιουργία μίας εργατικής αριστοκρατίας υπέρ των φιλοβασιλικών προτεσταντών.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιρλανδίας υιοθετεί τις θέσεις του Κόνλι και ενώνει τις δύο κοινότητες στην κοινή πάλη για τα συμφέροντά τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα χρόνο πριν την ίδρυση του, στην απεργία του 1932, οι κομμουνιστές αδελφοποίησαν τους 20.000 εργάτες στη πάλη για τα κοινά τους συμφέροντα. Η αστική τάξη δεν μένει άπραγη και με την βοήθεια της εκκλησίας και των φασιστών το τσακίζουν από τα χτυπήματα. Οι κομμουνιστές δεν το βάζουν κάτω και οργανώνουν τη δράση τους συμμετέχοντας ακόμα και στον Ισπανικό εμφύλιο. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μπορεί η αριθμητική τους δύναμη να μειώνεται, αλλά η μαχητικότητα τους αυξάνεται.

 

Η εκκλησία

 

Η εκκλησία -καθολική και προτεσταντική- από την εποχή του Γούλφ Τόουν καταδικάζει κάθε σκέψη και ενδεχόμενο για μία ανεξάρτητη Ιρλανδία. Βέβαια αυτό δεν είναι περίεργο, καθώς η εκκλησία πάντοτε και σε όλες της κοινωνίες εξυπηρετεί και τάζεται με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Το 1916 η καθολική εκκλησία ακολουθεί τη γραμμή της εθνικιστικής αστικής τάξης και καταδικάζει την εξέγερση. Η πίστη της στην αστική τάξη αποδεικνύεται με την καταδίκη του αγώνα της ανεξαρτησίας και του εμφύλιου με τον αφορισμό των μαχητών του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού.

 

Πριν τις Ταραχές

 

Το διάστημα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζεται από την κάθοδο του κινήματος και την χειροτέρευση της ζωής του λαού. Κυριαρχεί η απομαζικοποίηση των φορέων και η υποχώρηση του εργατικού κινήματος. Παράλληλα παρατηρείται η σταθερότητα και ενίσχυση του αστικού κράτους και των κομμάτων του. Το πιο σημαντικό σε αυτή την υποτονική περίοδο είναι ότι μπαίνουν οι βάσεις, στις οποίες αργότερα θα μπουν τα ξένα προς την εργατική τάξη συμφέροντα. Όμως αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι κομμουνιστές καταφέρνουν να διατηρήσουν τα επαναστατικά χαρακτηριστικά τους, πηγαίνοντας κόντρα στο αρνητικό ρεύμα της εποχής –ευρωκομμουνισμός– και στους διεθνής συσχετισμούς.

 

Οι Ταραχές

 

Στη Βόρειο Ιρλανδία η κατάσταση χειροτερεύει μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Οι διακρίσεις σε βάρος της εθνικιστικής καθολικής κοινότητας βαθαίνουν και παρατηρούνται φαινόμενα βίας σε βάρος της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι εθνικιστές καθολικοί αρχίζουν να αντιδρούν. Αποκορύφωμα των διεκδικήσεών τους για ίσα δικαιώματα είναι η μεγάλη συγκέντρωση στο Ντέρι (30 Ιανουαρίου 1972), η οποία καταστέλλεται από το Βρετανικό στρατό, με αποτέλεσμα τον θάνατο 14 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων (Ματωμένη Κυριακή). Το γεγονός αυτό οδηγεί την κοινότητα στα όπλα και συγκεκριμένα στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Όμως πλέον στο πρόγραμμα του δεν έχει σοσιαλιστικούς στόχους, αλλά μόνο την ενοποίηση του νησιού δρώντας περισσότερο στις καθολικές περιοχές και λιγότερο στις προτεσταντικές.

Από την άλλη στην φιλοβασιλική κοινότητα οργιάζει η δράση των παραστρατιωτικών, οι ομάδες των οποίων παλεύουν για την παραμονή της Βορείου Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κάποιες εκδηλώνουν ακόμα και αλυτρωτικές θέσεις θεωρώντας ότι όλο το νησί πρέπει να είναι Βρετανική κτήση. Γενικά είναι συντηρητικές και φασιστοποιημένες στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Από την άλλη οι σοσιαλδημοκρατικές ομάδες του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και του Σιν Φέιν, που στο παρελθόν επηρεάζονταν από τον Κόνλι, είχαν αποχωρήσει και είχαν συγκροτήσει το Κόμμα των Εργατών και τον Επίσημο Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό. Σύντομα διασπάστηκαν και προέκυψε το Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και Ιρλανδικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός. Οι πρώτοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να μπουν στην άκρη τα όπλα και ο λαός –και οι δύο κοινότητες– να παλέψει άοπλος για την ενοποίηση του νησιού και μία δημοκρατική σοσιαλιστική δημοκρατία, πράγμα το οποίο θα επιτυγχάνονταν εκλογικά, ενώ οι δεύτεροι θεωρούσαν ότι ο λαός –και οι δύο κοινότητες– έπρεπε να παλέψει για την ενοποίηση του νησιού για μία δημοκρατική σοσιαλιστική δημοκρατία, πράγμα το οποίο θα επιτυγχάνονταν ένοπλα. Όμως οι μεν λανθασμένα πίστευαν ότι ο σοσιαλισμός θα έρχονταν κοινοβουλευτικά και οι δε ότι τα όπλα θα φέρουν το σοσιαλισμό οποιαδήποτε στιγμή, αντίστοιχα. Πάντως και οι δύο χρησιμοποιούν τον όρο “δημοκρατική” σοσιαλιστική δημοκρατία με σκοπό να δυσφημήσουν την σοσιαλιστική οικοδόμηση της εποχής του Στάλιν στο όνομα του ολοκληρωτισμού. Δεν έκαναν δουλειά στο εργατικό κίνημα και στην πράξη δεν απευθύνονταν σε όλο το λαό (δηλαδή και στις δύο κοινότητες). Στην ουσία κανείς από τους δύο δεν πάλευε για την ανατροπή του καπιταλισμού. Στην θεωρία δεν είχαν καμία σχέση με τον Μαρξισμό-Λενινισμό και οι όποιες επιρροές είχαν από τον Κόνλι είχαν πλέον σβήσει. Μοναδικός και άξιος κληρονόμος του Κόνλι ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιρλανδίας, το οποίο πάλευε για την ενότητα της εργατικής τάξης και ανατροπή του ιμπεριαλισμού (σε όλο το νησί) από τον Ιρλανδικό λαό (δηλαδή και στις δύο κοινότητες). Όμως παρά τη μαχητικότητα που είχε, η δύναμη του αριθμητικά είχε εξασθενίσει, λόγω της έντασης των διώξεων και των χτυπημάτων του κράτους και του παρακράτους.

 

Μετά τις Ταραχές

 

Η περίοδος των ταραχών κλείνει ουσιαστικά στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα με την συμφωνίας την Μεγάλης Παρασκευής. Μία συμφωνία η οποία ρύθμιζε έναν ανταγωνισμό που κρατούσε αιώνες την αντίθεση ανάμεσα στην φιλοβασιλική αστική τάξη και την εθνικιστική αστική τάξη. Μία συμφωνία η οποία έγινε με παρέμβαση και την στήριξη των ΗΠΑ σε μία περίοδο που αναπτύσσονταν και ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμμετοχή των ΗΠΑ, λοιπόν, αυτονόητη (να εξασφαλίσει και να αναπτύξει τα συμφέροντα της στην περιοχή). Παρά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες οι κομμουνιστές εξακολουθούν να διατηρούν τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά.

 

Εν κατακλείδι

 

Όλα τα παραπάνω είναι πολύ ωραία για εσωτερική κατανάλωση, όμως θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί τη χρησιμότητα τους στο σήμερα και το αν ενδιαφέρουν τους Έλληνες εργάτες. Πρώτα από όλα πρέπει να ειπωθεί ότι τα γεγονότα αυτά, όπως και κάθε ιστορικό γεγονός έχουν τεράστια σημασία, καθώς η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ξεχνάει το παρελθόν της. Όμως αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι τα συμπεράσματα που μπορεί κανείς να βγάλει για το μέλλον.

Αυτό που μπορεί να ειπωθεί, λοιπόν, με βάση την Ιρλανδική πείρα και συγκεκριμένα της περιόδου των συζητήσεων του 1912 είναι, ότι πατριωτισμός της αστικής τάξης είναι τα συμφέροντα της, όπως άλλωστε και ο διεθνισμός της και ότι είναι ικανή να συγκρουστεί μεταξύ της για τα αντικρουόμενα συμφέροντα της. Άρα ο λαός και η εργατική τάξη πρέπει να αντιτάσσουν την δική τους ενότητα απέναντι στους αστούς και να έχουν τη δική τους σημαία, το κομμουνιστικό κόμμα. Στον αγώνα της ανεξαρτησίας φάνηκε ότι ένα κόμμα χωρίς δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και πειθαρχία είναι εύκολο να χάσει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά, ενώ στον εμφύλιο ότι οι επαναστατικές δυνάμεις ελάχιστα μπορούν να κάνουν χωρίς το δικό τους κόμμα.

Αυτά που έχουν αξία και μπορούν να εξαχθούν συμπερασματικά βάσει της Ιρλανδικής εμπειρίας και ειδικότερα από την εξέγερση του 1916, είναι ότι μόνο ένα κομμουνιστικό κόμμα νέου-τύπου είναι σε θέση να δρα πρωτοπόρα στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και των ιμπεριαλιστικών (αλληλ-)εξαρτήσεων. Ότι o εθνικός αγώνας, πρέπει και μπορεί, να ζυμώνει την ταξική πάλη.

Η θεωρία και η δράση του Κόνλι είναι πιο επίκαιρη από ποτέ στη σημερινή κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί στην Ιρλανδία (και αλλού). Μόνο το κομμουνιστικό κόμμα –νέου τύπου– μπορεί να καθοδηγήσει τη συγκρότηση, ενός Λαϊκού Μετώπου συγκροτημένου από την εργατική τάξη και το λαό που να πρωτοστατεί στους καθημερινούς οικονομικούς αγώνες ,που μπορούν και πρέπει, να ζυμώνουν την πολιτική πάλη για την κοινωνική επανάσταση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[2] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[3] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[4] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[5] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[6] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[7] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[8] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[9] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[10] https://www.marxists.org/archive/connolly/index.htm

[11] http://catalogue.nli.ie/Record/vtls000288401 – 12

[12] http://www.firstdail.com/?page_id=38

[13] https://www.historyireland.com/20th-century-contemporary-history/winston-churchill-and-michaelcollins-1919-22-their-conflicting-views-of-ireland-and-its-future/

[14] https://erinascendantwordpress.wordpress.com/2017/11/30/the-chains-of-trust-liam-lynch-and-the-slideinto-civil-war-1922-part-ii/

[15] http://catalogue.nli.ie/Record/vtls000506714

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις