Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Κοίταξε, Αραζέ, εδώ δεν είναι Νταχάου για να γλυτώσεις. Εδώ είναι Μακρόνησος»

Σε ηλικία 95 χρόνων, έφυγε από τη ζωή, στις 21 Μάρτη 2016, ο βετεράνος κομμουνιστής, Μακρονησιώτης αγωνιστής Γιάννης Αραζός, από τους τελευταίους κρατούμενους του ναζιστικού κολαστηρίου Νταχάου

Σε ηλικία 95 χρόνων, έφυγε από τη ζωή, στις 21 Μάρτη 2016, ο βετεράνος κομμουνιστής, Μακρονησιώτης αγωνιστής Γιάννης Αραζός, από τους τελευταίους κρατούμενους του ναζιστικού κολαστηρίου Νταχάου.

Ο Γιάννης Αραζός γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα, στα Εξάρχεια, γιος εύπορης οικογένειας που με τον πόλεμο έχασαν τα πάντα. Από νεαρή ηλικία οργανώνεται στην ΟΚΝΕ και μετέπειτα στο ΚΚΕ, ενώ με την ίδρυση του ΕΑΜ εντάσσεται σε αυτό και ορίζεται υπεύθυνος του ΕΑΜ Εξαρχείων με το ψευδώνυμο «Σφήκας» και αργότερα περνά στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων, αναλαμβάνοντας διάφορες υπεύθυνες αποστολές, και στην ΟΠΛΑ, ενώ συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία των διαδηλώσεων για την επιστράτευση, το Μάρτη του 1943.

Τον Οκτώβρη του 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στην έδρα της Γκεστάπο, στην οδό Μέρλιν, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα. Καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο και στη συνέχεια σε ισόβια και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.

Στις 5 Φλεβάρη 1944 τον βάζουν στο τρένο με προορισμό το Νταχάου, αρχικά στα κρεματόρια και τον Απρίλη του 1944 μεταφέρθηκε στο Μπιρκενάου για καταναγκαστική εργασία. Στις 12 Απρίλη του 1945 μπήκαν στο στρατόπεδο οι Αγγλοι, Γάλλοι και Αμερικανοί, όμως τους περίπου 3.000 Ελληνες κρατούμενους, ανάμεσά τους και τον Γ. Αραζό δεν τους άφησαν να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα, λόγω της πολιτικής κατάστασης μετά το Δεκέμβρη του ’44.

Στην Αθήνα επιστρέφει τον Σεπτέμβρη του 1945, σε κακή κατάσταση, ζυγίζοντας μόλις 20 κιλά. Λίγες όμως μέρες μετά οδηγήθηκε στο 5ο Παράρτημα Ασφαλείας Εξαρχείων όπου του ζητήθηκε να υπογράψει δήλωση. Ο Γιάννης Αραζός αρνήθηκε. Πέρασε στην παρανομία, για 6 μήνες, μέχρι τον Φλεβάρη του 1946, όταν συνελήφθη ξανά από τις ελληνικές αρχές και εξορίστηκε στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, το 1949 – 50.

Ο διοικητής του ΑΕΤΟ, ο Βασιλόπουλος, αφού μελέτησε το φάκελό του, τον υποδέχτηκε φωνάζοντάς του:

«Κοίταξε, Αραζέ, εδώ δεν είναι Νταχάου για να γλυτώσεις. Εδώ είναι Μακρόνησος»…

Στη Μακρόνησο βασανίστηκε φρικτά αρνούμενος να υπογράψει δήλωση και από το Μακρονήσι έφυγε, όντας σε κώμα, για το Δαφνί όπου ξύπνησε με προσωρινή απώλεια μνήμης και διάφορα άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας από τα βασανιστήρια.

Φάλαγγα στην κορυφή – Φαρσακίδης σχέδιο 1949 σινική μελάνη

Ο Γιάννης Αραζός, παρά τα προβλήματα υγείας του, συνέχισε την αταλάντευτη δράση του, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Τα χρόνια της στρατιωτικής Δικτατορίας παίρνει πάλι το δρόμο της παρανομίας, από τον Απρίλη του 1967.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του υπερασπίστηκε τα ιδανικά του ΚΚΕ, για την εκπλήρωση των σκοπών του, καθώς και τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά στη διαπάλη με τον οπορτουνισμό το 1968 και το 1991.

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ, στη θέση του Γενικού Γραμματέα, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συνταξιούχων Αναπήρων – Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης (ΠΟΣΑΘΕΑ).

Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του ο Κώστας Γιαζιτζής, μέλος του ΤΓ Α΄ Αθήνας της ΚΟΑ του ΚΚΕ σημείωσε:

«Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν σταμάτησε η δράση του. Την τελευταία φορά που πέρασε την πύλη αστυνομικού τμήματος ήταν τον Απρίλη του 2000 σε ηλικία 79 ετών με την κατηγορία της “παράνομης αφισοκόλλησης”».

«Ο Γιάννης ήταν το παράδειγμα αυτού του ανθρώπου που μόνο ένα επαναστατικό κόμμα σαν το ΚΚΕ μπορεί να γεννήσει. Ηταν σεμνός, ακούραστος αγωνιστής και πάλευε καθημερινά με βαθιά πίστη στις αρχές και στην πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος, στις αρχές της σοσιαλιστικής επανάστασης, στο δίκιο της εργατικής τάξης, του λαού μας, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την προσωπική του ζωή. Εδωσε το αγωνιστικό του “παρών” στις δύσκολες στιγμές που πέρασε το Κόμμα μας τόσο το 1968 όσο και το 1991 (…) Διέθεσε τις δυνάμεις του για την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ τα δύσκολα εκείνα χρόνια, σε όλη την πορεία μέχρι σήμερα.

Ο ίδιος σε συνέντευξή του για τη ζωή και τη δράση του απαντώντας στην ερώτηση αν θα ξαναέκανε τα ίδια, γνωρίζοντας τι θα περνούσε, απάντησε: “Ανεπιφύλακτα! Αν κάτι μας κράτησε στη ζωή και αντέξαμε και στις φυλακές των Γερμανών και τις άλλες διώξεις, ήταν τα υψηλά ιδανικά. Τα ιδανικά μιας κοινωνίας χωρίς ναρκωτικά, χωρίς πείνα, χωρίς ανέργους. Αυτά τα ιδανικά μάς κρατούσαν και μας κρατάνε ακόμα στη ζωή. Και συνεχίζουμε να παλεύουμε γι’ αυτά. Για την ειρήνη και την αλλαγή της κοινωνίας. Αξίζει ο κόπος. Αξίζει το κρεματόριο. Αξίζει η μάντρα της Καισαριανής. Αξίζουν μπροστά σ’ όλα αυτά τα ιδανικά”.

Για μας τους νεότερους, ο σύντροφος Γιάννης ανήκει σε εκείνη τη γενιά των κομμουνιστών, των αλύγιστων της ταξικής πάλης, που πάντα θα μας εμπνέουν με τη ζωή τους, τη δράση τους και γενικότερα το παράδειγμά τους.»

 

 

Απόψεις