Το Εικοσιένα. Έχουμε ως την ώρα
την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι.
Την μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι.
Κωστής Παλαμάς ( Άπαντα 10,17)
«Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμονος πόλεμος των ποιμενικών φύλων και των ληστών ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης : στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς. Και αντίστροφα , η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα , συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας». Αυτή η σημείωση του Ε.J. Hobsbawm (« Η εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848», σ. 203-204, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002) δείχνει πόσο η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας εγγράφονται στη δυναμική των εξεγέρσεων που στηρίχθηκαν στο Διαφωτισμό τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και τα φιλελεύθερα προστάγματα. Αυτή ακριβώς την εγγραφή η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα προσπάθησε και προσπαθεί να την περιορίσει στα στενά όρια των επιδιώξεών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μεγάλη Ιδέα που κυριάρχησε τον 19ο αιώνα μέχρι και τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου μέχρι να θαφτεί οριστικά με την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Στο όνομα αυτών των επιδιώξεων χτίστηκαν μύθοι και εύκολες ιδέες , οικοδομήθηκαν ιδεολογικοί μηχανισμοί για να στηρίξουν τα συστήματα της εξουσίας. Αυτοί ακριβώς οι μύθοι , όπως το Κρυφό Σχολειό ή τα ψέματα όπως το ότι η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου , γιορτή του Ευαγγελισμού, έρχονται στην επικαιρότητα σε κάθε συζήτηση που ξεκινά με αφορμή το ’21 και με στόχο να θολώσουν τα νερά και να εξυπηρετήσουν την κυρίαρχη ιδεολογία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος που αν και έφτασε να μετρά περίπου 200 χρόνια ύπαρξης κυριαρχείται από ιδεολογήματα και ιστορικά ψέματα του 19ου αιώνα.Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ
Να πηγαίνω στο σχολειό
Να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα,
του Θεού τα πράματα.
Αυτό το αυτοσχέδιο παιδικό τραγουδάκι που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σωσμένο σε πολλές παραλλαγές , ήταν η αφορμή αλλά και το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της ύπαρξης του κρυφού Σχολειού. Kαι μέσα από το πέρασμα των χρόνων πολλές γενιές Ελλήνων διαπαιδαγωγήθηκαν με την εικόνα των υπόδουλων προγόνων τους να εκπαιδεύονται με τη φροντίδα της Εκκλησίας κάτω από τη μύτη του κατακτητή με κίνδυνο της ζωής τους.
Ένας μύθος χωρίς μαρτυρίες
Με τον όρο Κρυφό Σχολειό χαρακτηρίζονται ανεπίσημα ελληνικά διδασκαλεία που λειτουργούσαν κρυφά υπό καθεστώς απαγόρευσης στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και τα οποία συντηρήθηκαν και στελεχώθηκαν από μορφωμένους κληρικούς και καλογήρους. Κάτι τέτοιο, βέβαια, προϋποθέτει ότι οι Οθωμανοί άσκησαν συστηματικές και απηνείς διώξεις εναντίον της ελληνικής παιδείας και ως εκ τούτου η οργανωμένη εκπαίδευση αποτελούσε καθήκον της Εκκλησίας στο πλαίσιο της πνευματικής αντίστασης στον κατακτητή. Όμως από το πλήθος των μαρτυριών και των γραπτών πηγών σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν διασώζεται καμία αναφορά στην ύπαρξη Κρυφών Σχολειών ούτε μνημονεύεται το κλείσιμο σχολείων από τους Οθωμανούς ή η απαγόρευση δημιουργίας νέων – ούτε καν στο πλαίσιο γενικευμένων αντιποίνων μετά την καταστολή εξεγέρσεων. Αντίθετα πάρα πολλές είναι οι αναφορές για την ελεύθερη λειτουργία όχι μόνο κατώτερων εκπαιδευτηρίων,αλλά και ανώτερων ιδρυμάτων όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη , η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και άλλα σχολεία σε πολλές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. « Η τουρκική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία , για να είναι κρυφά. Τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν πολλά και σπουδαία , αφού μπορούσαν οι ραγιάδες να έχουν απόλυτη αυτοδιοίκηση. Την ανάγκη να ιδρυθούν σχολεία μόνο η αστική τάξη ένιωσε κι αυτή γέμισε την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού από κατώτερα και ανώτερα σχολεία» ( Γιάνης Κορδάτος « Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. 9, σ. 552). Μια από τις σημαντικές μελέτες που καταρρίπτουν «από τα μέσα» το μύθο του Κρυφού Σχολειού προέρχονται από ένα σημαντικό εκκλησιαστικό λόγιο τον αρχειοδίφη και «άρχοντα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου («Μέγα Χαρτοφύλακα και Χρονογράφο της Μεγάλης Εκκλησίας») ο οποίος στην «Ιστορία των του Χριστού Πενήτων 1453-1913 » σημειώνει αναφερόμενος στην στάση των Οθωμανών απέναντι στην «εκπαίδευση του Γένους» ( Αθήνα 1939): « Η τουρκική κυβέρνησις , ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίγνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγιγνώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται , και ότι τα αναγιγνωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν (…) Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει βεζίρην , ή αγιάνην , ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν , ή οικοδομήν…».«Δεν απάντησα τίποτα που να κάνει λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι»

Η οργανωμένη εκπαίδευση το οκτωήχι και το ψαλτήρι
Ο δεύτερος παράγων είναι η σημαντική συνεισφορά του κλήρου στην οργανωμένη εκπαίδευση , ιδίως τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα μοναστήρια αποτελούσαν τα κυριότερα κέντρα αντιγραφής και διάσωσης χειρογράφων και βιβλίων, ενώ σε πολλά από αυτά μορφωμένοι καλόγεροι παρέδιδαν μαθήματα που δεν περιορίζονταν σε θεολογικές ή σε απαραίτητες για την ιερουργία γνώσεις. Όταν ο Πατριάρχης διορίστηκε από τον Μωάμεθ τον πορθητή πολιτικός ηγέτης των ορθοδόξων , η Εκκλησία ανέλαβε εξ ολοκλήρου την παροχή της ελληνικής παιδείας στους υπόδουλους. Με δεδομένες τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες , για σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την άλωση η εκπαίδευση των Ελλήνων είχε ανατεθεί σε μοναχούς και ιερείς οι οποίοι αξιοποιούσαν για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους νάρθηκες των εκκλησιών ή χώρους μονών, χρησιμοποιώντας ως διδακτικό υλικό κυρίως λειτουργικά όπως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι κ.ο.κ.Ανάμνηση μιας ανύπαρκτης εκπαίδευσης
Παίρνοντας υπόψη τους παραπάνω παράγοντες μπορούμε βάσιμα να πούμε πως τη βάση για την καλλιέργεια της ιδέας του Κρυφού Σχολειού αποτέλεσε η ανάμνηση της ανύπαρκτης σχεδόν εκπαίδευσης κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες του κλήρου. Είναι αλήθεια ότι αν και η άσκηση της παιδείας ήταν ελεύθερη, μέχρι και τον 17οαιώνα ήταν υποτυπώδης. Ο επτανήσιος λόγιος μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος, ο οποίος περιόδευσε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στα μέσα του 16ου αιώνα, αναφέρει ότι από την πολύχρονη αμάθεια το γένος βρισκόταν πλέον μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού και απορρόφησης από τους κατακτητές. Προσθέτει μάλιστα ότι σε μεγάλο βαθμό η ελληνική γλώσσα είχε παραφθαρεί από το πλήθος των δάνειων λέξεων από τις σλαβικές και τουρκικές διαλέκτους.Ο θρησκευτικός ουμανισμός
Η δύσκολη αυτή κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα. Το Φεβρουάριο του 1593 ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη σύνοδο των ορθοδόξων Πατριαρχών , στην οποία μεταξύ άλλων αποφασίστηκε να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την οργάνωση συστηματικής εκπαίδευσης. Με τον έβδομο κανόνα της « ώρισεν η Αγία Σύνοδος έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνη την δυναμένην ποιείν , ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι. Βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένης, εάν των επιτηδείων χρείαν έχουσιν». Με αυτό τον τρόπο ξεκινά μια μακρόχρονη εκπαιδευτική δραστηριοποίηση της ορθόδοξης Εκκλησίας σε όλη την οθωμανική επικράτεια. Το παράδειγμα του Ιερεμία θα ακολουθήσει ο Κύριλλος Λούκαρις, ο οποίος ανάθεσε στον Θεόφιλο Κορυδαλλέα τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας, εγκαινιάζοντας έτσι την εποχή του «θρησκευτικού ουμανισμού». Στα χρόνια που ακολουθούν η Εκκλησία υποστηρίζει κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια . είτε στα τουρκοκρατούμενα εδάφη είτε χορηγώντας υποτροφίες σε νέους , προκειμένου να σπουδάσουν στη Δύση.Η ανάδειξη των αστών- Η αποδέσμευση από την Ορθοδοξία

Ένα πολύτιμο τεκμήριο: Ο κατάλογος των ελληνικών σχολείων στο λεξικό του Γεωργίου Κωνσταντίνου (1757)
Μια εξαιρετική μαρτυρία για την ελεύθερη λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην υπόδουλη Ελλάδα στη διάρκεια του 18ου αιώνα, αποτελεί και το «Λεξικόν τετράγλωσσον, περιέχον τας τέσσαρας διαλέκτους, Ελληνικήν, πεζήν ήτοι απλήν Ρωμαϊκήν, Λατινικήν και Ιταλικήν», που εξέδωσε στη Βενετία ο Γεώργιος Κωνσταντίνου το 1757.


Η Εκκλησία διώκει την διδασκαλία των επιστημών
Τα εκπαιδευτήρια που είχαν και κοσμικό χαρακτήρα αντιμετώπισαν τις περισσότερες φορές την εχθρότητα και τις διώξεις όχι από τους Τούρκους αλλά από εκκλησιαστικούς κύκλους που έβλεπαν στη νεωτερική φιλοσοφία και επιστήμη έναν επικίνδυνο εχθρό της πίστης και της πολιτικής ισχύος του κλήρου και θύματα των διώξεων ήταν και φωτισμένοι ρασοφόροι: Το 1723 ο ιερομόναχος Μεθόδιος Ανθρακίτης καταδικάζεται από τη Σύνοδο γιατί δίδασκε στους μαθητές του μαθηματικά και νεότερη φιλοσοφία. Το 1793 ο μοναχός Χριστόδουλος Παμπλέκης αφορίζεται μετά θάνατον για τις φιλοσοφικές του απόψεις. Εκπρόσωποι της πιο σκοταδιστικής πτέρυγας της Εκκλησίας βρέθηκαν επίσης πίσω από την απομάκρυνση του Ευγενίου Βούλγαρη από τη διεύθυνση της Αθωνιάδας Σχολής, το κλείσιμο του Φιλολογικού Γυμνασίου – ανώτατο ίδρυμα με νεωτερικό προσανατολισμό- στη Σμύρνη, τη δημιουργία «επιτροπής λογοκρισίας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον Ιλαρίωνα Σιναϊτη κ.ο.κ. Και φυσικά σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι Οθωμανοί ήταν αμέτοχοι.
Πώς δημιουργήθηκε το ιδεολόγημα
Η παιδεία λοιπόν μέχρι τον 18ο αιώνα -αν και κάτω από εκκλησιαστικό έλεγχο και μέσα σε αρκετές δυσκολίες – ασκείτο ελεύθερα επί τουρκοκρατίας. Σ’ αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός οφείλεται και η έλλειψη αναφορών για την ύπαρξη κρυφών σχολείων σε προεπαναστατικές πηγές. Όπως αναφέρουμε και παραπάνω οι πρώτες μαρτυρίες για την απαγόρευση από μέρους των Τούρκων της λειτουργίας ελληνικών σχολείων ανάγονται στα χρόνια της Επανάστασης. Τότε που στις παραμονές της απελευθέρωσης εμφανίστηκε η ανάγκη όχι μόνο για την δημιουργία μιας αρραγούς εθνικής συνείδησης , αλλά και για τον υπερτονισμό των στοιχείων εκείνων που θα έδιναν το ηθικό προβάδισμα απέναντι στους κατακτητές τους. Ένα από τα στοιχεία αυτά που συναντάμε σε Έλληνες λογίους αλλά και σε φιλέλληνες της εποχής , εμφανώς επηρεασμένους από το πνεύμα του Διαφωτισμού , ήταν και η αφοσίωση των Ελλήνων στην Παιδεία , γεγονός που χαρακτηρίστηκε το εφαλτήριο της εθνικής τους αναγέννησης. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε η ανάγκη να προβληθεί «προπαγανδιστικά» η εικόνα του Έλληνα υπόδουλου που με κίνδυνο και κόπο γνώριζε τη σοφία των προγόνων του. Δύο είναι οι μαρτυρίες για το κρυφό σχολειό των χρόνων της Επανάστασης. Η πρώτη ανήκει στο Γερμανό φιλέλληνα Carl Iken o oποίος στο έργο του Leukothea( Λειψία 1825) αναφέρει τα εξής για την κατάσταση της παιδείας κατά την τουρκοκρατία: « Οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τας εκκλησίας. Τούτο και άλλαι συγχρόνως αιτίαι εβίαζαν τους Γραικούς να θεωρούν την θρησκείαν ουσιωδώς συνδεδεμένην με τα γράμματα και τα σχολεία , δια τούτο και εις μεγάλας και εις μικράς πόλεις επροσπαθούσαν με δόσιν χρημάτων και με διαφόρους τρόπους να συστένουν σχολεία κρυφίως , όπου και των πτωχών τα τέκνα ανεξόδως εδιδάσκοντο». Η αναφορά αυτή μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Στέφανο Κανέλλο , έναν ένθερμο πατριώτη, οπαδό του Ρήγα Φεραίου , ο οποίος αργότερα πέθανε στην επαναστατημένη Κρήτη. Ο Κανέλλος αλληλογραφούσε με τον Iken από το 1822 την εποχή που βρισκόταν στη Χαϊδελβέργη, προσπαθώντας να ενδυναμώσει τη συμπάθειά του προς τον εξεγερμένο ελληνικό λαό και η εμμονή στις τουρκικές διώξεις της Παιδείας ήταν ένας από τους πλέον πρόσφορους τρόπους να τονωθεί το αίσθημα των φιλελλήνων. Η δεύτερη μαρτυρία ανήκει στον φαναριώτη λόγιο και στα κατοπινά χρόνια πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό. H μαρτυρία του Νερουλού δημοσιεύθηκε στό βιβλίο του Cours de littératuregrecque moderne, ( Γενεύη 1827) . Στο βιβλίο περιέχεται και ή επιστολή του Κανέλλου προς τον Iken σε γερμανική μετάφραση. Ήταν λοιπόν πολύ πιθανό ό Νερουλός να έγνώριζε το βιβλίο του Iken, και να επηρεάσθηκε από τις θέσεις του Κανέλλου. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι μαρτυρίες του Νερουλού είναι αντιφατικές και δείχνουν σύγχυση. Παραδείγματα: Τη μια στιγμή αναφέρει πως οι Οθωμανοί «έμπόδιζον ισχυρώς τήν θρησκείαν και τήν φιλολογίαν τών χριστιανών», και την άλλη πως πάντως δέν τις «κατέτρεχαν αναφανδόν». Ή η αναφορά του πως οι Τούρκοι «άπηγόρευαν επί κεφαλική ποινή… τήν καθίδρυσιν δημοσίων σχολείων» ενώ είναι γνωστή η λειτουργία φημισμένων σχολών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και σε άλλες πόλεις . Μια απλή ανάγνωση του βιβλίου αποδεικνύει πως ο Νερουλός είχε αποκλειστικό στόχο να εξάρει τόν ρόλο της παραδοσιακής ηγεσίας της ‘Εκκλησίας και κυρίως των φαναριωτών. ΄Αλλωστε ήταν ένας άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Πατριαρχείου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ως πρεσβευτής της Ελλάδας στην Πόλη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο. Συνοψίζοντας: Το Κρυφό Σχολειό ήταν ένας μύθος επινοημένος από λογίους των χρόνων της Επανάστασης μια «πολιτικά και ιδεολογικά χρήσιμη πλάνη». Ήταν μια κατασκευή που προσφερόταν αποκλειστικά για πολιτική και ιδεολογική χρήση όπως ήταν και το Βασιλικό Διάταγμα του 1838 για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως ημερομηνίας έναρξης της Επανάστασης του 1821.Μια «πλάνη» που παγιώθηκε λίγα χρόνια μετά για να στηρίξει τη Μεγάλη Ιδέα που χαρακτήρισε τον ελληνικό 19ο αιώνα. Σημείωση: Το 1997 κυκλοφόρησε από την «Εστία» το εξαιρετικό δοκίμιο του Άλκη Αγγέλου «Το Κρυφό Σχολείο- Χρονικό ενός μύθου» που με μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του θέματος αποκαλύπτει τη διαδρομή και τις μεθόδους μέσα από τις οποίες παγιώθηκε ο μύθος του Κρυφού Σχολειού. Σημαντικές επίσης είναι και οι επισημάνσεις του καθηγητή Λίνου Πολίτη στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1980).Δύο σημαντικά βιβλία για το μύθο του Κρυφού Σχολειού.