Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Αντρικοί μονόλογοι περί απωλείας

 «Διάφορες επιλογές Πέτρος» O σκηνικός χώρος του μονολογούντος πενηντάχρονου -στη σκηνοθετική σύλληψη της Αργυρώς Χιώτη– έχει περιορισθεί στη δεξιά μόλις..

 «Διάφορες επιλογές Πέτρος»

O σκηνικός χώρος του μονολογούντος πενηντάχρονου -στη σκηνοθετική σύλληψη της Αργυρώς Χιώτη– έχει περιορισθεί στη δεξιά μόλις άκρη της σκηνής, με παραβάν να δημιουργούν γωνιώδη περίκλειστο χώρο ενώ ένα ψηλό σκαμνί μουσικής κομπανίας αποτελεί το μοναδικό σκηνικό αντικείμενο δίπλα στο οποίο στέκει, όρθιος, ο Χρήστος Στέργιογλου. Διαγωνίως, στο βάθος, εκτός συμβατικού σκηνικού χώρου, στο ανοικτό φουαγιέ, ένα πιάνο με τον πιανίστα Θανάση Τσαουσέλη, δημιουργεί μια δεύτερη εστία που ουδεμία έχει οπτική επαφή με την πρώτη.

Έτσι συνέλαβε τον σκηνικό χώρο ο Μπάμπης Χιώτης προκειμένου να τοποθετήσει το σε μορφή διηγήματος αφηγηματικό μονόλογο που έγραψε ο Ευθύμης Φιλίππου και με αυτό τον τρόπο η σκηνοθέτις θέλησε να αποδώσει τον συναισθηματικό εγκλεισμό του μονολογούντος προσώπου. Εγκλεισμό που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους ανοικτούς κυρίως δραματικούς χώρους της αφήγησής του, αυτούς όπου λαμβάνουν χώρα πολλές από τις αφηγούμενες δράσεις καθώς ο τόπος των συμβάντων είναι μια μικρή παραθαλάσσια πόλη ενώ η καθοριστική πράξη -η δολοφονία του λίγο μεγαλύτερου αδερφού, του Πέτρου – γίνεται δίπλα στη θάλασσα.

Ο ίδιος, εξάλλου, αρχίζοντας τη διήγηση, έναν ανοικτό χώρο δηλώνει ως δραματικό τόπο όπου βρίσκεται καθώς «Σήμερα έχει ένα ωραίο αεράκι το οποίο αν δεν ήμουνα στεναχωρημένος θα το ευχαριστιόμουνα πιο πολύ». Αυτή η ελαφρώς δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, η μοναδική την οποία εκφράζει ο ήρωας, οφείλεται στο γεγονός ότι «αναγκάστηκε», αφού δεν πνίγηκε από μόνος του, να πνίξει τον αδελφό του.

Δύο αδέλφια που συγκατοικούν σε διαφορετικούς ορόφους μιας μάλλον πατρικής οικίας, που δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να χωρίσουν, μάλλον αγαπημένα, αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα της πρωτοπρόσωπης αυτής αφήγησης, ο παρών αφηγητής και ο απών Πέτρος. Ο μονολογών εξιστορεί τα γεγονότα, τις πράξεις, αλλά όχι τα κίνητρα ούτε την ψυχολογία των προσώπων. Σε πλήρη αποστασιοποίηση. Η εκφορά λόγου του Χρήστου Στέργιογλου, σε αντίθεση με το συχνά μακάβριο περιεχόμενο της διήγησής του, είναι πλήρως ψυχρή, σταθερά ανέκφραστη, σαν να πρόκειται για απλή παράθεση ενημερωτικών πληροφοριών. Αν κανείς μπορεί να διακρίνει κάποια υποτυπώδη αντίδραση, αυτή αναγράφεται σε μικρές κινήσεις των χεριών, σε απειροελάχιστη σωματική έκφραση. Στον ίδιο βαθμό, δεν επιδιώκει να μεταδώσει οιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση στον θεατή του: αντίθετα, τον κρατά σε αντίστοιχη με τη δική του αποξένωση από τη βαρύτητα των πράξεων που περιγράφει, τον καθιστά σχεδόν συνεργό του.

Η αφήγηση διακόπτεται από δεκατρία ελαφρά-ελαφρολαϊκά ελληνικά τραγούδια- παλιές επιτυχίες που ο Πέτρος είχε γράψει την προηγουμένη της δολοφονίας του σε κασέτα και είχε δωρίσει στον αδελφό-δολοφόνο του. Και που, ίσως, δικαιολογούν τον τίτλο «Διάφορες επιλογές Πέτρος»: σαν μια λεζάντα γραμμένη πάνω στην κασέτα που εννοεί τις διάφορες μουσικές επιλογές που έκανε ο Πέτρος και τις δωρίζει στον αδελφό του. Είναι αυτά τα τραγούδια που ο τελευταίος ακούει τώρα στο αυτοκίνητό του και μας βάζει να ακούσουμε κι εμείς αλλά που, σε αντίθεση με το αναμενόμενο, τραγουδά ζωντανά ο ίδιος, σαν να είναι αυτός που τα δωρίζει, με τη συνοδεία του πιάνου. Αυτή είναι και η σύνδεση μεταξύ των δύο ξεχωριστών εστιών που φωτίζει ο Τάσος Παλαιορούτας, δημιουργώντας τη νοητή διαγώνιο ενωτική γραμμή που διατρέχει τη σκοτεινή σκηνή μεταξύ ηθοποιού και πιανίστα. Αναπροσδιορίζοντας τη μικρή γωνιά με το σκαμνί ως αυτοσχέδιο παλκοσένικο.

Με ανάλογη εκφραστική παγερότητα αλλά με την έξοχη φωνή του, ο Χρήστος Στέργιογλου αποδίδει τα τραγούδια χωρίς να αποκαλύπτει αν αυτά συμβολίζουν κάτι για τα δύο αδέρφια. Τα παραθέτει, στην ίδια λογική που παραθέτει τις πράξεις – παρόλο που οι στίχοι τους έρχονται συχνά σε αντίθεση με εκείνες. Ή, ίσως, λειτουργώντας παραπληρωματικά προς εκείνες. Έως ότου, το τελευταίο τραγούδι κοπεί απότομα, μείνει ανολοκλήρωτο, μετέωρο, σημαίνοντας και το τέλος της διήγησης – ή του ίδιου του ερμηνευτή του.

Ο Ευθύμης Φιλίππου, για ακόμη μια φορά, γράφει ένα σκοτεινό στις προθέσεις του, ανοικτό στις ερμηνείες του, θελκτικό κείμενο όπου ο απόλυτος, σχεδόν αποκρουστικός, ρεαλισμός συμβάντων υποσκάπτεται από την απουσία κάθε λογικής βάσης, ψυχολογικής στήριξης, αιτιολόγησης. Καθιστώντας τον παράλογο. Το κείμενο απλώς «είναι» μέσα στη δική του αβεβαιότητα, στα κενά του ή, ίσως, υπάρχει εντονότερα μέσα στην «απουσία». Καθώς αναβάλλει διαρκώς ή και καταργεί αν και υπονοεί το άλλο κείμενο, το ανείπωτο. Αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει μια άλλη, παράλληλη ιστορία αγάπης, εξαρτήσεων, υπέρβασης ορίων, απελευθέρωσης. Ο Φιλίππου, μένοντας στον πυρήνα, το αποτέλεσμα, αυτό που συνήθως γίνεται δημοσίως γνωστό με όσες αποτρόπαιες λεπτομέρειες, αφήνει τις αιτίες, τις ψυχολογικές πιέσεις, τα άρρητα στο σκοτάδι, καλώντας τον αναγνώστη/θεατή του να φανταστεί ο ίδιος εκδοχές της ιστορίας, να προβάλει επάνω της πολλαπλές αλήθειες.

Η Αργυρώ Χιώτη δίδαξε και ο Χρήστος Στέργιογλου υπηρέτησε καθηλωτικά τον, ανά στιγμές μπολιασμένο με πικρό χιούμορ, μονόλογο με μαγνητική δύναμη, καρφώνοντας τα ανέκφραστα μάτια του στους αποδέκτες του λόγου/θεατές οι οποίοι, μαγνητισμένοι, ακολουθούν το παιχνίδι που τους επιβάλλει, αδιαφορώντας τελικά για την αξιοπιστία των λόγων του, για την ταυτότητά του, ακόμη και για την ύπαρξη του Πέτρου-πιθανού alter ego του ανώνυμου αφηγητή. Υποκύπτοντας σε αυτό τούτο το παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ή, το παράδοξο μιας ιστορίας από λέξεις-δολοφόνους.

Αλλά και πάλι: Μήπως όλη η αφήγηση δεν είναι άλλο από μια κατασκευή-πλαίσιο που στόχο έχει να μας παρασύρει ακούσια να ακούσουμε υπό νέα οπτική τους στίχους αυτών των εμβληματικών τραγουδιών; Μήπως η απώλεια-δολοφονία του αδελφού (μιας λέξης-σημείου) αφήνει χώρο να έρθει στην επιφάνεια μια άλλη ιστορία; Μήπως, δηλαδή, η «Ιστορία» είναι τα ίδια τα τραγούδια και η αφήγηση το πρόσχημα, ένα απλό υποστηρικτικό ιντερμέδιο;

Το λιτό, απρόσωπο ενός συνηθισμένου ανθρώπου, κοστούμι είναι της Χριστίνας Κάλμπαρη.

Οι φωτογραφίες της Κικής Παπαδοπούλου.

 «Τέχνη»

Το ποιητικό κείμενο «Τέχνη» του Δημήτρη Δημητριάδη συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι» (Άγρα, 2000) καταλαμβάνοντας στη διάταξη την τέταρτη θέση, αμέσως πριν από την τελευταία, αγαπημένη των σκηνοθετών, «Λήθη».

Κι όμως, η «Τέχνη», την οποία επιλέγει να φέρει για πρώτη φορά επί σκηνής ο Δημήτρης Τσιάμης, εγκλείει τα πάντα καθώς αποτελεί την απέλπιδα σχέση του δημιουργού απέναντι στην ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή που χαρακτηρίζει ως το «απερινόητο». Ο δημιουργός, στην πλήρη του ωριμότητα, με άπειρες σελίδες έργου στις αποσκευές του, θα συνειδητοποιήσει το άπιαστο της τέχνης του: «Όλη η ελπίδα μου, όλη η πίστη μου, είναι για την τέχνη. Την ευγνωμονώ. Την ευγνωμονώ επειδή δεν μπορώ να την συλλάβω». Αυτή είναι η παρακαταθήκη του, η σοφία του, το τέλος της πορείας του, της δημιουργίας του: «Σήμερα έκαψα ό,τι είχα φτιάσει σ’ όλη μου την ζωή […] Κληροδότημα και διαθήκη μου μόνο στάχτες».

Ο δημιουργός-καλλιτέχνης καίει τις λέξεις αποδίδοντας δικαιοσύνη, κάνει στάχτες τη δουλειά χρόνων από λέξεις που δεν ήταν λέξεις δικές του αλλά λέξεις κοινόχρηστες, καίει τη γνώση που περιείχαν τα γραπτά του γιατί η γνώση είναι κοινόχρηστη. Τι είναι αυτό που απομένει τελικά στον άνθρωπο-καλλιτέχνη που αποποιείται την πρόσβαση στην τέχνη αφού η τέχνη των λέξεων αδυνατεί να σχηματίσει το αίσθημα, αυτό που αισθάνεται χωρίς να μπορεί να το μορφοποιήσει σε λέξεις; Είναι η γνώση των αισθήσεων, «οι αισθήσεις είναι όλοι οι τρόποι» καθώς «η τέχνη επαληθεύεται απ’ τις αισθήσεις». Με άλλα λόγια, προτείνει μια απο-σημειοποίηση και απο-κοινωνικοποίηση του βιωμένου και αναβάπτιση στην προσληπτική δύναμη των αισθήσεων.

Με αυτή τη διαπίστωση, ο μονολογών καλλιτέχνης αποποιείται τα τεχνουργήματά του κάνοντάς τα στάχτες, ανάγοντας σε υπέρτατη κινητήρια δύναμη τη σωματικότητα. Απορρίπτοντας τα υποκατάστατα-σημεία που συνιστούν οι λέξεις, επιλέγει να πιστέψει στις αισθήσεις που του προσφέρει το ίδιο του το σώμα, το φθαρτό αλλά μόνο αληθινό. Αντίθετα, όλη η διανοητική δουλειά είναι στάχτες που θα σκορπίσει ο άνεμος τον οποίο επικαλείται να τις διαλύσει με άδηλη την πηγή προέλευσής τους.

Ο Δημήτρης Τσιάμης ερμηνεύει τον μονόλογο του Δημητριάδη επιλέγοντας να αναδείξει σκηνικά την αδυναμία του καλλιτέχνη να καταγράψει με λέξεις τις αισθήσεις του μέσω ενός τελετουργικού που επικεντρώνεται στη σωματικότητα. Ντυμένος στα μαύρα αλλά με απόλυτα θεατρικό κοστούμι (της Μαντώς Σταματίου) και λευκή μάσκα (της Ειρήνης Αμπουμόγλι) που ενδυναμώνει την εσωτερική του πάλη χωρίς, ωστόσο, να εμποδίζει τον λόγο να εκφέρεται με καθαρότητα και σαφήνεια, ακολουθεί μια ιδιαίτερη κινησιολογική γραμμή -σε επιμέλεια Ελένης Χατζηγεωργίου– που αποκαλύπτει την τελετουργική, σχεδόν πρωτόγονη προέλευσή της. Σώμα πάσχων, σε διαρκή δράση, που δικαιώνει την τελική απόφανση του κειμένου περί στροφής του καλλιτέχνη στα όσα του αποκαλύπτουν οι αισθήσεις.

Ο σκηνικός χώρος της Όλγας Μπρούμα ορίζεται από στοιβαγμένες πέτρες (από σκληρό αλάτι) σε μια γωνία που μαζί τους θα αναμετρηθεί το σώμα σπάζοντάς τες, σαν να επιτελεί άχθος-άθλο, ένα μικρό κερί -που θα ανάψει με την είσοδό του στη σκηνή ο ηθοποιός- περιβαλλόμενο από μικρά χαλίκια και, στο κέντρο, ένα παράδοξο μηχάνημα-πλάκα όπου πάνω του ρέει κατά καιρούς αλάτι από μια μεγάλη σφαιρική κλεψύδρα: η πλάκα, δεχόμενη από κάτω ηχητικά κύματα, κατανέμει το αλάτι επάνω της δημιουργώντας σχήματα αλλά και απόκοσμους ήχους που, στην ουσία, δίνουν υλική υπόσταση στις «στάχτες» του κειμένου.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή κατασκευή-εγκατάσταση που θέτει σε λειτουργία ο μουσικός της παράστασης Λάμπρος Πηγούνης, εκεί παρών (και υποβοηθούμενος στη κονσόλα από την Ειρήνη Δένδη) καθώς συνοδεύει με συνεχή υποβλητικά μουσικά ακούσματα το σύνολο του λόγου, συμβάλλοντας στη μυστικιστική ατμόσφαιρα της σκηνοθεσίας. Την τελετουργική διάσταση εντείνουν οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη.

Η παράσταση του Δημήτρη Τσιάμη με τα τελετουργικά στοιχεία της να εκμαιεύονται από όλα τα επιμέρους σκηνικά συστήματα και, πρώτιστα, με την απόλυτα σωματικοποιημένη ερμηνεία του ίδιου, τη χορευτική των δακτύλων, το υγραμένο πρόσωπο και σώμα από τον μόχθο της επιτέλεσης, κατόρθωσε να δώσει υλική υπόσταση στην αγωνία του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο του, την όχι δίχως οδύνη απώλεια-καταστροφή του, την προσπάθειά του να αντιπαραβάλει το φλεγόμενο σώμα στις λέξεις, στη γραφή. Να μετατρέψει την «Τέχνη της στάχτης» σε άλας της σκηνής.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις