Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η κακοποιητική  εξουσία

Ριχάρδος ΙΙΙ* του Σαίξπηρ με διασκευή από τον Ανδρέα Φλουράκη. Σκηνοθεσία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, Σύγχρονο Θέατρο.

Πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας, πολυβραβευμένος και μεταφρασμένος σε πολλές γλώσσες, ο Ανδρέας Φλουράκης παίρνει αφορμή από τον σαιξπηρικό Ριχάρδο ΙΙΙ για να δημιουργήσει ένα δικό του εμβόλιμο κείμενο που αφορά την άσκηση βίας από ανθρώπους που διαθέτουν την όποια εξουσία απέναντι σε αδύναμους. Παρόλο που το #Me too έχει πλέον ταυτιστεί με τη βία, τον βιασμό και τις κακοποιητικές συμπεριφορές κατά των γυναικών, τείνουμε να λησμονήσουμε ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον οι καταγγελίες που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη προήλθαν από αγόρια ή νεαρούς άνδρες, οι οποίοι υπήρξαν θύματα ανάλογων συμπεριφορών, αρχικά στον χώρο του θεάτρου, χάρη και στην τόλμη δημοσιογράφου που κοινοποίησε το όλο ζήτημα.

Αν, λοιπόν, ο Ριχάρδος ο Τρίτος θεωρείται δικαίως ως το πλέον αδίστακτο δραματικό πρόσωπο του παγκοσμίου θεάτρου, το οποίο μετήλθε σε πολύπλοκες μηχανορραφίες προκειμένου να αποκτήσει δια της βίας το δικό του ζητούμενο, που ήταν η βασιλεία, ο Φλουράκης θα δημιουργήσει ένα σύγχρονο πρόσωπο που δεν φείδεται μηχανορραφιών προκειμένου να πραγματοποιήσει τον δικό του στόχο.

Ένας θίασος κάνει πρόβες,  υπό την καθοδήγηση καθιερωμένου σκηνοθέτη, ο οποίος έχει αναλάβει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, για να ανεβάσει τον Ριχάρδο ΙΙΙ του Σαίξπηρ. Παράλληλα με τις πρόβες του κειμένου, παρακολουθούμε εμβόλιμα και τα όσα διαδραματίζονται στα παρασκήνια, και ειδικότερα μεταξύ του σκηνοθέτη και ενός νεαρού, πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού. Η συνθήκη του διπλού παραστασιακού επιπέδου, αφενός  παιξίματος του κλασικού έργου και αφετέρου της πραγματικής ζωής των ηθοποιών δεν είναι σίγουρα πρωτότυπη: τη συναντάμε σε πολλά, διαφορετικών στοχεύσεων σύγχρονα έργα, από κωμωδίες έως πολιτικο-κοινωνικού περιεχομένου. Άλλωστε, τα ενδότερα του θεάτρου προκαλούν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συχνά η εικόνα τείνει να είναι απομυθοποιητική.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πέρα από το θέατρο μέσα στο θέατρο του οποίου γινόμαστε μάρτυρες ως θεατές, υπάρχει και ένα ακόμη, πιο εξωτερικό επίπεδο, το οποίο εγκιβωτίζει τα δύο άλλα. Το όλον δεν είναι παρά η αφήγηση ενός σαραντάρη άνδρα που διηγείται σε μια δημοσιογράφο, καθισμένη μεταξύ των θεατών, άρα σε μία από αυτούς (εμάς), την εμπειρία που έζησε όταν, μετά από εξαντλητική οντισιόν, επιλέχθηκε να συμμετάσχει στον εν λόγω θίασο που θα ανέβαζε Ριχάρδο ΙΙΙ. Με αυτό το τέχνασμα, οι πραγματικοί θεατές γίνονται  θεατές δευτέρου ή και τρίτου βαθμού, καθώς αυτό που βλέπουν είναι η εμπειρία που βίωσε και διηγείται ο άνδρας, ενώ σε έναν τρίτο επίπεδο βλέπουν και αποσπάσματα από τις πρόβες του σαιξπηρικού έργου.

Η αναπαράσταση των αποσπασμάτων αναδεικνύεται σε λειτουργική για τη διήγηση, καθώς σε κάθε πρόβα σκηνής ο σκηνοθέτης προτείνει στον νεαρό ηθοποιό, ήτοι στον νεανικό εαυτό τού αφηγητή, να δοκιμαστεί σε διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους, από ένα απλό σκηνικό «πτώμα» έως βασικότερους ρόλους, δημιουργώντας του ανάλογες προσδοκίες. Προσδοκίες ανάδειξής του, καθιστώντας τον έτσι δέσμιο και, κατά συνέπεια, ανεκτικό σε κάποιες ανάρμοστες συμπεριφορές του σκηνοθέτη όταν, μετά το τέλος της πρόβας,  μένουν μόνοι. Συμπεριφορές  πάντοτε καλυμμένες από τον μανδύα της σχέσης σκηνοθέτη/άρχοντα και δόκιμου ηθοποιού. Με αποτέλεσμα τη σεξουαλική του κακοποίηση.

Η όλη παράσταση κυλάει αβίαστα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, χάρη στη μετρημένη και χωρίς φλυαρίες σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη.

Μεγάλο ατού της παράστασης ο Ορέστης Τζιόβας, ο οποίος ξεδιπλώνει τις υποκριτικές του ικανότητες τόσο ως Ριχάρδος όσο και ως κακοποιητικός σκηνοθέτης, κρατώντας αξιοθαύμαστες διαφοροποιητικές ισορροπίες μεταξύ των δύο ρόλων. Κινησιολογία, στάσεις του σώματος, εναλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου, εκφορά του λόγου δίνουν πειστική εικόνα του μακιαβελικού βασιλιά, χωρίς ποτέ να υπερβεί τα πρέποντα όρια στον τόνο της φωνής, ενώ γίνεται αφοπλιστικά γήινος και αποκρουστικά πειστικός ως σκηνοθέτης στο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι που καταστρώνει απέναντι στον νεαρό ηθοποιό του. Αναμφίβολα, ουσιαστικός στυλοβάτης της όλης παράστασης.

Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος αναλαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή με πραότητα και αποστασιοποιητική εσωστρέφεια, με λόγο καθαρό, δημιουργώντας καλή χημεία με την Δανάη Τάγαρη , πειστική στον σύντομο σκηνικά ρόλο της Δημοσιογράφου. Ο Δημήτρης Καραβιώτης ξεχωρίζει μεταξύ των ηθοποιών/προσώπων του σαιξπηρικού έργου με εμφανή τη σκηνική εμπειρία του, σε σχέση με τους υπόλοιπους (Ντένια Ψυλλιά, Μαρία Καρακίτσου, Γιώργο Δεμελίδη), ανέτοιμους για τέτοιους ρόλους. Τέλος, ο Γιώργης Παρταλίδης, στον βασικό ρόλο του νεαρού ηθοποιού, ήταν άνισος στην ερμηνεία του, υπερβολικός φωνητικά στους σαιξπηρικούς ρόλους, μαγκωμένος στην παρασκηνιακή δράση.

Η έντονη μουσική της έναρξης του Κώστα Νικολόπουλου, που υποκινούσε όλο τον θίασο σε χορευτικά λικνίσματα, ενδιαφέρουσα μεν, αλλά χωρίς να δέσει λειτουργικά με την όλη υπόθεση. Η Σοφία Μαρτίου δίδαξε σωστά την κίνηση, αλλά η εμβόλιμη χορογραφία της ήταν μέτρια σε σύλληψη και εκτέλεση. Καλοί οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, συμβατικά τα σκηνικά της Χαράς Κονταξάκη, ενώ τα κοστούμια της ίδιας, με τα πρόσθετα στοιχεία εποχής, δεν είχαν την πρέπουσα φροντίδα, δίνοντας εικόνα προχειροφτιαγμένων, έτσι όπως αναγκαστικά τα χειρίζονταν κατά τη δράση οι ηθοποιοί.

Δραματολόγος της παράστασης είναι η ειδική επί σαιξπηρικών θεμάτων, καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Ξένια Γεωργοπούλου.

Ο Ανδρέας Φλουράκης πάντρεψε τεχνιέντως ένα σαιξπηρικό κείμενο, με ήρωα έναν δολοπλόκο γητευτή ανθρώπων, προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, με ένα δικό του κείμενο, που ανήκει εμφανώς στην κατηγορία του docudrama, ήτοι ένα θεατρικό κείμενο-ντοκουμέντο, καθώς η ιστορία του, στις λεπτομέρειές της, όπως και η δόμησή του παραπέμπουν σε οικεία μας δημοσιογραφικά δημοσιεύματα, αλλά και σε ποικίλα ακούσματα/εμπειρίες όλων όσοι κινούνται στον χώρο. Άλλωστε, όλα τα έργα του Φλουράκη διακρίνονται από τον έντονο κοινωνικο-πολιτικό σχολιασμό τους.

Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη σκηνοθέτησε το διπλό αυτό υλικό με σεβασμό στο κλασικό κείμενο και σκηνική ευαισθησία, προσφέροντας μια ενδιαφέρουσα παράσταση χωρίς διδακτισμούς και αχρείαστες κορώνες, δείχνοντας καταστάσεις που συγκλονίζουν όλους μας.   

Οι φωτογραφίες εκτός παράστασης είναι της Υπατίας Κορνάρου.

Πριν ολοκληρώσω, θα ήθελα να επισημάνω ακόμη μια φορά την ιδιαιτερότητα της σκηνής του «Σύγχρονου Θεάτρου», μια σκηνή μεγάλη σε πλάτος και βάθος. Ο/Η εκάστοτε σκηνοθέτης/τις θα πρέπει να έχει υπόψη του/της ότι οι ηθοποιοί που βρίσκονται στο μέσον της σκηνής και έχουν στραμμένη την πλάτη προς το ένα μέρος της πλατείας δεν ακούγονται, όπως δεν ακούγονται και οι διάλογοι που διαδραματίζονται σε μια από τις άκρες της σκηνής. Προσωπικά, τοποθετημένος στην ακριανή θέση της πρώτης σειράς της πλατείας, δίπλα στον τοίχο, βλέποντας ακόμη και τον αφηγητή που στεκόταν στην ίδια άκρη της σκηνής σχεδόν μόνο πλάτη, υπέφερα προσπαθώντας να ακούσω κάποιους διαλόγους, για να μην αναφέρω ότι στράβωσε ο λαιμός μου προκειμένου να παρακολουθώ τις δράσεις στο κέντρο της σκηνής. Και να σκεφτεί κανείς ότι ήμουν με πρόσκληση κριτικού θεάτρου… Κάποιες τέτοιες θέσεις μόνο κατ’ ανάγκη, σε ένα κατάμεστο θέατρο, θα πρέπει να δίνονται, μόνο και μόνο για το καλό της ίδιας της παράστασης.

 

*Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών. Τελευταίο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο σκηνοθέτης στο μεταίχμιο, εκδ. 24γράμματα, 2024.