Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Γεώργιος Καραϊσκάκης: Ο ηρωικός επαναστάτης του ’21

Σαν σήμερα στις 23 Απριλίου 1827 άφησε την τελευταία του πνοή ο Γεώργιος Καραϊσκάκης

Σαν σήμερα στις 23 Απριλίου 1827 άφησε την τελευταία του πνοή ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο ηρωικός πολέμαρχος της Επανάστασης ήταν από τους πιο αυθεντικούς εκφραστές του «λαϊκού ’21». Γνήσιο τέκνο του επαναστατημένου λαού που σήκωσε ντουφέκια και σπαθιά για να πετύχει το ανέφικτο…

Ο πολέμαρχος του 1821 ήταν ένας άνδρας «ακούραστος εις τους αγώνας» (Χριστόφορος Περραιβός), «μεγαλόδωρος και ευεργετικός» (Γεώργιος Γαζής), «αρείτολμος και καλός στρατηγός» (Σπυρομήλιος), «ατρόμητος» (Ιωάννης Κωλέττης), με «νουν ακατέργαστον αλλά γεννητικότατον και οξύτατον» (Παναγιώτης Σούτσος) και «επίμονον γενναιότητα» (Andre Louis Gosse, Ελβετός φιλέλληνας γιατρός). Όπως το έθεσε με μία λέξη ο Νικόλαος Κασομούλης ήταν «Αρχηγός» με άλφα κεφαλαίο.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας από τον αρματολό Δημήτρη Καραΐσκο και τη μοναχή Ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφη του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με θετούς γονείς, Σαρακατσάνους. Η μητέρα του, που δεν άντεξε το διασυρμό της λόγω της παράνομης σχέσης της, πέθανε όταν ο Καραϊσκάκης ήταν οκτώ ετών. 

Ηταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος στο ανάστημα, οξύθυμος και βωμολόχος. Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό χαρακτήρα του τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.

Τον Μάρτιο του 1798 ακολουθεί τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου κι έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του. Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.

Την άνοιξη του 1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ’ Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά και θανατώνεται. Την αρχηγία της ομάδας αναλαμβάνει ο αδελφό του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης συνεχίζει τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάσσεται στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά τη διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά δηλώνει υποταγή και επιστρέφει στα Γιάννινα. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.

Την 1η Ιουλίου του 1823, ο Καραϊσκάκης έλαβε από το Μαχμούτ πασά που εξεστράτευσε με 20.000 Αρβανίτες για να καταστείλει την εξέγερση στο αρματολίκι των Αγράφων, την παρακάτω επιστολή- τελεσίγραφο:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».

Ο Καραϊσκάκης, γνωστός για την αθυροστομία του, απάντησε με άλλη επιστολή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»!

 

Κατηγορείται για προδοσία

 

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών στη δίκη παρωδία, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι.

Ο Μαυροκορδάτος παρακάμπτει το δικαστήριο και βάζει τους οπλαρχηγούς να υπογράψουν ένα κείμενο με τον τίτλο «Προκήρυξις των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη». Όπως παρατηρεί ο Κ. Παπαρρηγόπουλος δεν είναι πράξη δικαστηρίου αλλά «πράξις καθαρώς διοικητική ης το περιεχόμενον επ ουδένα δύναται να θεωρηθή ως δικαστική και ιστορική εξέλεγξις και απόδειξις της περί εσχάτης προδοσίας ενοχής του Καραϊσκάκη». Ο στόχος όμως του Μαυροκορδάτου είχε επιτευχθεί, πλέον ο Καραϊσκάκης είχε το στίγμα του «προδότη». 

Τότε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης  απευθυνόμενος στο Μαυροκορδάτο, τον μεγαλύτερο διώκτη του, έγραψε: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπό σου, να φανεί ποιος είσαι».

Στις 7 Απριλίου του 1825 συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν για πρώτη φορά το στρατό του Ιμπραήμ και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.

Στη συνέχεια προσπαθεί να βοηθήσει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου με κινήσεις αντιπερισπασμού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο.

 

Αρχιστράτηγος της Ρούμελης

 

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1826 η Επανάσταση έχει ουσιαστικά ηττηθεί. Η φυματίωση που κατέτρυχε στη ζωή του τον Καραϊσκάκη είχε φουντώσει, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στον ταλαιπωρημένο οργανισμό του, αλλά ο αγωνιστής αψηφούσε τις συμβουλές των γιατρών. Ρίχνεται στη μάχη όπως έκανε πάντα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος (το μεγαλύτερο διάστημα της εκστρατείας οι άντρες του τον μετέφεραν άρρωστο σε ένα ξυλοκρέβατο) , θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Ο Καραϊσκάκης με μια θυελλώδη πορεία μέχρι εκείνη την ώρα, όχι απλά  είχε καταφέρει να αντιστρέψει την κατάσταση συντρίβοντας σε αλλεπάλληλες μάχες τα στρατεύματα των Τούρκων (με κορυφαία στιγμή την Αράχοβα), αλλά μέσα σε λίγους μήνες, στην αρχή της άνοιξης του 1827, πέτυχε να ενώσει όλες τις ελληνικές δυνάμεις και θα βρίσκεται στα πρόθυρα της αποφασιστικής νίκης κατά του Κιουταχή στην Αττική, νίκη που θα έδινε την ελευθερία στην Ελλάδα με τις δικές της δυνάμεις.

Ταυτόχρονα, είχε την πολιτική οξυδέρκεια να αντιληφθεί πως η πλήρης υποταγή στην Αγγλία θα ήταν καταστροφική και μαζί με τον Κολοκοτρώνη θα πρωταγωνιστήσουν στην επιλογή του Καποδίστρια. 

Όμως στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.

 

Οι τελευταίες ώρες…

 

Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

«Από πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληχτική μορφή του Γιου της Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία πως δεν μπορούσα να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε; Τώρα είμαι κι εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που του πήρε τη ζωή δε ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, το πώς χτυπήθηκε» σημειώνει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην μονογραφία του «Καραϊσκάκης» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος). 

Η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Την επομένη μέρα, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έζησε σε κατάσταση μόνιμης ανταρσίας και επαναστατικότητας.  Η στρατηγική του στον πόλεμο είναι η απόδειξη της ιδιοφυΐας του. Οπου εμφανίζεται η λεβεντιά, ο Καραϊσκάκης εξακολουθεί να υπάρχει.

Η δημοτική μούσα τον θρήνησε με τούτα τα λόγια:

               «Τρέμουν τα κάστρα τρέμουνε
               τρέμουν τα βιλαέτια
               τρέμει κι η μαύρη Ρούμελη
               για τον Καραϊσκάκη.
               Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή,
               Πέφτη φαμακωμένη,
               Παρασκευή ξημέρωσε
               που να μην είχε φέξει
               ο Στρατηγός απέθανεν»…

 

Απόψεις