Επιμέλεια: Εύα Νικολαΐδου
Όλες οι επιδόσεις του αντανακλούν μήνυμα ανθρωπιάς. Οι πολυπρόσωπες συνθέσεις του δεν ανακαλούν μόνο τα χορικά ενός αρχαίου δράματος μέσα από τις φορεσιές και τα ενδύματα που σχεδιάζει. Έχεις την αίσθηση ότι σε αυτά εναποθέτει την αγάπη του, τα όνειρα του, τις αξίες του, τις αναμνήσεις του. Απολαμβάνει την δουλειά του ως διαλογισμό. Εκείνα τα βλέμματα, οι μορφές που ζωγράφισε είναι ένας διαλογισμός του πάνω στην αλήθεια και την αγάπη. Όταν τον ρώτησα ποίος δάσκαλος σημάδεψε την ζωή του, μου απάντησε αμέσως η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Θυμήθηκε όσα έμαθε, διδάχθηκε και ένοιωσε κοντά της.

Για κάποια πράγματα που διδάχτηκα, ίσως αξίζει να μείνω ευγνώμων για όλη την υπόλοιπη ζωή μου γιατί παραμένουν πάντα μέσα μου καθοριστικά και ανεξίτηλα. Όταν μικρό παιδί είκοσι δυο χρονών πρωτοπέρασα την πόρτα της Σχολής Καλών Τεχνών για να σπουδάσω ζωγραφική στην Αθήνα, οι θεωρητικές μου γνώσεις πάνω σ’ αυτό που λέμε Τέχνη γενικότερα ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Ένιωθα απλώς εκείνη την μεγάλη ανάγκη, την νεανική ορμή να κατακτήσω τον καινούργιο χώρο φτιάχνοντας πράγματα και δουλεύοντας ασταμάτητα πάνω σε σχέδια, χρώματα και κατασκευές. Ήθελα να χαθώ μέσα στα υλικά. Σα να με έσπρωχνε ένα ένστικτο, μια εσωτερική χαρά. Αγωνιούσα για μια δημιουργική καθημερινότητα στη ζωή μου. Μια καθημερινότητα που ονειρευόμουνα και στόχευα πάντα.
Εκεί μέσα στις ψηλοτάβανες αίθουσες με τα καβαλέτα και τα μοντέλα, ένιωσα ότι επιτέλους έφθασα στην αρχή ενός μεγάλου δρόμου και ότι μπορούσα πιά ν’ αγγίξω, να δώ, να μυρίσω τα χρώματα και τα νέφτια και να μου πω: «Έλα Γιάννη μου, εδώ ήρθαμε για να τα πούμε και να τα κάνουμε όλα.».

Θυμάμαι ακόμα το δέος και τον θαυμασμό που ένιωσα βλέποντας τους μεγαλύτερους σε ηλικία φοιτητές, να εργάζονται προσηλωμένοι μπροστά στα μισοτελειωμένα έργα τους. Στα αθώα μου μάτια η τεράστια κάμαρα με το πλάγιο φως, τους όρθιους καλλιτέχνες και τον γυμνό άνθρωπο που έστεκε και τον ζωγραφίζανε, έμοιαζε με ναό λες κι ότι συνέβαινε εκεί μέσα ήταν η αρχή και το τέλος της τέχνης.
Μονάχα με το πέρασμα του χρόνου κι όταν καταλαγιάσανε οι πρώτες εντυπώσεις κατάλαβα ότι με περίμενε μεγάλη ανηφόρα και ότι η τέχνη έχει ένα τεράστιο χτές που μας καθοδηγεί και προχωράμε μπροστά έχοντας όμως πάντα το βλέμμα μας στραμμένο προς τα πίσω. Για να το δω αυτό, χρειάστηκα χρόνο και εμπειρία μέσα στο φοιτητικό σινάφι ώστε πηγαίνοντας συνέχεια σε εκθέσεις, σε μουσεία από δώ κι από κεί να συνειδητοποιήσω την έννοια του εσωτερικού βλέμματος με το οποίο ο καλλιτέχνης ερμηνεύει γύρω του τον κόσμο που τον περιβάλλει.

Σιγά σιγά έμαθα και άφησα να ξεδιπλωθεί μπροστά μου το μεγαλείο του θαύματος που λέγεται Μεγάλη τέχνη, έτσι όπως έφθασε δρασκελίζοντας τους αιώνες μέχρι τις μέρες μας, μέχρι εμένα. Όλα αυτά τα διδάχτηκα μέσα από τα λόγια, τον τρόπο και το πάθος μιας εκπληκτικής σε ταλέντο μετάδοσης δασκάλας της Μαρίνας Λαμπράκη- Πλάκα. Το 1974 διαδέχτηκε τον Παντελή Πρεβελάκη στην έδρα διδασκαλίας της ιστορίας της τέχνης στην ΑΣΚΤ. Μόλις είχε τελειώσει την Σορβόννη και επέστρεψε για τον διορισμό της. Το Παρίσι ήταν και τότε η καρδιά του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Εξάλλου ξέρουμε πόσοι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, ηθοποιοί, γλύπτες, συγγραφείς, φιλόσοφοι ζούσαν εκεί διωγμένοι από την πολιτική κατάσταση. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε ανάμεσα μας έφερε ένα αλλιώτικο αέρα στον τρόπο προσέγγισης των μαθημάτων της. Υπήρχε ένας νεανικός ενθουσιασμός και μια δροσερή οικειότητα που ερχόταν σε αντίθεση με τις αποστασιοποιημένες θέσεις άλλων καθηγητών, που φρόντιζαν πολύ το να μην παίρνουμε θάρρος, πράγμα που ίσως ταύτιζαν με πιθανές αμφισβητήσεις των όσων διδάσκονταν μες τη σχολή.

Οι καιροί δεν ήτανε καθόλου εύκολοι. Η χώρα μόλις είχε βγει από την χούντα. Όλοι νιώθανε, ότι μπορούνε επιτέλους να μιλήσουνε ελεύθερα και να πούνε ό,τι θέλουνε και έτσι συχνά η αντίρρηση έμπλεκε με την αγένεια και τον αναιδή λόγο. Οι διαφωνίες, οι διακοπές, οι επεμβάσεις και οι καυγάδες ήταν συνηθισμένη κατάσταση και εύκολα μπορούσανε να μετατρέψουνε σε παρωδία μια διδασκαλία στο αμφιθέατρο. Η Μαρίνα φαινόταν να ξέρει να προσπερνάει με τον μοναδικό της τρόπο αυτές τις αντιξοότητες. Έφθανε πάντα κοντά μας τόσο μειλίχια, χαμογελαστή και φροντισμένη με τα καπέλα, τις καρφίτσες και τα μαντήλια της, απόλυτα αντίθετη με την χίπικη αφροντισιά που πρέσβευε η μόδα του συρμού.
Οι πάντες σέβονταν τις σοβαρές γνώσεις της και θαύμαζαν τον τρόπο και την αμεσότητα που είχαν οι διδασκαλίες της. Υπήρχαν διαρκή αιτήματα που απλοί πολίτες, ζητούσαν σαν ακροατές να παρακολουθήσουν τα μαθήματα της. Οι αναφορές της πάνω στην τέχνη της Αναγέννησης και τον Ουμανισμό έχουνε μείνει στη μνήμη όλων. Τα βιβλία που έγραψε αποτελούν ακόμη και τώρα εξαιρετικές πραγματείες που βοηθούν τον νέο άνθρωπο να προσεγγίσει την μεγάλη τέχνη. Η φήμη της δεν άργησε να απλωθεί και πέρα από τις κατάμεστες φοιτητικές αίθουσες σε ομιλίες, σε διαλέξεις με πολυάριθμους πάντα ακροατές για δεκαετίες. Η εξαιρετική σε επιτεύγματα θητεία της σαν διευθύντρια της εθνικής πινακοθήκης μετέτρεψε το ίδρυμα αυτό σε κορυφαίο πολιτιστικό προορισμό για χιλιάδες Αθηναίους και επισκέπτες της πόλης.

Συχνά πηγαίνω σε μουσεία, σε καθεδρικούς σε παλάτια, σε εκθέσεις, σε συλλογές και πάντα όταν βρίσκομαι μπροστά σε ένα έργο τέχνης που κάποτε γνώρισα μέσα από την διδασκαλία της ξαναθυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τις αναλύσεις, κάθε περιγραφή και κάθε της λέξη που το αφορά. Ξαναζώ αυτά που είχα κάποτε κοντά της διδαχτεί, και δεν διστάζω να τα μεταφέρω αυτούσια σε όλη την παρέα με τους φίλους που τυχαίνει να είναι κοντά μου εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό γιατί μέσα στη σκέψη μου όλα αυτά είναι καταχωρημένα σαν μια σοφή παρακαταθήκη που από μέσα της μπορώ να αντλήσω γνώση. Όλα αυτά που σαν δάσκαλος χρειάζομαι για να διδάξω χρόνια τώρα. Και εννοώ τα νοήματα, τους συμβολισμούς, τις φόρμες, το σχέδιο, το χρώμα αλλά ακόμα και τον τρόπο που κάθε δάσκαλος πρέπει να υιοθετεί για να απευθυνθεί ώστε να μεταδώσει κάτι στους άλλους.
Η Μαρίνα Λαμπράκη έφυγε. Απλώς για μια στιγμή στράφηκε προς το φως, κι έφυγε προς τα εκεί! Πάντα όμως θα επιστρέφει μέσα στα λόγια των άλλων. Πάντα οι πολυάριθμοι που την θαυμάσαμε και σπουδάσαμε κοντά της θα μιλάμε με οδηγό την σκέψη της.
