Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Μια ανάμνηση από την Σιμόν ντε Μπωβουάρ – της Εύας Νικολαΐδου

8η Μάρτη - Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας -- …Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι ένα ιστορικό όνομα. Ταυτόχρονα είναι μια γυναίκα σαν τις άλλες, μια γυναίκα ανάμεσα στις άλλες, ανώνυμη

«…Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι ένα ιστορικό όνομα. Ταυτόχρονα είναι μια γυναίκα σαν τις άλλες, μια γυναίκα ανάμεσα στις άλλες, ανώνυμη.

Η ιστορία της Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι μεγάλη, γραμμένη με μια συνέπεια που ποτέ ως τώρα δεν διαψεύστηκε. Είναι φορέας ιστορίας, πολιτικής, φιλοσοφίας, συγγραφικής δραστηριότητας και η σχέση της με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ αποτελεί οργανικό στοιχείο όλων αυτών των εμπειριών. Είναι φορέας ενός πνεύματος εξέγερσης αστικής προέλευσης, του λεγόμενου υπαρξισμού.

Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι εκδότρια μιας μεγάλης επιθεώρησης, των Νέων Καιρών, με μακρόχρονη παρουσία στην πνευματική ζωή της Γαλλίας. Διατηρεί σύνδεσμο με μια ομάδα γυναικών, που εκφράζονται από τις στήλες του περιοδικού της.

Η στράτευση της Σιμόν ντε Μπωβουάρ έρχεται από πολύ μακριά. Ας μην ξεχνάμε ότι το «Δεύτερο Φύλο» το έγραψε (1949-1950) πολύ πριν εμφανιστούν τα φεμινιστικά κινήματα στη Γαλλία.

Σήμερα, βλέπει κανείς πιο ώριμα το «Δεύτερο Φύλο»: σαν μια αρχή πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής αφύπνισης της γυναίκας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κοινωνικό είναι το πρόβλημα της γυναίκας.

Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ είναι ανοιχτή απέναντι στους άλλους μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Κατορθώνει να διατηρεί την παρουσία της χωρίς να γίνεται ακαδημαϊκή, έστω και συγκαλυμμένα. Χρησιμοποιώντας μια αυταρχική ανωνυμία κατορθώνει να διαγράψει τον εαυτό της χωρίς να τον εξαφανίζει.

Μέσα από τη Μπωβουάρ μιλάνε οι γυναίκες, σε διάλογο ή μόνες. Γύρω της παίρνουν σάρκα κάθε λογής φωνές, καθημερινές, θεωρητικές, όλες αγωνιστικές. Δεν έχουν όλες κοινή ιδεολογική καταγωγή. Όμως, σε μια εποχή που ακόμα και τα προβλήματα των γυναικών διαφημίζονται και πουλιούνται στην αγορά, δεν βλάπτει καθόλου η ταύτιση σ’ ένα όνομα, όπως εκείνο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ».

Το απόσπασμα αυτό από το αφιέρωμα του γαλλικού περιοδικού «L’ Arc» στη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στη βιβλιοθήκη της.

Ένα δικό της επίγραμμα, δίπλα σ’ αυτό λέει: «Η υλική δυστυχία έχει εξαφανιστεί. Είναι θέμα χρόνου, που μπορεί ήδη να προσδιοριστεί. Μπορώ ακόμα να πω ότι δεν είναι απελπιστικά μακριά η μέρα που η ανθρωπότητα θα οργανωθεί στο σύνολό της από μόνη της και δε θα υπάρχει πια ανάγκη πολιτικής. Εκείνο που ακόμα με τρομάζει είναι η έλλειψη θάρρους από τη μεριά των ανθρώπων να τινάξουν από πάνω τους ένα κληρονομημένο φορτίο υποκρισίας, ψυχικής μιζέριας και προσκόλλησης σε παγανιστικά ιδανικά και ν’ αναζητήσουν τη λύση του υπαρξιακού προβλήματος στο δύσκολο δρόμο της πνευματικής ωρίμανσης και της εσωτερικής καλλιέργειας».

Λίγους μήνες πριν πεθάνει, τη συνάντησα για δεύτερη φορά στο σπίτι της στο Παρίσι, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ένιωσα σαν να με περίμενε. Σαν να ήθελε να ανοίξει την καρδιά της, το σπίτι της. Ήταν θλιμμένη όπως ένα κυπαρίσσι που κρατιέται με δυσκολία στη ζωή αν κι έχει βαθιές ρίζες. Είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της. Όλη η ύπαρξή της ήταν στραμμένη στο νεκροταφείο του Μον Παρνάς, που βρίσκεται μπροστά στο σπίτι της. Κυρίαρχη σκέψη της ήταν ο θάνατος. Λες και συνομιλούσε μαζί του, βλέποντας τον τάφο του Σαρτρ απ’ το παράθυρό της.

Σιγοψιθύρισε: «Ο Σαρτρ ήταν ικανός να γράφει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Γι’ αυτόν το γράψιμο ήταν ζωή. Ενώ εγώ, ήθελα να γράψω ακριβώς για να κρατήσω κάτι από τη ζωή. Πάντως, η γνωριμία μου μαζί του ήταν μια τεράστια επιτυχία».

Είχε μια εύθραυστη ομορφιά που η ζωή κι ο χρόνος την πολιόρκησαν. Το ύφος της ήταν αυστηρό, λίγο απόμακρο και θλιμμένο. Είχε, όμως, το θάρρος του ηττημένου, εκείνου που τίποτα πια δεν ελπίζει. Η απογοήτευσή της ήταν διάχυτη. Όμως, πίστευε στους νέους.

«Η ανυπαρξία με τρομάζει λιγότερο από την απολυτότητα της δυστυχίας. Δεν θέλω πια να ταξιδέψω πάνω σ’ αυτή τη γη που άδειασε από τα θαύματά της. Δεν περιμένει κανείς τίποτα όταν δεν περιμένει καθόλου. Αλλά θα ήθελα να μάθω τη συνέχεια της ιστορίας μας. Οι νέοι, είναι μέλλοντες ενήλικες, αλλά νιώθω ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Το μέλλον είναι στα χέρια τους και αν μέσα στα σχέδιά τους αναγνωρίζω τα δικά μου, μου φαίνεται σαν να παρατείνεται η ζωή μου πέρα απ’  τον τάφο. Μ’ αρέσει η συντροφιά τους. Όμως, το κουράγιο που μου δίνουν είναι αμφισβητούμενο. Με το να διαιωνίζουν αυτόν τον κόσμο, μου το παίρνουν πίσω. Οι Μυκήνες θα είναι δικές τους, η Προβηγκία, ο Ρέμπραντ και οι ρωμαϊκές πλατείες. Τι προνόμιο να είσαι ζωντανός! Όλα τα βλέμματα που στάθηκαν πριν από το δικό μου στην Ακρόπολη, μου φαίνονται νεκρά για πάντα. Μέσα σ’ αυτά τα μάτια των 20 ετών, βλέπω τον εαυτό μου ήδη νεκρό και ταριχευμένο. Τι βλέπω; Το να γερνάς σημαίνει να ορίζεσαι και να περιορίζεσαι. Πάλεψα ενάντια στις ετικέτες αλλά δεν κατάφερα να εμποδίσω τα χρόνια να με φυλακίσουν. Θα κατοικήσω για πολύ σε αυτό το διάκοσμο που η ζωή μου αιχμαλωτίστηκε. Θα μείνω πιστή στις παλιές φιλίες. Το δυναμικό των αναμνήσεών μου, έστω και να εμπλουτιστεί λίγο, θα παραμείνει όπως έχει. Έζησα πάντα για το μέλλον και τώρα αναδιπλώνομαι στο παρελθόν: θα έλεγε κανείς πως το παρόν μου εξαφανίστηκε. Πίστεψα για χρόνια ότι το έργο μου ήταν μπροστά και να που τώρα είναι πίσω. Δεν υπήρξε για αυτό στιγμή δημιουργίας».

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις