Η παρουσία του καταγράφηκε θριαμβευτικά στην τέχνη. Ήταν παρών στον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια και θα παραμείνει και στο μέλλον με όσα δημιούργησε. Δε θα υπάρχει νεκρή πλευρά του Βασίλη, ούτε θα ξεχαστεί. Μας βλέπει όλους από το ψηλότερο σημείο όπου βρίσκεται η τελευταία του κατοικία. Εκεί θα καπνίζει άφοβα, θα αναπνέει οξυγόνο χωρίς μηχανική υποστήριξη. Θα είναι όλα δικά του.
Όπως νιώθαμε, όταν δημιουργούσε, ότι ήμασταν δικοί του. Οι σημαντικοί άνθρωποι προσφέρουν και στη ζωή και στον θάνατο. Ήρθε σε επαφή με το θείο μέσα από το θέατρο. Κι αυτό θα το βεβαιώνει και με την απουσία του.
Βιάστηκε να κάνει αυτό το ταξίδι. Το σχεδίαζε. Είχα την τύχη λίγο πριν νοσηλευτεί, να τον δω, να συνομιλήσω μαζί του. Σ’ εκείνο το μικρό σαλονάκι του απλού σπιτιού με το οξυγόνο στη μύτη. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια. Μιλήσαμε για τους δασκάλους του. Δημοσιεύτηκε στον Ημεροδρόμο στην ενότητα «Οι δάσκαλοι που αγάπησα» η ευγνωμοσύνη που ένιωθε για αυτούς.
Όταν ρώτησα για τα σχέδιά του με κοίταξε αινιγματικά, χωρίς απάντηση. Τριάντα χρόνια έκανε τον γύρο του θεάτρου χωρίς ανάσα, με τριάντα παραστάσεις, με ξόδεμα ψυχής. «Πιστεύεις ότι έχει ολοκληρωθεί το έργο σου»; Τον ρώτησα. «Σκέψου – μου απάντησε – μία θάλασσα που φτάνει σε μια επίπεδη παραλία και σταματάει εκεί. Δε μπορεί να προχωρήσει».
Αποφάσισε, λοιπόν, αυτή η θάλασσα του θεάτρου με τις φουρτούνες και τις νηνεμίες της να φτάσει στην ακτή; Όταν μου παράγγειλε για την επόμενη φορά τα αγαπημένα του φαγητά, σκέφτηκα ότι υπάρχει ελπίδα. Τον αποχαιρέτησα με ένα φιλί, μια αγκαλιά, και κλείνοντας την πόρτα του διαμερίσματός του, κατάλαβα πως δεν είναι μόνος του στον κόσμο. Κανείς δεν αρκείται στη ζωή του σε μια μοναξιά.
Η συσσώρευση, όμως, προβλημάτων υγείας αξεπέραστων, προκάλεσαν το κλείσιμο της αυλαίας. Έσβησε ένα σπάνιο είδος όχι μόνο λόγω του έργου του αλλά και της στάσης της ζωής του.
Ο Σαρτρ έλεγε: «Όσο πιο παράλογη είναι η ζωή τόσο πιο ανυπόφορος είναι ο θάνατος». Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μας άφησε ένα ατελείωτο γίγνεσθαι.
Ο εκλεκτός φίλος μας Παντελής Μπουκάλας, τον αποχαιρέτησε σαν να κουβέντιαζε μαζί του, που μου θύμισε τα βραδινά συμπόσια στη γλυκιά αυλή του, παρέα με την πιστή σκυλίτσα Χλίδα και την περιποιητική πάντα σύζυγο του Παντελή, Σάσα.
Ξεχωρίσαμε ένα απόσπασμα από τον επικήδειο του Βασίλη από τον Παντελή:
«Γιατί, μέσα στα τόσα χαρίσματά σου, είχες κι ένα ελάττωμα βαρύ και αντιπαραγωγικό καταπώς λένε: Ζούσες μέχρι κεραίας και έπραττες μέχρι τελικής στιγμής όσα υποστήριζες, όσα δίδασκες, όσα απέσταζε ο περίσκεπτος λόγος σου βασανίζοντας το μυαλό και την ψυχή σου. Δεν τα προόριζες με πατερναλιστικό κυνισμό για τους άλλους.
Δεν ήσουν αυτάρεσκος τιμητής, ένας «απέξω», ή μάλλον ένας «αποπάνω» που κραδαίνει αυστηρά το ηθόμετρό του και βαθμολογεί συμπεριφορές, σαν εκείνους τους εξ ορισμού άμωμους κήνσορες της Ρώμης μια φορά κι έναν καιρό. Τον Μολιέρο τον αγαπούσες, άλλωστε είχες πρωτοανέβει στη σκηνή, στην πατρίδα σου, τις Σέρρες, δεκαεξάχρονος, παίζοντας τον Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του τρανού Γάλλου συγγραφέα, σε παράσταση του Γαλλικού Ινστιτούτου. Και τον «Ταρτούφο» του τον αγαπούσες, όμως με τον ταρτουφισμό δεν απέκτησες ποτέ διπλωματικές σχέσεις.
Η υπόκριση, τέχνη πανάρχαιη και σπουδαία, δεν αφορούσε τον βίο σου, ο οποίος επαληθευόταν στην ειλικρίνεια, την αμεσότητα, την ριψοκίνδυνη ευθύτητα, τον αδυσώπητο αυτοσαρκασμό, που επικύρωνε παραδειγματικά τον λυτρωτικό σαρκασμό σου για τα κοινά. Γνωρίσματα όλα τούτα που ευθύνονται για τη μη συμπερίληψή σου στους καταλόγους με τους «αναγνωρίσιμους» και τους «επιτυχημένους» αυτού του τόπου, που τον λάτρευες αλλά μαζί με τους ανθρώπους του, όχι χωρίς αυτούς, όχι σαν ένδοξο άδειο κέλυφος, όπως τον προτιμούν κάμποσοι από τους διαφεντευτές του, τους ποικίλους ταγούς του. Άραγε, ποια παροιμία θα πείραζες τώρα, Βασίλη μας, για να μας δείξεις ότι για τίποτε δεν μετανιώνεις και ότι χαίρεσαι και καμαρώνεις που δεν συνυπολογίζεσαι στους «επιτυχημένους»; «Καλό του κεφαλιού μου», μήπως;
Απέναντι σε όσους μας δωρίζουν την ευκαιρία του χαμόγελου και τη δυνατότητα του γέλιου είμαστε ισόβιοι οφειλέτες. Απέναντι σε όσους μεριμνούν να μας ειδοποιήσουν εξαρχής ότι το γέλιο μας αυτό πρέπει να κρατάει άθικτη τη μελαγχολία στο βάθος του είμαστε διά βίου ευγνώμονες. Το ευλογημένο χιούμορ του Βασίλη Παπαβασιλείου, βαθύ και απολαυστικό, ήταν ο καθαρός και γνήσιος δείκτης της ηθικής του εγρήγορσης, της αδιαπραγμάτευτης πολιτικής του ελευθερίας από οποιασδήποτε αποκλίσεως δόγματα, αλλά και της πάντα άγρυπνης έγνοιας του για τα κοινά. Δι’ αυτού του χιούμορ υπήρχε και πολιτευόταν στον κόσμο – στο θέατρο, στις παρέες του, στα βιβλία του, στις συνεντεύξεις του, στα μαθήματά του σε δραματικές σχολές. Ως καλλιτέχνης, ως θεατροπράκτης με μισόν αιώνα ευφυούς και λεπταίσθητης δράσης. Ως στοχαστής με την κεφαλή του ανένδοτα ακηδεμόνευτη. Ως πολίτης με ρητή και σθεναρή την εναντίωσή του στη δηθενιά, τη δημαγωγία και την καπηλεία των συναισθημάτων.
Ανθρωπος ανόθευτα λαϊκός και αυθεντικά λόγιος την ίδια στιγμή ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με ευρυμάθεια σπάνια, αλλά και με επίσης σπάνιο ρίζωμα στα απλά και ταπεινά πράγματα του βίου, διατήρησε άθικτη μέσα του τη μνήμη των πρώτων χρόνων του, που ίδρυσαν την προσωπικότητά του. Τη μνήμη της βορειοελλαδικής επαρχίας, οικονομικά στενεμένης αλλά τοπολογικά ανοιχτής και ευρύχωρης. Και τη μνήμη των αφηγήσεων προσφυγιάς που άκουγε από το στόμα του Πόντιου παππού του, ο οποίος στάθηκε πνευματικός πατέρας του, πριν ακόμα γίνει αρχιμανδρίτης.
Χάρη στα εφόδια που απέκτησε από πολύ νωρίς, και τα οποία δεν έπαψε στιγμή να διευρύνει, ο Παπαβασιλείου μπορούσε να θεολογεί και να φιλοσοφεί ουσιωδώς με την ίδια άνεση και με το ίδιο κέφι που τον χαρακτήριζε όταν ποδοσφαιρολογούσε, με σταθερό άξονα τον αγαπημένο του Πανσερραϊκό και τα λιοντάρια του. Αμυντικό χαφ έπαιζε μικρός, όπως έχει εξομολογηθεί. Αμυντικό χαφ όμως με τέτοιο δημιουργικό πνεύμα δεν έχει υπάρξει άλλο.
Οι κουβέντες του Βασίλη δεν άφηναν ούτε σπιθαμή για να φυτρώσουν τα ζιζάνια της σοβαροφάνειας, της δοκησισοφίας και της ισχυρογνωμοσύνης. Τη συζήτηση την εννοούσε με ακέραιο το πρώτο συνθετικό της, την πρόθεση «συν». Από τα ανθρώπινα δεν σνόμπαρε τίποτε. Μπορούσε να μιλάει ατέλειωτα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, για τον Σαίξπηρ και τον Πιραντέλο, για τον Γκολντόνι και τον Μαριβώ, για τον Γκαίτε και τον Τσέχοφ, για τον Κίρκεγκωρ, τον Κούντερα, τον Ρίτσο και τον Εμπειρίκο, που τους γνώριζε πραγματικά, όχι κατ’ επίφαση και χάριν επιδείξεως, και αμέσως έπειτα ν’ αρχίζει να κατονομάζει λατρευτικά τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές με καταγωγή από τον νομό Σερρών.
«Τι νομίζεις» έλεγε. «Ένας Σερραίος μάς έβαλε στον χάρτη της Ευρώπης». Και πριν προλάβεις να πεις «ο Καραμανλής», σε διόρθωνε: «Ρε συ, για τον Άγγελο Χαριστέα λέω, που έβαλε το γκολ στον τελικό του Γιούρο, το 2004. Από τας Σέρρας ήταν κι αυτός. Αμ ο Τσιμίκας; Ο Κελεσίδης παλιότερα, που μας έφερνε φρούτα στο σπίτι; Ο Καρέτσας τώρα, το καινούριο φυντάνι; Κι αυτός Σερραίος είναι από το σόι του πατέρα του και του παππού του».
Αγαπημένε μας Βασίλη, αν ήσουν τώρα εδώ, σκιά παραμυθητική ανάμεσά μας, ή αν είχες προλάβει σ’ αυτές τις λίγες μέρες να βρεις τον τρόπο να ξεγελάσεις τον Μέγα Αγέλαστο, να κοροϊδέψεις τη δεσποτεία του και να μας στείλεις ένα σου μήνυμα, ίσως να μας θύμιζες ένα προτρεπτικό επίγραμμα του Αλεξανδρινού Παλλαδά, του «τελευταίου Ελληνα ποιητή», όπως έχει αποκληθεί: «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον· ή μάθε παίζειν / την σπουδήν μεταθείς, ή φέρε τας οδύνας». «Θέατρο ο βίος, και παιχνίδι τυχερό. Μάθε λοιπόν να παίζεις, / τις έγνοιες σου παραμερίζοντας· αλλιώς, τον πόνο υπόμενε». Εσύ ο ταπεινός, που δήλωνες «σκηνίτης», είδες τον βίο σαν παιχνίδι και σαν παράσταση, υπομένοντας ταυτόχρονα τον πόνο και τις έγνοιες, γιατί ένιωσες ότι τη ζωή την παίρνουμε στα σοβαρά μόνο αν αστειευτούμε μαζί της. Ειδάλλως θα παραδοθούμε αμαχητί στην παραλυτική μελαγχολία που προξενεί το αναπόφευκτο τέλος της, και πριν από αυτό οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις και απογοητεύσεις, ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, εθνικές, ερωτικές.
Ίσως πάλι να μας παρότρυνες να ξανασκεφτούμε ένα απαρέμφατο που το λάτρευες και το ανέφερες ξανά και ξανά. Λέω για το «ευριπιδαριστοφανίζειν», δημιούργημα του κωμωδιογράφου Κρατίνου, που μάλλον από χλευαστική ζηλοφθονία έσμιξε σε μία λέξη δύο ποιητές σφόδρα ενάντιους, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Να είμαστε αριστοφανικά ευριπιδικοί ή ευριπιδικά αριστοφανικοί, αυτό έλεγες, αυτό υπηρέτησε η θεατροπραξία σου. Να αποστάζουμε το τραγικό και να αποσπάμε ακόμα και από αυτό ένα χαμόγελο ανατρεπτικό, νικηφόρο, ζωτικό. Δεν θα σου πάρει πολύ, Βασίλη αγαπημένε, να συμφιλιώσεις τους δύο Αθηναίους δραματουργούς εκεί στη Νήσο των Μακάρων, όπου θ’ αρχίσετε να τα λέτε δίχως κανένα άγχος χρόνου. Άλλωστε είσαι γνήσιο τέκνο και των δύο: και του τραγωδού που υπηρέτησε τον κριτικό ορθολογισμό και του κωμικού που ύψωσε σε ποίηση την πολιτική σάτιρα. Τι τους εξομοίωσε, παρά τις αντιθέσεις τους; Εξαιτίας της αδέσποτης ελευθεροστομίας τους, έπεσαν και οι δυο τους θύματα της λογοκριτικής δικομανίας του αρχιδημαγωγού Κλέωνα.
Στην καλή παρέα σας και ο τρίτος σου πατέρας, ο Σωκράτης, θα καμαρώνει για τις επιδόσεις σου στη λεπτή τέχνη της ειρωνείας, που διατηρούσε πάντα την τίμια ευγένειά της όσο σκληρή και οξεία κι αν γινόταν στα χείλη σου και στα γραπτά σου· σαν ένα νυστέρι απαραίτητο στην προσπάθειά σου να ανατάμεις με αγαπητική τρυφερότητα το σώμα-Ελλάδα, για να αναδείξεις τι την τρώει και τι τη λιγοστεύει, τι την κρατάει εξακολουθητικά μικρότερη από τις προσδοκίες μας και τις ανάγκες μας.
Είχα την καλή τύχη να με τιμήσει και να με ευεργετήσει η φιλία σου, Βασίλη. Για το τέλος όμως, για την τελετή της εξόδου σου, μού φύλαξες ό,τι πιο δύσκολο: να σε αποχαιρετήσω εγώ, σαν μεταφορέας της αγάπης όλων και σαν εκφραστής της μεγάλης κοινής μας λύπης, της έκδηλης συγκίνησής μας. Αυτό προσπάθησα εδώ. Τώρα ωστόσο ας μιλήσεις εσύ. Έτσι όπως μίλησες το 2015, σ’ εκείνη την τεράστια κωμωδιογραφική «παράβαση» που σμίλεψε το ανατρεπτικό σου χιούμορ, το «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι». Ιδού ο ακροτελεύτιος λόγος του ετερώνυμού σου Φωκίωνα Καπνίδη:
«Επειδή φρόντισα να μην αποκτήσω παιδί, έπρεπε να καλύψω το κενό που άφησα στην ανθρωπότητα, μένοντας παιδί εγώ ο ίδιος μέχρι τέλους. Το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς, είτε έχετε παιδιά είτε είστε άκληροι. Στο τέλος τέλος, δεν υπάρχει άνθρωπος που, φεύγοντας, να μην αφήνει πίσω του κάτι».
Το δικό σου «κάτι» είναι πολύ και πολύτιμο, Βασίλη Παπαβασιλείου, φίλε ανεξίκακε και αλεξίκακε. Στο καλό. Η Αθήνα σου, παρά την ξεραΐλα της, θα βρει χώμα ελαφρό να σε σκεπάσει».
Εύα Νικολαΐδου