Επιμέλεια: Εύα Νικολαΐδου
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι ανεξάντλητος. Παντού. Στα βιβλία, στις αφηγήσεις, στα σχέδια που ζωγραφίζει, στους μύθους που φαντάζεται και γίνονται μυθιστορήματα best sellers. Στο χιούμορ.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Η Άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» περιγράφει με απολαυστικό τρόπο μία εικονογράφηση της Ελλάδας τη δεκαετία του ’60. Γεγονότα που συμβαίνουν στην πόλη Ροδόστομη. Ξακουστή για το γλυκό τριαντάφυλλο που διευκόλυνε το έντερο. Λόγω αυτής της φήμης έφθαναν καθημερινά πούλμαν με δυσκοίλιους, για αυτό αναπτύχθηκε ο «αφοδευτικός τουρισμός».
Θυμήθηκε σε μια κουβέντα μας, τον δάσκαλό του, κύριο Ποιμενίδη, από το δημοτικό.
«Στο πρότυπο σχολείο που πήγαινα, στην Αλεξανδρούπολη, υπήρχε ένας σημαντικός δάσκαλος, νευρασθενής βέβαια ο άνθρωπος για λόγους δικούς του, ο κύριος Ποιμενίδης. Γενικά, δεν αγαπούσα τους δασκάλους ούτε τις δασκάλες. Τότε είχαν ιδρύσει πρότυπα σχολεία σε ακριτικές περιοχές σαν αυτή που ζούσα.
Μάλιστα, δίναμε εξετάσεις για να περάσουμε, προκειμένου να διαπιστώσουν το επίπεδό μας. Εγώ πέρασα όταν με ρώτησαν τι χρώμα έχει ένα μολύβι – πίστευαν ότι δεν θα απαντούσα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν ηλεκτρολόγος κι αυτοί ήθελαν παιδιά πιο ανεβασμένα, διαβασμένα, εμπόρων, δικηγόρων, γιατρών. Εγώ, όμως, είπα με πολύ ύφος «σικλαμέ». Πέρασα, λοιπόν, με άριστα.
Αυτός ο δάσκαλος ήταν πολύ σημαντικός. Εγώ σιχαινόμουν τα μαθηματικά, δεν ήμουν καθόλου καλός. Μπορεί να σταματούσε το μάθημα, να φώναζε με άγριες φωνές. Να έκανε ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Σε λίγο, όμως, έβγαζε ένα βιβλίο με δημοτικά τραγούδια, για να μας εξηγήσει τη δημοτική ποίηση και να μας διαβάσει. Αυτό με έκανε να τον συμπαθήσω.
Ο ίδιος ήταν φιλόλογος, ο οποίος νομίζω λόγω αριστερών ιδεών είχε υποβιβαστεί. Συνέβαινε ένα μυστήριο γύρω από αυτόν. Μας μιλούσε για το Πανεπιστήμιο. Θυμόταν τον Κωστή Παλαμά, τέτοιους ανθρώπους, που για εμάς ήταν μαγικά πρόσωπα. Καταρχάς, εγώ πίστευα ακόμα και σε μεγάλη ηλικία ότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν πεθαμένοι. Αυτό το είπα και στον Σαμαράκη, όταν του πήρα συνέντευξη, για το περιοδικό Επίκαιρα, το 1972.
Τότε του είχαν απαγορεύσει την έξοδο από τη χώρα, του είχαν πάρει το διαβατήριο και είχε γράψει ένα βιβλίο. Του λέω: «Έμεινα κατάπληκτος όταν σε είδα. Πίστευα ότι οι συγγραφείς είναι πεθαμένοι». Γιατί όλοι αυτοί που κάναμε στα παλιά Αναγνωστικά είχαν πεθάνει, ή από φυματίωση ή είχαν τρελαθεί. Δεν είχαν βάλει νεότερους συγγραφείς μέσα. Επί Παπάγου.
Μόλις πέθανε ο Παπάγος, εκείνη τη μέρα λόγω πένθους, δεν είχαμε σχολείο. Τα χαιρόμασταν αυτά. Όταν πέθαιναν βασιλείς, Παπάγοι, πρωθυπουργοί, κάναμε αργία. Αλλά ήμασταν παιδιά τότε. Εγώ πήγα πρώτη τάξη το ’53 και τελείωσα το ’59. Μιλάω για αυτή την εποχή. Ο κύριος Ποιμενίδης που σας είπα ήταν διευθυντής του δημοτικού και τον είχαμε στην έκτη τάξη.
Ο οποίος βέβαια ήταν ένας δάσκαλος παλαιάς εποχής και μας διηγούταν ότι οι τιμωρίες ήταν φοβερές εκείνα τα χρόνια για τα παιδιά. Μας έλεγε ότι έβαζαν κάτω χαλίκια και τα παιδιά να γονατίζουν πάνω τους. Ότι υπήρχε ένα πολύ αυστηρό, σωφρονιστικό σύστημα για τους μαθητές και πίστευαν κυριολεκτικά ότι το «ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Οπότε έρχεται κι η ταινία με το χαμόγελο της Αλίκης και τον οξύμωρο τίτλο. Ναι μεν πέφτανε κάποια χαστούκια αλλά αποδείχθηκαν τελικά ότι ήταν περισσότερο ερωτικά παρά τιμωρίας».