Η Πύλη της Κόλασης, το περίφημο, μνημειώδες γλυπτό του Auguste Rodin (1840-1917), θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο δύο ερωτικών ιστοριών που θα αφηγηθεί στο τελευταίο ομώνυμο έργο του ο Γιάννης Καλαβριανός.
Ως γνωστόν, η Πύλη της Κόλασης, παραγγελία του Γαλλικού Κράτους στον Ροντέν το 1879-80, ως πύλη εισόδου του μελλοντικού νέου Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών, που θα κατασκευαζόταν στη θέση του κατεστραμμένου από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας Palais d’Orsay, θα ακυρωθεί, με αποτέλεσμα ο Ροντέν να δουλεύει στη γύψινη εκδοχή της καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Θα χυτευτεί σε μπρούντζο μόνο μετά τον θάνατό του, ενώ μπρούτζινα εκμαγεία της Πύλης, εκτός από το Μουσείο Ροντέν, βρίσκονται σε άλλα έξι μουσεία ανά τον κόσμο.
Εμπνευσμένο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, το ύψους άνω των 6 μέτρων γλυπτό, περιέχει διάφορες ανάγλυφες μορφές, μεταξύ των οποίων τα περίφημα ο Σκεπτόμενος, Τρεις Σκιές, το Φιλί, από τα οποία προέκυψαν και κάποια από τα γνωστότερα και πιο σπουδαία γλυπτά του Ωγκύστ Ροντέν. Στο Φιλί (μπρούτζος, περ. 1882) αναπαρίσταται το ζεύγος των Πάολο και Φραντσέσκα, τους οποίους συναντά ο Δάντης στην Κόλαση, ένοχους, ως μοιχούς, για το αμάρτημα της σάρκας. Πρόκειται για τον Πάολο Μαλατέστα από το Ρίμινι και τη Φραντσέσκα ντα Πολέντα από τη Ραβέννα, ήρωες μιας ερωτικής ιστορίας του 13ου αιώνα που διαδραματίζεται στην περιοχή της Εμίλια Ρομάνια.
Οι δύο οικογένειες, θέλοντας να εδραιώσουν τη συμμαχία τους, αποφασίζουν να παντρέψουν τα παιδιά τους, την Φραντσέσκα με τον γύρω στα 15 χρόνια μεγαλύτερό της πρώτο γιο των Μαλατέστα, τον Τζιοβάνι, γνωστό και ως Τζιαντσιότο ή Gianne lo sciancato (ο κουτσός). Φοβούμενοι την άρνηση της Φραντσέσκα για τον υποψήφιο γαμπρό, ο γάμος γίνεται δι’ αντιπροσώπου, δηλαδή του νεαρότερου αδελφού του Τζιοβάνι, του ωραίου Πάολο, ήδη παντρεμένου με την Μπεατρίτσε. Η αποκάλυψη του πραγματικού γαμπρού θα γίνει με τον ερχομό του Τζιοβάνι, όταν η Φραντσέσκα έχει ήδη εγκατασταθεί το Ρίμινι, έχει ερωτευθεί τον υποτιθέμενο άντρα της, τον Πάολο, ενώ και αυτός έχει αναπτύξει συναισθήματα γι’ αυτήν. Παρά την προσπάθεια και των δύο να αποτρέψουν τον έρωτά τους, κάποια στιγμή, διαβάζοντας ένα βιβλίο με τον έρωτα του Λάνσελοτ και της Γκουίνεβιρ, θα φιληθούν, την ώρα που ο Τζιοβάνι εισέρχεται στην κάμαρα και, από τον θυμό του, διαπερνά και τους δύο με το ξίφος του.
Όμως, και ο δημιουργός του περίφημου Φιλιού, ο Ροντέν, θα ζήσει έναν ατελέσφορο έρωτα με την επίσης, κατά πολύ νεότερή του, γλύπτρια Καμίγ Κλωντέλ (1864-1943), αδελφή του γνωστού Γάλλου δραματουργού, διπλωμάτη και Ακαδημαϊκού Πωλ Κλωντέλ, με τραγική, όμως, κατάληξη για εκείνη. Η ιστορία αυτή είναι περισσότερο γνωστή, καθώς έργα έχουν γραφτεί για τον ατελέσφορο έρωτα της Καμίγ για τον Ροντέν, όπως και για την ψυχολογική της κατάρρευση, η οποία θα την οδηγήσει, κατόπιν αιτήματος του αδελφού της, στο ψυχιατρείο. Θα παραμείνει εκεί για τριάντα χρόνια, υπο εξαθλιωτικές συνθήκες, μέχρι τον θάνατό της, καθώς, ακόμα και όταν οι γιατροί θελήσουν να της δώσουν εξιτήριο ως αποθεραπευθείσας, ο αδελφός της Πωλ και η μητέρα της θα αρνηθούν, αδιαφορώντας ακόμη και για την ταφή της, που θα γίνει σε νεκροταφείο του ασύλου.
Ο Γιάννης Καλαβριανός διαπλέκει έντεχνα τις δύο ιστορίες, δημιουργώντας λεκτικούς συνδέσμους που επιτρέπουν το πέρασμα από τη μία στην άλλη μέσω των τεσσάρων ηθοποιών που τοποθετεί επί σκηνής και οι οποίοι αναλαμβάνουν άλλοτε τους ρόλους των προσώπων και άλλοτε τον ρόλο του αφηγητή της άλλης από τη δική τους ιστορία, εξασφαλίζοντας έτσι μια διαρκή ροή στην εξέλιξη. Ταυτόχρονα, προσπαθεί με αυτό τον τρόπο, να δώσει όχι μόνο όλα τα βιογραφικά στοιχεία των προσώπων των δύο ερωτικών ιστοριών, αλλά και το περικείμενο, τόσο ιστορικό όσο και ιδεολογικό-καλλιτεχνικό, ειδικά όσον αφορά εκείνο του Ροντέν με την Κλωντέλ, για τους οποίους, άλλωστε, υπάρχουν σαφέστερες ιστορικές μαρτυρίες.
Το κείμενο του Καλαβριανού είναι άριστα δομημένο στον τρόπο που οι δύο ιστορίες εγκιβωτίζονται η μία στην άλλη, έχει λεκτική αρτιότητα, ρυθμικότητα, μουσικότητα. Συγχρόνως, όμως, η εκτενής, ανά διαστήματα, παράθεση καλολογικών στοιχείων που παραπέμπουν σε ρομαντικά αφηγήματα, δημιουργεί ξέχειλο συναισθηματισμό και ξεχείλωμα της ροής της ιστορίας που κατά τη γνώμη μου δεν είναι αναγκαία, έστω και αν η επιλογή αυτή στηρίζεται στο να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ γλωσσικής δομής και αφηγούμενου περιεχομένου.
Η σκηνοθεσία, όμως, απαλύνει την παραπάνω διατυπωθείσα εντύπωση. Η όλη σκηνική εικόνα παραπέμπει σε ένα ταμπλώ βιβάν: οι τέσσερις ηθοποιοί στέκονται εξ αρχής ακίνητοι πάνω στην εικαστική σύνθεση της Μαρίας Καραθάνου, αποτελούμενη από τεράστιους λευκούς βράχους (που κάλλιστα μπορούν να παραπέμπουν σε ακατέργαστο μάρμαρο γλύπτη), ενδεδυμένοι με τα εξαίρετα ολόλευκα, περίτεχνα στη σύλληψη και εκτέλεσή τους, αχρονικά κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα. Οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου συμπληρώνουν την άρτια σκηνική όψη της παράστασης, ενώ ο επικρεμάμενος απειλητικά στο βάθος και μετακινούμενος αργά, ομοειδής με τους επί σκηνής βράχους, μετεωρίτης ολοκληρώνει την εικόνα. Καθοριστικό ρόλο παίζει και η καταπληκτική μουσική που συνέθεσε ο Θοδωρής Οικονόμου, η οποία συνοδεύει τη δράση.
Σαν μέσα σε ένα μενταγιόν, εμφανίζεται στην αρχή της παράστασης το πρόσωπο μιας παράξενης γυναίκας με ολόλευκο πρόσωπο κάνοντας μια εξίσου παράξενη εισαγωγή στην ιστορία. Η Λυδία Φωτοπούλου, μέσα από το βίντεο του Βασίλη Κουντούρη, παραπέμπει, με την ιδιάζουσα εκφορά του αργόρυθμου λόγου της και την σαν εξώπλασμα παρουσία της, σε μια φασματική φιγούρα που θα ξετυλίξει το νήμα της ιστορίας, την οποία θα κλείσει με μια ακόμη εμφάνισή της στο τέλος. Εξαιρετικό εύρημα, ιδανική επιλογή ηθοποιού.
Εξαιρετικοί, επίσης, οι τέσσερις επί σκηνής ηθοποιοί. Με αργές κινήσεις χορογραφημένης ιεροτελεστίας από τη Μαριάννα Καβαλλιεράτου, μετακινούνται μεταξύ των βράχων ανάλογα με την εξέλιξη της ιστορίας, αναπτύσσοντας σχεδόν αέρινα τις προσεγγιστικές τους σχέσεις, δημιουργώντας νέα σχήματα και νέους οπτικούς πίνακες, πατώντας ξυπόλητοι αθόρυβα στους βράχους, ξαπλώνοντας πάνω τους, δημιουργώντας διαρκώς, σε υποσύνολα, γλυπτά πλέγματα έλξης-απώθησης μεταξύ τους .
Ο έμπειρος Γιώργος Γλάστρας δημιουργεί μια ιερατική μορφή άλλοτε ως εκρηκτικός Ροντέν και άλλοτε ως απατημένος Τζιοβάνι, ενώ η Χριστίνα Μαξούρη, με ωραία φωνή και ρευστή κίνηση, δίνει υπόσταση στους γυναικείους ρόλους που αναλαμβάνει. Ο Καλαβριανός δίνει όμως το βήμα να γνωρίσουμε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και σε δύο νεαρούς ταλαντούχους ηθοποιούς: στη Λυγερή Μητροπούλου (Καμίγ) και στον Κωνσταντίνο Ζωγράφο (Πάολο), που ήδη είχαν ξεχωρίσει ως μέλη του Χορού της Ορέστειας που σκηνοθέτησε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος το περασμένο καλοκαίρι. Και οι δύο εξαιρετικοί, με καθηλωτικές φωνές και εύπλαστα σώματα, δύο ελκυστικές σκηνικές παρουσίες που σίγουρα θα δώσουν πολλά στο ελληνικό θέατρο.
Στα προτερήματα της σκηνοθεσίας και γενικά της παράστασης είναι το γεγονός ότι, παρά τις τυχόν εντάσεις που βιώνουν τα πρόσωπα των ιστοριών, οι ερμηνείες των ηθοποιών ουδέποτε θα ξεφύγουν σε φωνητικές υπερβολές ή παράταιρες λεκτικές εκρήξεις, προστατεύοντας έτσι τη σχεδόν απόκοσμη ατμόσφαιρα της σκηνής.
Ο Γιάννης Καλαβριανός δημιούργησε μια παράσταση που ξεχωρίζει για την αδιαμφισβήτητη εικαστικότητά της, την ποιητικότητά της, την πλαστικότητά της και τις άψογες ερμηνείες των ηθοποιών της.
Οι φωτογραφίες είναι της Ελίνας Γιουνανλή.
*Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών. Τελευταίο βιβλίο του:
Θεόδωρος Τερζόπουλος – Ο Σκηνοθέτης στο Μεταίχμιο, Εκδόσεις 24γράμματα, 2024.