Το «κύκνειο άσμα» του Μάνου Κατράκη ήταν το έργο «ΝΤΑ» του Χιου Λέοναρντ, το 1979. Μια ιστορική θεατρική συνάντηση με το μεγαλείο ενός ανθρώπου – ηθοποιού. Άλλωστε, αυτός που φτάνει τόσο ψηλά, δε φοβάται μήπως χάσει κάτι.
Σε μια εξομολόγησή του, είχε πει ότι στοιχεία του ρόλου αυτού ανήκουν στη μητέρα του. «Καταλάβαινε από τα μάτια πότε ήμουν χαρούμενος ή στεναχωρημένος. Με βοήθησε πολύ η ψυχολογία της στη ζωή μου. Κάποτε ήθελε μια καρδερίνα. Την φρόντιζε για λίγο διάστημα αλλά μια μέρα που πέρασα από το σπίτι, βλέπω άδειο το κλουβί.
–Πού είναι μάνα η καρδερίνα, τη ρώτησα.
–Έφυγε, είπε.
–Μόνη της; Την ξαναρωτώ.
–Την λυπόμουν φυλακισμένη μέσα στο κλουβί, ήθελε να πετάξει. Απάντησε».
Το έργο «ΝΤΑ» του πολυβραβευμένου, Ιρλανδού συγγραφέα, είναι η αυτοβιογραφία του. Ο θετός γιος Τσάρλι (Μιχάλης Οικονόμου), μετά τον θάνατο του πατέρα του Ντα (από το ντάντυ που θα πει μπαμπάς, Γρηγόρης Βαλτινός), επιστρέφει στο πατρικό του για να συμμαζέψει προσωπικά πράγματα του πατέρα του.
Τη στιγμή που τα τακτοποιεί, καθισμένος στην κουζίνα, συγχωνεύονται η πραγματικότητα με τη φαντασία. Ενώ φαίνεται απομονωμένος, τον κυνηγάνε φαντάσματα. Παρουσιάζονται οι θετοί γονείς του και αναβιώνουν τα παιδικά του χρόνια. Η καθημερινότητά τους, η σχέση με τον πατέρα του.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός στην ερμηνεία του ρόλου του Ντα, αποθέτει το θεατρικό του φορτίο με θριαμβευτικό τρόπο. Έχει κερδίσει τον αγώνα της ζωής ως κηπουρός, δουλεύοντας σκληρά και τίμια, με συμπόνοια για τον συνάνθρωπο.
Εισερχόμαστε στον κόσμο τους που φαίνεται δεν εξανεμίστηκε τίποτα από τον χρόνο. Ζούμε αναλαμπές μιας εποχής. Κατάλοιπα από το παρελθόν, που ενώ περιφέρονται ως φαντάσματα, δείχνουν ότι δεν εγκατέλειψαν ποτέ αυτό το σπίτι. Τα βιώματα του Ντα, είναι ένας ύμνος στην αγάπη. Αυτό είναι και το κέρδος του. Τα συναισθήματά του.
Μ’ αυτή την αγάπη του εξαγνίζει, μεταμορφώνει, λυτρώνει. Η κάθε μέρα του ήταν ένα θαύμα. Γνώριζε τα μυστικά της φύσης εμπειρικά, με το ένστικτό του. Όλους τους θησαυρούς της. Η κηπουρική ήταν η ζωή του. Εκεί αναζητούσε την ηρεμία, τη συγκίνηση. Εξηγούσε όλα τα φαινόμενα με τον δικό του τρόπο. Όταν έβρεχε, έλεγε πως κατουράνε οι άγγελοι. Όλα μπορεί να γκρεμιστούν, εκτός απ’ τους κήπους που αναπτύσσονται διαρκώς. Δεν ξεκουράζονται ποτέ τα δέντρα, τα λουλούδια, το χορτάρι. Όλες του οι πράξεις είχαν ως κίνητρο την αγάπη. Μ’ αυτήν κατανοούσε το σύμπαν.
Συγκινητικός ο διάλογος στο τέλος της παράστασης, πατέρα και γιου, που ενώ θέλει ο Τσάρλι να τον ξεχάσει, να τον ξεφορτωθεί, παρουσιάζεται μπροστά του:
ΤΣΑΡΛΙ: Μην τολμήσεις να μ’ ακολουθήσεις! Μην κάνεις ούτε ένα βήμα. Ακίνητος! Σαν πεθαμένος!
ΝΤΑ: Πεθαμένος! Ό, τι πεις! Μόνο κάνε γρήγορα, γιατί οι άγγελοι απόψε πάθανε ακράτεια! Έρχεται ο κατακλυσμός του Νώε, παιδί μου!
ΤΣΑΡΛΙ: Δεν είμαι παιδί σου!
ΝΤΑ: Ίσα – ίσα, είσαι περισσότερο παιδί μου γιατί δεν είσαι δικό μου…
ΤΣΑΡΛΙ: Στρίβε, είπα! Στρίβε… Βρε, δεν σε θέλω! Πώς το λένε; Φύγε! Δεν ακούς; Μην έρχεσαι από πίσω μου. Χάσου πια απ’ τα μάτια μου! Φύγε σου λέω…
ΝΤΑ: Όποτε με χρειαστείς, εγώ εδώ θα είμαι.
Ακολουθεί πίσω του τραγουδώντας: «Τα νιάτα φεύγουν γρήγορα, πουλιά είναι και πετάνε. Όταν τα ζεις ειν’ όμορφα, μα όταν χαθούν, πονάνε. Τα χρόνια φεύγουν γρήγορα, τριαντάφυλλα που ανθίζουν. Μα αφήνουνε τον σπόρο τους, νέα ζωή χαρίζουν».
Ο Γρηγόρης Βαλτινός συντονίζει τους δείκτες του ρολογιού των συναισθημάτων, της αγάπης, με τους δείκτες του κόσμου. Κανένας δε βλέπει την ώρα, αγωνιώντας πότε θα τελειώσει η παράσταση. Νιώθεις την καρδιά σου ανοιχτή. Θαυμάζεις το ταλέντο του. Πώς κατάφερε να μεταδώσει αυτόν τον πλούτο ψυχής.
Η σκηνοθεσία, πετυχημένη από τον καταξιωμένο, σπουδαίο Πέτρο Ζούλια. Η εξαίσια μουσική είναι της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
Όλοι οι ηθοποιοί παίρνουν άριστα:
Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Σουξές, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Λάμπρος Κωνσταντέας, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Βασίλης Παπαδημητρίου.
Στο ρόλο της μητέρας η Ταμίλλα Κουλίεβα.
Τα σκηνικά είναι της Μαίρης Τσαγκάρη.
Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου.