Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η αισθηματική αγωγή• ερευνώντας ένα αρχείο ρωγμών

Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Gustave Flaubert. Σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ο Gustave Flaubert (1821-1880) καταπιάνεται με τη συγγραφή της Αισθηματικής αγωγής ήδη σε νεαρή ηλικία, μεταξύ 1843-1845. Αφορμή θα αποτελέσει, ένα καλοκαίρι στην Τρουβίλ,  η φευγαλέα επαφή του δεκαπεντάχρονου τότε Γκυστάβ με τη σύζυγο ενός μουσικού εκδότη, την Ελίζα Σλεσενζέρ, για την οποία αισθάνεται ένα βουβό πάθος που θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Η Αισθηματική αγωγή θα λάβει την τελική της μορφή μεταξύ των ετών 1864-1869, οπότε και το πρόσωπο της Ελίζα θα αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας του, της Μαρί Αρνού (Marie Arnoux), συζύγου ενός πλούσιου έμπορου τέχνης, αναξιόπιστου, επιδιδόμενου σε αισχροκέρδειες, του Ζακ (Jacques) Αρνού.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί την πορεία του κεντρικού του ήρωα, του Φρεντερίκ Μορώ (Frédéric Moreau), από τη στιγμή που αυτός εγκαταλείπει, για σπουδές, την επαρχιακή του πόλη για το Παρίσι, με απώτερο στόχο του την αναζήτηση της Κας Αρνού, την οποία είχε δει φευγαλέα στο κατάστρωμα ενός ποταμόπλοιου. Ο έρωτάς του για τη γυναίκα αυτή θα καθορίσει όλη την πορεία του για τα επόμενα 27 χρόνια, μεταξύ 1841-1868, περίοδο κατά την οποία στη Γαλλία λαμβάνουν χώρα, διαδοχικά, σημαντικά πολιτικά και πολιτειακά γεγονότα: από τη Μοναρχία του Louis-Philippe (1830-1848), μέσα από επαναστατικές αναταράξεις, θα προκύψει η Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία (1848-1851) για να την ακολουθήσει η Δεύτερη Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ’ (1852-1870).

Ο Φρεντερίκ, εκπρόσωπος μιας γενιάς που τράφηκε από ρομαντικές ιδέες, αφοσιωμένος στον ανομολόγητό έρωτά του, αν και θα έρθει σε επαφή με ενεργούς εκπροσώπους όλων των πολιτικών τάσεων της εποχής, θα σταθεί αναποφάσιστος, αρνούμενος να στρατευθεί με κάποιο πολιτικό κίνημα. Αντίθετα, επηρεαζόμενος και από τα τρία διαφορετικά πολιτειακά συστήματα, μάλλον συντάσσεται με το καθένα από αυτά, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την καριέρα του και την επιτυχία του, καθώς το προσωπικό του όνειρο να βρεθεί με την Κα Αρνού τον αποτρέπει από την οποιαδήποτε δράση. Τα χρήματα, άλλωστε, που θα αποκτήσει κυρίως από κληρονομιές, θα τα διαθέσει για να εξασφαλίσει τη δική της παραμονή στο Παρίσι, πληρώνοντας αυτός ακόμη και τα χρέη του συζύγου της. Πρόκειται για το κατεξοχήν παράδειγμα ενός μυθιστορηματικού αντι-ήρωα.

Ωστόσο, η πορεία του Φρεντερίκ θα επιτρέψει στον Γκυστάβ Φλωμπέρ, εκπρόσωπο του ρομαντισμού αλλά και του ρεαλισμού, να καταθέσει τη μεθοδική όσο και αντικειμενική του παρατήρηση με τη φροντίδα ντοκυμαντερίστικης ακρίβειας, αναπαριστώντας, για παράδειγμα, όλη την παριζιάνικη ατμόσφαιρα των επαναστατικών ημερών. Άλλωστε, χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η αποστασιοποίηση του συγγραφέα από τα γεγονότα που περιγράφει, δίχως να παρεμβαίνει με δικά του συναισθήματα. Με αυτή την «εξωτερική οπτική» συλλαμβάνει και τον κεντρικό του ήρωα, τον Φρεντερίκ, ο οποίος γνωρίζει, δίχως ανάμειξη, την επανάσταση, αλλά και τους ψευδο-προφήτες της, την τέχνη αλλά και τη δύναμη του χρήματος, την ανθρώπινη βλακεία, τις προδοσίες, την ανατροπή των πιστεύω αλλά και τη δύναμη της αδελφικής αγάπης για τον παιδικό του φίλο, τον Ντελωριέ (Deslauriers), με τον οποίο θα καταλήξει και πάλι στο τέλος, μετά από τις πολλές διακυμάνσεις της φιλίας τους, αλλά και την συναισθηματική τους ωρίμανση μέσα από τις γυναίκες που ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, χώρισαν, απέκτησαν παιδιά που πέθαναν.  

Ο Παντελής Φλατσούσης και η Παναγιώτα Κωνσταντινάκου χρησιμοποιούν το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ, στη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, κρατώντας στη διασκευή τους τη βασική του ιστορία, με επίκεντρο τον έρωτα του Φρεντερίκ για την Κα Αρνού. Από τα πολλά πρόσωπα του μυθιστορήματος, οι πέντε ηθοποιοί τους υποδύονται ελάχιστα από αυτά, ενώ εκείνο που απουσιάζει έντονα είναι οι συγκλονιστικές πολιτικές ανατροπές που συμβαίνουν κατά την περίοδο των 27 χρόνων που καλύπτει το μυθιστόρημα. Ενδεικτικό, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι απουσιάζουν ως δρώσες δυνάμεις από τη σκηνή τα πρόσωπα των επαναστατών, που συνωμοτούν, φυλακίζονται, αποφυλακίζονται, ζητούν χρήματα για τον σκοπό τους από τον Φρεντερίκ, κ.ά. Κάποια από αυτά τα πρόσωπα περνούν φευγαλέα, καθώς θα τα υποδυθούν οι ίδιοι ηθοποιοί που συστήθηκαν, ήδη σε διπλούς τουλάχιστον ρόλους, ως τα κεντρικά πρόσωπα (Κος και Κα Αρνού, Κος και Κα Νταμπρέζ, Ντελωριέ, Ροζανέτ, κ.ά.), έτσι ώστε, και με τη διαδοχή ονομάτων, να μην αποκτούν καμιά υπόσταση, ακόμη δε περισσότερο να μην αναδεικνύουν τον πολιτικό τους ρόλο εντός των κοσμογονικών πολιτικο-κοινωνικών αλλαγών της εποχής. 

Η ιδέα πίσω από την παράσταση που σκηνοθετεί ο Παντελής Φλατσούσης είναι η διερεύνηση ενός κειμένου ως αρχείου που θα επιτρέψει «παραλληλισμούς και διασταυρώσεις» με τη σύγχρονη εποχή – μια εποχή ρωγμών. Για τον λόγο αυτό, σε ένα εντυπωσιακό σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, όπου δεσπόζει μια τεράστια βιβλιοθήκη και μπροστά της ένα μεγάλο τραπέζι, οι πέντε ηθοποιοί, εν είδει «θεάτρου της επινόησης» ανταλλάσσουν ιδέες και προτάσεις ως προς το πλέον πρόσφορο κείμενο, το οποίο θα αποτελέσει το επιζητούμενο «αρχείο» που θα βοηθήσει τον στόχο τους. Είναι αλήθεια ότι η Αισθηματική αγωγή αφενός λειτουργεί ως γραφή-ντοκουμέντο μιας εποχής, λόγω της ακριβούς αναπαράστασης ιστορικών γεγονότων, αφετέρου, όμως, αντανακλά την ιστορία των ματαιωμένων συναισθημάτων του νεαρού της (μάλλον ατομικιστή) ήρωα, ερχόμενου σε επαφή με την ηλιθιότητα της παριζιάνικης αστικής τάξης, εκφράζοντας στην ουσία τον βαθύ πεσιμισμό του ίδιου του Φλωμπέρ.

Υπό αυτή την οπτική, είναι λίγο δύσκολο να διακρίνει κανείς μια αναλογία των όσων απασχολούν το κείμενο του Φλωμπέρ όχι μόνο με τους προβληματισμούς σύγχρονων σκεπτόμενων νέων αλλά και με την εποχή μας, καθώς οι συγκλονιστικές πολιτειακές αλλαγές εκείνης της εποχής δεν βρίσκουν το αντίστοιχό τους στο σήμερα. Αν οι  Millennials αισθάνονται ότι ζουν μια ματαίωση αντίστοιχη εκείνης που ακολούθησε τη Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία, τότε ας αναλογισθούν τη ματαίωση που βίωσε μεταπολεμικά η γενιά της Δικτατορίας: πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, συναισθηματική.  Δικαιολογημένα οι ηθοποιοί, όταν προβληματίζονται για την επιλογή του έργου/αρχείου που επέλεξαν, θέτουν μεταξύ τους αμφιβολίες και ερωτήματα, τα οποία όμως μένουν πάντα αναπάντητα, με την αιτιολογία «ας συνεχίσουμε την αναπαράσταση του μυθιστορήματος και βλέπουμε». Φοβάμαι, όμως, ότι η «αναπαράσταση» δεν θα δικαιώσει τα βασικά ζητούμενα, αφού το ίδιο το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν τα εμπεριέχει ή τουλάχιστον η δραματουργία δεν τα αναδεικνύει, αφού θα αφήσει στο περιθώριο κάθε ουσιαστικό πολιτικό προβληματισμό.

Άλλωστε, ακόμη και τα παιγνιώδη βιντεο-γραφιστικά των Μάριου Γαμπιεράκη και Χρυσούλας Κοροβέση περιορίζονται κυρίως στη χάραξη των διαδρομών του Φρεντερίκ μέσα στο Παρίσι, ενώ τα όσα διαμείβονται στους δρόμους  του Παρισιού μένουν αθέατα. Τελικά, τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια της παράστασης είναι οι προβληματισμοί που εκφέρονται από τους ηθοποιούς ως προς τον τρόπο εκμετάλλευσης ενός «αρχείου» παρά η ίδια η χρήση του αρχείου-μυθιστορήματος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι και οι πέντε ηθοποιοί, κινούμενοι μεταξύ δύο καταστάσεων ή αναλαμβάνοντας τους διαφορετικούς μυθιστορηματικούς τους ρόλους, δεν καταθέτουν τον καλύτερο εαυτό τους: λιγότερο πειστικές η Ηλιάνα Μαυρομάτη και η Ντέμπορα Οντόγκ στους γυναικείους ρόλους, ενώ αποτελεσματικότεροι στους αντρικούς ο Γιώργος Κριθάρας, ο Βαγγέλης Δαούσης και ο Χρήστος Διαμαντούδης, ο οποίος, κρατώντας τον ρόλο του Φρεντερίκ, προσφέρει μια ουσιαστική όσο και ευαίσθητη ερμηνεία.

 

Το έργο συνοδεύει ανελλιπώς η καταπληκτική μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, η οποία, ωστόσο, κάποιες στιγμές θα έπρεπε να χαμηλώνει σε ένταση, ώστε να μην υπερκαλύπτει τον λόγο των ηθοποιών. Την επιμέλεια κίνησης ανέλαβε η Θεανώ Ξυδιά, ενώ τους δύσκολους, για τον συγκεκριμένο χώρο, φωτισμούς με χρωματικές εναλλαγές που άλλοτε διεύρυναν και άλλοτε αναδείκνυαν επιμέρους σκηνικούς τόπους σχεδίασε η Ελίζα Αλεξανδροπούλου.

Δεν είμαι σίγουρος αν η παράσταση ανέδειξε, παρά τη μεγαλύτερη του αναγκαίου διάρκειά της, το βασικό ζητούμενο, τις προθέσεις των δημιουργών της. Παρόλα αυτά, υπήρξε άρτια οργανωμένη στο παραστασιακό της, με καλές, ως επί το πλείστον, ερμηνείες, με εντυπωσιακό σκηνικό, φωτισμούς και μουσική, ήτοι όλα τα επιμέρους σκηνικά της συστήματα.

Η παράσταση δόθηκε στο Υποσκήνιο Β’ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Μπερέρη.\

*Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Πατρών. Πρόσφατο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο. Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.