Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Τα ανώνυμα κείμενα του ελληνικού Διαφωτισμού στα ύστερα προεπαναστατικά χρόνια- H «Ελληνική Νομαρχία» (Δ΄)

Την περίοδο από την γαλλική Επανάσταση μέχρι το 1821 χαρακτηρίζει η κυκλοφορία στον ελλαδικό χώρο ενός πλήθους ανώνυμων έργων και..

Την περίοδο από την γαλλική Επανάσταση μέχρι το 1821 χαρακτηρίζει η κυκλοφορία στον ελλαδικό χώρο ενός πλήθους ανώνυμων έργων και φυλλαδίων τα οποία μιμούμενα τα αντίστοιχα γαλλικά αμφισβητούσαν ξεκάθαρα τους θεσμούς και τις αξίες της φεουδαρχίας και προπαγάνδιζαν ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές λύσεις, την ελευθερία της πολιτικής δράσης και του στοχασμού απελευθερωμένου από τα δεινά του σκοταδισμού.

Γιατί κυκλοφορούσαν ανώνυμα; Πρώτον γιατί οι συγγραφείς τους ήθελαν να αποφύγουν τον εντοπισμό τους και την σίγουρη καταδίκη όχι μόνο από τους Οθωμανούς, αλλά και το πατριαρχείο. Και δεύτερον γιατί οι διαφωτιστές  συγγραφείς ήθελαν να δείξουν την εξίσωσή τους και την ταύτισή τους με τον ανώνυμο πολίτη της εποχής.

Με τα κείμενα αυτά οι Ελληνες διαφωτιστές ήθελαν να μεταλαμπαδεύσουν και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές τις επαναστατικές ιδέες. Κυρίαρχο στοιχείο στα κείμενα αυτά ήταν δίπλα στην κοινωνική κριτική η σκληρή επίθεση στα πεπραγμένα του ανώτερου κλήρου που λειτουργούσε ως βραχίονας της οθωμανικής εξουσίας. Ακόμη και σ’ αυτά που δεν αμφισβητούσαν το δόγμα ή την αναγκαιότητα της θρησκείας στέκονταν στο ρόλο της Εκκλησίας ως «έμμεσου πολιτικού κυρίαρχου» των υποδούλων.

Ο «Ανώνυμος του 1789»

Σε ένα από τα ανώνυμα κείμενα, το παλαιότερο των ύστερων προεπαναστατικών χρόνων, που διασώθηκαν δόθηκε το συμβατικό όνομα «Ανώνυμος του 1789». Το κείμενο αυτό αποτελεί σημείο σταθμό στο νεοελληνικό στοχασμό αφού ξεπέρασε τον αντικληρικαλισμό και προχώρησε σε καθαρή άρνηση της αλήθειας της ορθόδοξης πίστης. Κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε τον πρώτο χρόνο της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με τον άγνωστο συγγραφέα εκφράζει την προσωπική του άποψη «περί ενός βιβλίου ονομαζομένου περί ανεξιθρησκείας». Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας γνώριζε τις απόψεις του Ευγένιου Βούλγαρι. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα ελευθεριάζουσα και φανερώνει τις δημοκρατικές θέσεις του συγγραφέα, αλλά και τις γαλλικές του γνώσεις τις οποίες πιθανόν απόκτησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο συγγραφέας πρέπει να έζησε σε αυλή ενός ηγεμόνα και αυτό αποδεικνύουν οι πολλές μολδαβικές λέξεις καθώς και οι υπαινικτικές αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της εποχής. Με το κείμενο αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί μια σατιρική αναπαράσταση του κλίματος στους κόλπους της μολδαβικής αριστοκρατίας και την προσπάθειά της να υποκαταστήσει την κυριαρχία του σουλτάνου. Μέσα από μια φανταστική ιστορία θίγεται ένα από τα κύρια δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, αυτό της προσδοκίας δικαιοσύνης στη μεταθανάτια ζωή. Μια προσδοκία που αποτελούσε το κύριο όπλο της προπαγάνδας του απολυταρχισμού ώστε να κρατά ήσυχους τους υπόδουλους και να διατηρεί την καθεστηκυία τάξη.

Χαρακτηριστικοί τύποι Φαναριωτών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Από αριστερά Νικόλαος Μαυρογένης, Σκαρλάτος Καλλιμάχης, Μιχαήλ Σούτσος, Αλέξανδρος Σούτσος, Αλέξανδρος Μουρούζης.

Ο «Ανώνυμος» μιλάει για τη θρησκεία ως παγκόσμιο φαινόμενο, χωρίς να ξεχωρίζει τις διάφορες εκφράσεις της (χριστιανισμός, μωαμεθανισμός κ.λπ.), το οποίο είχε εκφυλιστεί δε δαιμονοκρατία. Τα χαρακτηρίζει ως κοινά ιδεολογήματα μιας καταπιεστικής  εξουσίας και κάνει λόγο για «τον μουφτή του Αγίου Βασιλείου» και τον «πάτερ Λαυρέντιον, Μουφτής άλλοτε της Ιπραιλίας και χώτζας εις το τζαμί του Αγίου Γκίκα εις Ρώμην». Ο συγγραφέας καταλογίζει στη θρησκεία όλα τα δεινά που κληροδοτήθηκαν από την απολυταρχική κοσμική εξουσία καθώς ένας ανώτερο ιερατείο ως «άγιοι το επάγγελμα» ζει τρυφηλή ζωή και αποκτά εύκολο κέρδος εκμεταλλευόμενο τη δεισιδαιμονία των πιστών. Επικρίνει επίσης τους εμπόρους και τα κυρίαρχα στρώματα που με την ζωή μέσα στις απολαύσεις διαιωνίζουν την καταπίεση και την απολυταρχία αντί να λειτουργήσουν ως υποκείμενα της αναγεννητικής προσπάθειας.

Η άμεση εξάρτηση της παιδείας από την Εκκλησία

Στέκεται επίσης στην απαξίωση της παραδοσιακής παιδείας και κατηγορεί τον άρχοντα που εκπροσωπεί την αριστοκρατία, ως εκπρόσωπο της συντηρητικής παιδείας , που αποτελεί κατάλοιπο της βυζαντινής θεοκρατίας:

«Εις τον υπέρτατον βαθμόν κατέχεις όλας τας μαθήσεις, δηλαδή ηξεύρεις το ψαλτήριον, τον απόστολον, την χαλιμά».

Για τον «Ανώνυμο» πρότυπο της μόρφωσης πρέπει να είναι η αρχαιοελληνική γραμματεία με τον ηθοπλαστικό χαρακτήρα της και ην νεώτερη γαλλική παιδεία του Διαφωτισμού.

Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται ο κύριος στόχος του συγγραφέα που είναι η αποδυνάμωση του πατριαρχείου που με την πολιτική δύναμη, που αντλεί από το δυνάστη, και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του , όπως είναι η λογοκρισία και οι αφορισμοί, κρατάει τους υπόδουλους στα σκοτάδια.

H «Ελληνική Νομαρχία»

Το 1806 εκδόθηκε στην Ιταλία το σημαντικότερο ίσως και πιο διαβασμένο ακόμη και στους καιρούς μας, κείμενο του ελληνικού Διαφωτισμού η «Ελληνική Νομαρχία -Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας- Παρά Ανωνίμου του Έλληνος».

Τo βιβλίο αποτελεί ένα σφοδρό κατηγορητήριο ενάντια στους αντιδραστικούς Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και τους κληρικούς. Ο Γιάνης Κορδάτος στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 1453-1961» σημειώνει για τον συγγραφέα του: «Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο συγγραφέας της “Ελληνικής Νομαρχίας”. Απ’ όσα γράφει, όμως, φαίνεται πως είναι φανατικός δημοκράτης, γαλλόφιλος και πολύ προοδευτικός (…) Υποπτεύομαι πως ο Ανώνυμος , όχι μόνο ανήκε στην Εταιρία του Ρήγα (σ.σ. Η μυστική Εταιρία του Ρήγα που ξεπήδησε μέσα από τις «κομπανίες των Γραικών» του εξωτερικού και στόχο είχε όχι μόνο να  σπάσει τις αλυσίδες της σκλαβιάς των χριστιανών της Ανατολής, αλλά και να καταστρέψει το φαναριωτισμό και το φεουδαρχισμό), αλλά και ήταν μαθητής του Χριστόδουλου Ακαρνάνα ( σ.σ. του Παμπλέκη) και χρησιμοποίησε στην ‘Ελληνική Νομαρχία’ πολύ υλικό από το ανέκδοτο έργο του Χριστόδουλου ή και από την ανώνυμη απάντησή του στους επικριτές του».

Το όραμα του συγγραφέα της «Νομαρχίας» ταυτίζεται μ’ αυτό του Ρήγα Φεραίου, στον οποίο αφιερώνει το έργο του, και καλεί για τη δημιουργία ενός πολυεθνικού βαλκανικού κράτους, στηριγμένου στα δημοκρατικά ιδεώδη. Με δυο λόγια αποτελεί το βασικό κείμενο του ελληνικού γιακωβινισμού και της ριζοσπαστικής αστικής σκέψης, προπαρασκευαστικού της Επανάστασης.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της «Ελληνικής Νομαρχίας» το 1806, στην Ιταλία.

Στο κείμενο περιγράφονται τα δεινά των υπόδουλων και στηλιτεύεται η στάση των ανώτερων τάξεων και του κλήρου.

«Δεν ηξεύρετε, ώ Ελληνες,
ότι η αρετή την σήμερον
δεν ευρίσκεται εις τους θρόνους;»

Είναι χαρακτηριστικό για τους σκοπούς του συγγραφέα το παρακάτω απόσπασμα για τους έλληνες εμπόρους των παροικιών οι οποίοι ολιγωρούν για την υπόθεση της ελευθερίας και εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες στις ξένες δυνάμεις:

«…Ίσως, τέλος πάντων, προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Ω Θεέ μου! Εως πότε, ω Ελληνες, να πλανώμεθα τόσον αστοχάστως; Διατί να μην στρέψωμεν και μίαν φοράν τους οφθαλμούς μας εις τα απελθόντα, διά να καταλάβωμεν ευκολώτερα και τα μέλλοντα; Ποίος αγνοεί, ότι ο κύριος στοχασμός των αλλογενών δυναστών είναι εις το να προσπαθήσουν να κάμουν το ίδιόν των όφελος με την ζημίαν των άλλων; Και ποίος στοχαστικός άνθρωπος ημπορεί να πιστεύση, ότι όποιος από τους αλλογενείς δυνάστας ήθελε κατατροπώσει τον οθωμανόν, ήθελε μας αφήσει ελευθέρους; Ω, απάτη επιζήμιος! Μην είσθε, αδελφοί μου, τόσον ευκολόπιστοι. Αναγνώσετε την ιστορίαν και μάθατε, ότι οι Ρωμαίοι έταξαν των Ελλήνων και διαυθέντευσιν και ελευθερίαν, αλλ’ αφού εμβήκαν εις την Ελλάδα, ευθύς την εκήρυξαν επαρχίαν τους. Ιδετε και τα τωρινά παραδείγματα, οπού η πολυποίκιλος στροφή της γαλλικής στάσεως μας παρασταίνει. Ο δυνάστης των με ταξίματα μεγάλα και με τοιαύτα μέσα, απόκτησεν όσα κατά το παρόν έχει, και πώς εσείς νομίζετε να σας δοθή η ελευθερία από αλλογενείς; Πώς να μην ειπή τις, ότι ονειρεύεσθε έξυπνοι; Και εις τι, παρακαλώ σας, θεμελιώνετε τας ελπίδας σας; Εις την αρετήν των αλλογενών δυναστών ίσως; Ελπίζετε να κινηθούν ευσπλάγχνως εκείνοι διά τας δυστυχίας τας εδικάς μας; Δεν ηξεύρετε, ω Ελληνες, ότι η αρετή την σήμερον δεν ευρίσκεται εις τους θρόνους;».

Η Ακρόπολη με το φράγκικο πύργο, από της συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Κατά το συγγραφέα η Νομαρχία είναι το ιδανικό πολίτευμα σε αντίθεση με τη Μοναρχία και η απομάκρυνση από τα δημοκρατικά ιδεώδη οδήγησε στην υπαγωγή του ελληνισμού σε τρεις σκληρές απολυταρχίες, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή θεοκρατική και την οθωμανική. Η τελευταία είναι και η απεχθέστερη με την αγριότητα στα ήθη, τους βάρβαρους νόμους, τις αναχρονιστικές κοινωνικές και οικονομικές δομές και την απουσία ακόμη και της στοιχειώδους εκπαίδευσης.

Στην πορεία για την απελευθέρωση των υπόδουλων ο κλήρος, οι μεγαλογαιοκτήμονες , οι Φαναριώτες που στηρίζουν την εξουσία τους στον κατακτητή, αλλά και η έλλειψη ικανών ανθρώπων για να καθοδηγήσουν τον αγώνα και να στελεχώσουν τη μελλοντική Νομαρχία, αποτελούν τους κύριους ανασχετικούς παράγοντες για την επιτυχία του εθνικού εγχειρήματος:

«Δύο αίτια είναι, ώ Έλληνες μου ακριβοί, οπού μέχρι της σήμερον μας φυλάτουσι δεδεμένους εις τας αλύσους της τυραννίας. Είναι δε το ΑΜΑΘΕΣ ΙΕΡΑΤΕΙΟΝ και Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΩΝ ΣΥΜΠΟΛΙΤΏΝ».

Κατά τον συγγραφέα της Νομαρχίας οι κατεξοχήν εχθροί της ελευθερίας βρίσκονται μέσα στο ιερατείο που χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως μέσο χειραγώγησης του λαού:

«Αυταί αι τυραννίαι , ώ Έλληνες, είναι συνθεμέναι από θεοκρατίαν και ολιγαρχίαν (…). Η δε θεοκρατία είναι ο κλήρος. Οι ιερείς… πάντοτε επροσπάθησαν με το μέσον της θεότητος να καταδυναστεύσουν τους συμπολίτας των καθώς μέχρι της σήμερον με την αμάθειαν και κακομάθησιν επέτυχον του σκοπού των (…) Εκατάλαβεν  (σ.σ.Το ιερατείο) ότι ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, διά να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του».

Η χρησιμοποίηση του φόβητρου της μεταθανάτιας τιμωρίας και το φαντασιακό για μια ευδαίμονα ζωή στον παράδεισο οδήγησε τους υπόδουλους στην παραίτηση από τα φυσικά και πολιτικά τους δικαιώματα και στην υποταγή με την απειλή του αφορισμού «χωρίς να ηξεύρουν το διατί».

«Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν Ελευθερίαν τους φαίνεται μια θανάσιμος αμαρτία»

Σε άλλο σημείο ο συγγραφέας αναφέρεται στις «Πανταχούσες», δηλαδή τις πατριαρχικές εγκυκλίους που εξαπολύονταν εναντίον όσων αμφισβητούσαν την εξουσία του σουλτάνου ή του πατριάρχη: «Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν Ελευθερίαν τους φαίνεται μια θανάσιμος αμαρτία».

Η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου χαρακτηρίζεται «μάνδρα λύκων» με «βρωμερόν χαρακτήρα». Όσο για τους  πατριάρχες, άτομα κατά το πλείστον απαίδευτα, ήταν επικεφαλής μις ιεραρχίας στημένης στα πρότυπα της Αυλής του σουλτάνου. Σ’ αυτή τη «μάνδρα λύκων» οι «δώδεκα μωροί της Συνόδου», ανέβαζαν και κατέβαζαν τους κληρικούς από τον πατριάρχη μέχρι τα κατώτερα κλιμάκια του ιερατείου με δωροδοκίες.

Ο Γρηγόριος ο Ε΄, υποταγμένος στην οθωμανική εξουσία πατριάρχης , σε εγκύκλιό του τον Μάρτιο του 1819, όχι μόνο θεωρούσε παραπανήσια και άχρηστη τη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών και τα διδάγματά τους, αλλά διακήρυσσε πως και η γη …δεν κινείται!
Ο Γρηγόριος ο Ε΄, υποταγμένος στην οθωμανική εξουσία πατριάρχης , σε εγκύκλιό του τον Μάρτιο του 1819, όχι μόνο θεωρούσε παραπανήσια και άχρηστη τη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών και τα διδάγματά τους, αλλά διακήρυσσε πως και η γη …δεν κινείται!

Για τον ανώνυμο συγγραφέα απαραίτητος όρος για την απελευθέρωση των υποδούλων είναι η εκκαθάριση του κλήρου, ο οποίος αποτελούσε τμήμα της ασιατικού τύπου δεσποτείας και οι αφορισμοί , τα μυστήρια, τα θαύματα και οι δωρεές δεν είχαν καμία ηθική αξία, παρά μόνον στόχευαν στην πνευματική ύπνωση του ποιμνίου και τον πλουτισμό των ρασοφόρων.

Οι  καλόγεροι που «ζώσιν αργοί και τρέφονται
από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων»

Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στη Νομαρχία και στους καλογήρους:

«Ποιος δεν βλέπει , ώ Έλληνες , τον αφανισμόν οπού εις την Ελλάδα προξενεί την σήμερον το ιερατείον; Εκατό χιλιάδες και ίσως περισσότεροι μαυροφορεμένοι , ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων;».

Ο συγγραφέας θεωρεί όλες τις θρησκείες και τα δόγματα ως φορείς της απολυταρχίας. Η «θαυμαστή» Ρώμη  «δια τόσους αιώνας ευρίσκεται σιδηροδέσμιος, υποκάτω εις ανήκουστον τυραννικήν θεοκρατίαν και βέβαια δια πολλούς άλλους αιώνας ακόμη θέλει μείνει». Όσο για την ισλαμική θρησκεία, αυτή είναι «πλήρης δεισιδαιμονιών και πιστεύουσι πολλά γελοιώδη πράγματα». Και τα περισσότερα «εντάλματα» του Κορανίου «αναφέρονται εις την διατήρησιν της θρησκείας και μάλιστα εις την διαφύλαξιν της αμαθείας».

Στο κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821, ακόμη και μέχρι σήμερα δυο εκατονταετίες μετά η «Ελληνική Νομαρχία», λόγω του εξεγερτικού της πνεύματος είναι ουσιαστικά αποκλεισμένη από την επίσημη παιδεία και στα σχολικά βιβλία περιλαμβάνεται μόνο ένα μικρό απόσπασμά της. Η θρησκεία θεωρείται βασικό συστατικό του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και η Νομαρχία παραπεταμένη από τους επίσημους φορείς αναφέρεται μόνο σε βιβλιογραφικές συλλογές, χωρίς να μελετάται η βαθύτερη ιδεολογική, φιλοσοφική και πολιτική της διάσταση.  Και μέσα στο πέρασμα των χρόνων μόνο οι προοδευτικοί διανοούμενοι ανέδειξαν τη Νομαρχία ως ένα βιβλίο προδρομικό στους αγώνες του εργαζόμενου λαού για την εθνική, πολιτική και κοινωνική του απελευθέρωση.

Ο «Ρωσαγγλογάλλος»

Αρκετοί από τους Ελληνες διαφωτιστές των ύστερων προεπαναστατικών χρόνων χρησιμοποίησαν τη σάτιρα για να πείσουν τους υπόδουλους έλληνες ότι δεν μπορούν να περιμένουν από τους ξένους την απελευθέρωσή τους όχι μόνο από τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και το ανώτερο ιερατείο, αλλά και τους γάλλους, τους ρώσους και τους άγγλους.

Ένα από αυτά τα κείμενα που δεν εκδόθηκε ποτέ, αλλά κυκλοφόρησε πλατιά σε μορφή φυλλαδίων και σε πολλές παραλλαγές ήταν και ο «Ρωσαγγλογάλλος». Η πιθανότερη εκδοχή για τη συγγραφή του έργου αυτού είναι το διάστημα 1799-1805. Αναφορές γι’ αυτό υπάρχουν σε ξένους περιηγητές, το Λόρδο Μπάυρον  και το «Λόγιο Ερμή». Τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησε σε κριτικές εκδόσεις από τον Κ.Θ. Δημαρά το 1990 και τον Απ. Παπαγιανόπουλο το 1981.

Μια καυστική σάτιρα

Ο «Ρωσαγγλογάλλος» είναι μια καυστική σάτιρα σε μορφή διαλόγου στην οποία αναλύεται η κατάσταση στην Ελλάδα με αφορμή τη συνάντηση  ενός Αγγλου, ενός Γάλλου κι ενός Ρώσου με χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τη σάτιρα αυτή επικρίνονται οι τρεις μεγάλες δυνάμεις για τη στάση τους απέναντι στους σκλαβωμένους έλληνες. Παράλληλα, και παρ’ όλους τους άτεχνους στίχους, σατιρίζονται οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης δεσποτάδες, Φαναριώτες, έμποροι και κοτζαμπάσηδες και τονίζεται ότι μονόδρομος για την παλιγγενεσία είναι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Οι υπόδουλοι για να απελευθερωθούν και να πετύχουν την πολιτική, κοινωνική και πνευματική απελευθέρωση πρέπει να στηριχτούν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη στάση του κλήρου που χαρακτηρίζεται ως ο βασικός φορέας που προσπαθεί με κάθε πνευματικό μέσο να στηρίξει την εθελοδουλία.

Στο προοίμιό του αναφέρονται τα εξής:

« Ο Ρώσος, Άγγλος και Γάλλος κάμνοντες περιήγησιν της Ελλάδος και βλέποντες την αθλίαν κατάστασιν ηρώτησαν κατ’ αρχάς ένα Γραικόν φιλέλληνα δια να μάθουν την αιτίαν, μετ’ αυτόν ένα Μητροπολίτην, είτα ένα Βλαχάμπεην (σ.σ. ένα φαναριώτη ηγεμόνα της Βλαχίας), έπειτα ένα πραγματευτήν και ένα προεστώτα. Τέλος απαντούν την Ελλάδα αυτήν».

«Ειπέ μας , ώ φιλέλληνα, πώς φέρτε την σκλαβιάν;»

Ένας από τους ξένους ρωτά το Γραικό πώς υποφέρουν οι συμπατριώτες του τη σκλαβιά:

«Ειπέ μας , ώ φιλέλληνα, πώς φέρτε την σκλαβιάν,
και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;
Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν,
παίδων, παρθένων, γυναικών , ανήκουστον φθορίαν; (…)
Δεν είσθ’ εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων
των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων,
και πώς εκείνοι απέθνησκον δια την ελευθερίαν
και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;…».

Ο φιλέλληνας απαντά πως αιτία των δεινών είναι η άρχουσα τάξη:

«Ελλάς, και όχι άλλη
ήταν, ως  λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία
αφ’ ου ήρχισεν η αμαθία (…)
Μα όστις τολμήσει
 να την ξυπνήσει
πάγει στον Άδην χωρίς τινα κρίσιν».

 (σ.σ Σαφής είναι η .αναφορά στο τραγικό τέλος του Ρήγα Φεραίου).

«Αυτή του Τούρκου η τυραννία
σ’ εμέ είνε ζωή μακαρία».

Ο Γάλλος ρωτά ένα μητροπολίτη που βλέπει νάρχεται:

«… Χαίρε Πανιερώτατε και γένος της Γραικίας,
πώς υποφέρεις τον ζυγόν των Τούρκων τυραννίας;
Γιατί εκαταντήσατε την φωτεινήν Ελλάδα
αθλίαν , κακορίζικην και ως σβυστήν» λαμπάδα;».

 

O πατριάρχης μαζί με ανώτερους κληρικούς το 16ο αιώνα. Φορούν στο κεφάλι σκιάδια. Σήμερα οι κληρικοί της ορθόδοξης Εκκλησίας φορούν το καμελαύκιον, κοινώς καλυμμαύχι. Το πήραν το φορούσαν οι δικαστές της Δύσης. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα επικράτησε και ως μέρος της αμφίεσης των κληρικών.

Και ο δεσπότης απαντά πως γι’ αυτόν δεν υπάρχει ούτε σκλαβιά, ούτε τυραννία:

«Να έχετε, τέκνα, την ευχήν μου
κι’ ακούσατε την απόκρισίν μου
εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
ούτε ξεύρω να τον νομίζω.

Τρώγω, πίνω , ψάλλω με ευθυμίαν,
δεν υποφέρω από τυραννίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν,
όστις με βλάψει στην επαρχίαν.

Αυτή του τούρκου η τυραννία
σ’ εμέ είνε ζωή μακαρία.
Αφού το ράσον τούτο φόρεσα,
πλέον τινά ζυγόν δεν γνώρισα.

Δύο ποθώ, ναι, μα τις εικόνες
Άσπρα πολλά ( σ.σ.χρήματα) και καλές κοκόνες (σ.σ. γυναίκες).
Περί της Ελλάδος, που λέτε,
δεν με μέλλει κι’ ας τυραγνιέται…».

 

«Ώ δυστυχία των Γραικών, γένος πεπλανημένον
πόσα κακά υποφέρετε εκ των ιερωμένων!»

Ακούγοντας αυτά ο ξένος λέει:

«Ώ δυστυχία των Γραικών,
γένος πεπλανημένον
πόσα κακά υποφέρετε
εκ των ιερωμένων!».

Χαρακτηριστικά για τον ρόλο των δεσποτάδων είναι και αυτά που λέει ο φαναριώτης ηγεμόνας:

«Εις ετούτο το βραβείον
να μας ζη το ιερατείον,
που μας άνοιξε τα μάτια
κ’ έχομε χρυσά μακάτια (σ.σ. καλύμματα των οντάδων)».

Για τον ανώνυμο συγγραφέα καταλύτης για την απελευθέρωση των υπόδουλων είναι η αποτίναξη της αμάθειας μακριά από τον βυζαντινό σκοταδισμό με τη στροφή στην αρχαία φιλοσοφία:

«Δεν είσθ’ εσείς που λάβατε τόσα μεγάλα φώτα
από τας βίβλους των σοφών, που ‘ταν παιδιά μου πρώτα;
Και αν εσείς δεν είχετε εκείνων τας ερμηνείας,
ακόμη ηθελ’ ευρίσκεστε δούλοι της αμαθείας.
Και πάλιν αν με βγάζετε από την τυραννίαν,
ευθύς αι μούσαι άσουσι νέαν φιλοσοφίαν».

Eνδεικτική Βιβλιογραφία

–Ανωνύμου του Έλληνος «Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας». Φιλολογική  απομνημείωση, κείμενο-σχόλια –εισαγωγή Γ. Βαλέτας. Μελετήματα Ν.Α.Βέης- Μ. Σιγούρος. Εκδόσεις Αποσπερίτης.

–Γιάνη Κορδάτου « Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας 1453-1821», τ. ΙΧ, εκδόσεις 20ος Αιώνας.

–«1821 -Η Επανάσταση και οι απαρχές του αστικού Ελληνικού κράτους». Επιμέλεια: Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

–Tηλέμαχου Λουγγή « Η Επανάσταση του 1821 και η παραχάραξή της». Αναδημοσίευση από το «Ριζοσπαστη» (1/4/2007) ομιλίας σε εκδήλωση με θέμα «Η αλήθεια για την Επανάσταση του 1821 και η παραχάραξή της από τα σχολικά βιβλία».

–Φίλιππου Ηλιού

«Η ακραία περίπτωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Χριστόδουλος Παμπλέκης» (Αυγή 22/2/1976).

«Θεσμική μεταρρύθμιση σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Η αυτονομία της Εκκλησίας», Θρησκευτική ελευθερία και δημοκρατία (συλλογικός τόμος, Αθήνα 2000).

«Κοινωνικοί αγώνες και διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819)», Αθήνα 1986.

«Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη», Ιστορικά τ. 4 ( Δεκέμβριος 1985.

«Τύφλωσον Κύριε τον λαόν Σου. Οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Νικόλαος Πίκκολος», Αθήνα 1988.

–Κιτρομηλίδη Πασχάλη

«Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη», Αθήνα 1990.

«Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες», Αθήνα 2000.

«Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810), ανάτυπο Αθήνα 1982.

–Άλκη Αγγέλου «Των Φώτων. Όψεις  του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Αθήνα 1988.

–Γ. Βαλέτα «Αδελφική Διδασκαλία»- κείμενο, σχόλια, εισαγωγή, επιμέλεια, Αθήνα 1949.

–Λεοντσίνη- Γλυκοφρύδη Αθανασίας

 «Νεοελληνική φιλοσοφία, θέματα πολιτικής και ηθικής», Αθήνα 2001.

«Νεοελληνική φιλοσοφία, πρόσωπα και θέματα», Αθήνα 1993.

–Παναγιώτη Τσολιά « Η κριτική της Θρησκείας στον νεοελληνικό Διαφωτισμό». Εκδόσεις Προσκήνιο.

–Δημήτρη Αποστολόπουλου «Η Γαλλική Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία», Αθήνα 1989.

–Μανουήλ Γεδεών

«Εικοσαετής πατριαρχική ιστορία κατόπιν θυέλλης (1791-1811) , ανάτυπο, Θεολογία τ. Ε΄, τεύχος ΙΘ΄, Αθήνα 1927.

« Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄και ΙΘ΄ αιώνα», Αθήνα 1976.

–Παναγιώτη Νούτσου «Νεοελληνική φιλοσοφία, οι ιδεολογικές διαστάσεις των ευρωπαικών της προσεγγίσεων», Αθήνα 1981.

–Aριστείδη Πανώτη «Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας», Αθήνα 2008.

 

Στο επόμενο (Ε΄ ΜΕΡΟΣ):
O «Λίβελλος  κατά των Αρχιερέων»
και οι «τουρκοπρόβλητοι» πατριάρχες

 

(A΄ ΜΕΡΟΣ) Η διαπάλη του ελληνικού διαφωτισμού
και της Εκκλησίας
στα ύστερα προεπαναστατικά χρόνια

(Β΄ ΜΕΡΟΣ) Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός
και ο αντίκτυπός του στον ελλαδικό χώρο 

(Γ΄ ΜΕΡΟΣ) Ο Aδαμάντιος Κοραής η θρησκεία και ο κλήρος

 

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις