Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Υβριδική παράσταση – Υβριδική τεκμηρίωση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα / ATHENS: Capital. Σκηνοθεσία-Δραματουργία: Δημήτρης Μπαμπίλης. Θέατρο Χώρος.

Άλλαξε το Airbnb την ταυτότητα της Αθήνας; Κινδυνεύει η Αθήνα από τις «golden visa» Κινέζων, Ρώσων και άλλων πολιτών που..

Άλλαξε το Airbnb την ταυτότητα της Αθήνας; Κινδυνεύει η Αθήνα από τις «golden visa» Κινέζων, Ρώσων και άλλων πολιτών που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επενδύουν σε αθηναϊκές κατοικίες, που λόγω κρίσης είτε ερημώθηκαν είτε υπερχρεωμένες κατέληξαν σε Τράπεζες είτε είδαν την αξία τους να μειώνεται απελπιστικά; Είναι η Αθήνα το αποτέλεσμα μιας άναρχης οικοδόμησης που οι απαρχές της πρέπει να αναζητηθούν στην περίοδο της έλευσης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής; Ποια η σχέση των αγώνων της εργατικής τάξης και της οικιστικής της αποκατάστασης; Ποιος ο ρόλος εκείνων των εκτός αθηναϊκού κέντρου περιοχών που υποδέχθηκαν πρόσφυγες το ’22  και οι υποτυπώδεις, εκτός σχεδίου, κατοικίες τους; Ποια η σχέση της παράτυπης νομιμοποίησης αυθαιρέτων και της αποξένωσης της πόλης από τους κατοίκους της;

Φλέγοντα ερωτήματα, στα οποία μια παράσταση που συνδέει την επιδρομή του κεφαλαίου με τον μετασχηματισμό της Αθήνας επιχειρεί να απαντήσει.

 Ένα δώμα για Airbnb

Δυο Ελληνίδες, ένας Γερμανός και ένας Άγγλος μουσικός συναντώνται σε ένα δώμα λαϊκής πολυκατοικίας, το οποίο ο τελευταίος έχει αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας, και σκέφτονται πώς θα μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν, σε συνδυασμό με την ταράτσα του με θέα σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό, τους μήνες που ο Άγγλος θα απουσιάζει. Η περίπτωση Airbnb μοιάζει γι’ αυτούς ιδανική, αν και χρειάζεται κεφάλαιο που θα ικανοποιεί τις σχετικές για αυτού του είδους την ενοικίαση  απαιτήσεις.

Μεταξύ σοβαρότητας και ελαφρότητας, οι προτάσεις πέφτουν βροχή, ακόμη και η εναλλακτική να ενοικιαστεί κανονικά με τον μήνα, παρόλο που όλους προβληματίζει η περιοχή που κατακλύζεται από μετανάστες και χαλάει την «εικόνα».

Μεταξύ θεάτρου της επινόησης ‒ αφού οι ηθοποιοί καταθέτουν κάποια προσωπικά στοιχεία της ταυτότητάς τους ‒ και θεάτρου-ντοκουμέντο, η παράσταση που συνέλαβε ο Δημήτρης Μπαμπίλης θα έτεινε  να γίνει απλοϊκά καταγγελτική αν όχι δημοσιογραφικά στρατευμένη, αν δεν άφηνε, στο τρίτο μέρος της, περιθώρια αμφισβήτησης των βασικών της θέσεων, αλλά και αν δεν κατέληγε, στον μονολογικό της επίλογο, ποιητική μέσα στην αμφιθυμία της, με μια εμφανή επιρροή από τη γραφή του Δημήτρη Δημητριάδη.   

Αμφισβήτηση της Αθήνας ως πόλης που φέρει αυτό το όνομα και ταυτόχρονα αμφισβήτηση της ταυτότητας του κάθε Αθηναίου: η πόλη προσωποποιείται την ίδια στιγμή που αντικειμενοποιεί τους κατοίκους της, τον καθένα ξεχωριστά.

Αστικός μετασχηματισμός

Στο στόχαστρο της όλης παράστασης ο μετασχηματισμός του αστικού τοπίου. Μια ιστορία του από τις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από το πρίσμα της σταδιακής του διαμόρφωσης και των επιπτώσεων που έχει στην εργατική τάξη. Αυτό αποτελεί, εν είδη καταγγελτηρίου λόγου που εκφέρουν όλοι οι ηθοποιοί εναλλάξ, το δεύτερο μέρος της παράστασης, το οποίο διαπλέκει τις προσφυγικές κατοικίες με την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τις διαφορετικές κεφαλαιοκρατικές μορφές κατά τον ρου του περασμένου αιώνα έως τη τρέχουσα εποχή. Ένα μέρος που, αν και ο καταγγελτικός θυμός που εκφράζεται τόσο μέσα από την εκφορά του λόγου των ηθοποιών όσο  και από τους σπασμωδικούς, εκρηκτικούς ήχους του πιάνου προσφέρει ένταση στην παράσταση, δίνει μια μονοδιάστατη και γραμμική αφήγηση της ιστορίας, η οποία πάσχει από κάποια σοβαρά νοηματικά κενά και παραλείψεις.

Θεωρώ ότι αυτό το γλωσσοκεντρικό κομμάτι της παράστασης, που υποτίθεται ότι λειτουργεί ως τεκμηρίωση, όχι μόνο πλατειάζει αλλά και ελάχιστα λειτουργεί ως τεκμήριο καθώς δεν είναι παρά μια, άνευ περαιτέρω επεξεργασίας, ιστορικά αλλά και, ειδικά, θεατρικά, συγκεκριμένης ιδεολογικής άποψης που, όσο και αν στη βάση της είναι ορθή, παραβλέπει σκόπιμα άλλες παραμέτρους, λειτουργεί επιλεκτικά ως προς τους χώρους της ευρύτερης περιοχής πρωτευούσης στους οποίους αναφέρεται ως προσφυγικούς οικισμούς, ενώ συνδέει κάπως αυθαίρετα την προπολεμική περίοδο με το σήμερα, στην ουσία προσπερνώντας τις μεγάλες ανακατατάξεις του αστικού τοπίου που έγιναν με τις πολιτικές της δεκαετίας ’50-’60 αλλά και, κυρίως, εκείνες της πλήρους αυθαιρεσίας που επικράτησε την εποχή της δικτατορίας, όπου και άλλαξε εκ βάθρων η οικιστική εικόνα της Αθήνας.            

 Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι η ανάγκη ικανοποίησης της ζήτησης κατοικίας λόγω εσωτερικής μετανάστευσης είχε ολέθρια αποτελέσματα στην αισθητική εικόνα της Αθήνας ‒ κάτι που δεν αναφέρεται ποτέ στην παράσταση ‒ όπως παραβλέπεται και η παραβίαση του φυσικού (οικολογικά σήμερα νοούμενου) τοπίου της πόλης με την εξάλειψη και της ελάχιστης κοίτης ποταμού ή ρυακιού.  

Άλλωστε, ουδείς αμφισβητεί την επέλαση των ξένων κεφαλαίων στην επένδυση κατοικίας προς εκμετάλλευση μέσω airbnb, ωστόσο, θα περίμενε κανείς να ακούσει κι έναν διαλογικό αντίλογο, καθώς ο μικροϊδιοκτήτης (αναντίρρητα μη καπιταλιστής) μπόρεσε μέσω αυτού του, σήμερα πλέον ελεγχόμενου από την Πολιτεία, airbnb να διασώσει μια κατοικία που αδυνατούσε να συντηρήσει εν μέσω κρίσης.

Ναι, η έξωση ενοικιαστών για την μετατροπή ολόκληρων πολυκατοικιών που αγοράζονται από ξένους ή Έλληνες επενδυτές στο κέντρο της Αθήνας είναι γεγονός. Και, ναι, βρισκόμαστε σε μια νέα μετατόπιση γηγενούς ή αστικοποιούμενου πληθυσμού από το κέντρο προς περιοχές μικρότερου επενδυτικού ενδιαφέροντος, αντίστοιχου με εκείνο που συνέβη κατά τη δεκαετία του 1970 ήδη με την οικειοθελή μετακίνηση του αστικού πληθυσμού στα Βόρεια Προάστια και την ερήμωση του κέντρου και την μετέπειτα εποίκισή του από μετανάστες.

Όμως, η έρευνα και, κατ’ επέκταση η παράσταση, όφειλε να επικεντρωθεί και να παρουσιάσει διαλεκτικά το συγκεκριμένο γεγονός και όχι να κάνει μάθημα ιστορίας για αρχαρίους. Καθώς, στο επίκεντρο είναι εκείνο που τίθεται στο πρώτο μέρος: ο Άγγλος περιστασιακός κάτοικος που αγοράζει ένα δώμα και σκέπτεται να το εκμεταλλευτεί μέσω airbnb. Θα είχε ενδιαφέρον, μια και το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό, αν όχι όλου του δυτικού κόσμου, οι ξένης καταγωγής περφόρμερς να καταθέσουν τι γίνεται στις δικές τους χώρες σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα. Ο τοπικισμός δεν οδηγεί πουθενά.

Ο σκηνοθέτης-Κεφάλαιο

Η πλέον έντιμη, και θεατρικά λειτουργική ατάκα που ακούγεται είναι εκείνη του τρίτου μέρους, όταν η Βάλια απηυδισμένη θα πει κάποια στιγμή προς το τέλος: «ο σκηνοθέτης […] ως ένας άλλος ορχήστρας άνθρωπος, μαέστρος, μας αναγκάζει όλους να ακούμε πειθήνια τα ιδεολογήματά του, να τα εκφέρουμε δημόσια, μας πετάει τις τονικότητες και εμείς πρέπει να καθόμαστε σαν βούδες και να συμφωνούμε σε όλα. Αυτό δεν είναι η επέλαση του Κεφαλαίου στην Τέχνη;».

Η αυτοκριτική που γίνεται εν ώρα παράστασης είναι ίσως το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της όλης σύλληψης, η οποία  κινδύνεψε να περιπέσει σε μια απλουστευτική μορφή διδακτισμού μαρξιστικών ιδεών, από αυτές που ακούγονται σε φοιτητικές συγκεντρώσεις, με την ίδια εκείνη ξύλινη γλώσσα που έχουν οι ελάχιστα γνωρίζοντες την ουσία του μαρξικού λόγου. Όπως θα πει και ο Adrian: «Το κείμενο είναι πολίτικη σαλάτα». Όταν ο Μπρεχτ έκανε πολιτικό, καταγγελτικό θέατρο, ένα θέατρο-ντοκουμέντο, είχε κατά νου ότι, πρώτιστα, έκανε θέατρο, καθώς η εποχή του Πισκάτορ (που κόλλαγε τις εφημερίδες στη σκηνή) είχε ήδη παρέλθει.

Τελικά η πόλη δεν μας ανήκει; Όπως διατείνονται οι συντελεστές; Γιατί άραγε; Επειδή ήρθαν τα ξένα κεφάλαια; Επειδή έχουμε μια νέα φουρνιά προσφύγων και μεταναστών; Λόγω συνεχιζόμενης αστικοποίησης; Λόγω του «εξευγενισμού», ειρηνικά ή δια της βίας, κάποιων περιοχών της;  Από τον φόβο της εξέλιξης; Της αναγκαστικής αλλαγής; Γιατί κάποιοι τη ζουν επιδερμικά; Η μονοδιάστατη προσέγγιση που θέλησε να προσφέρει η παράσταση είναι μάλλον αν-ιστορική και γι’ αυτό δεν τεκμηριώνει. Γιατί η πόλη ανήκει πάντα σε αυτούς που συνειδητά και ουσιαστικά την «κατοικούν».

Το χιούμορ του πρώτου μέρους, με τους εξωφρενικούς περί Airbnb διαξιφισμούς, και η αντιπαράθεση των ηθοποιών του τρίτου μέρους, με τις πηγαίες ατάκες, σώζουν την παράσταση και τον άγουρο διδακτισμό που επιβάλλει το δεύτερο μέρος. Τα μουσικά, με κιθάρα ή πιάνο, μέρη του Gary Salomon είναι ενδιαφέροντα, σπάζουν μπρεχτικά τη ροή, ειδικά η τραγουδιστική σαρκαστική του συνύπαρξη με την προβολή σε βίντεο της βουβής Νάνας Μούσχουρη.

Ενδιαφέρον το σκηνικό της Δάφνης Αηδόνη, ειδικά η περίτεχνη κατασκευή που συμβολίζει το δώμα πάνω στην ταράτσα αλλά και τα πολύχρωμα σκηνικά αντικείμενα, όπως και τα σύγχρονα κοστούμια. Σωστοί οι φωτισμοί της Ελένης Χούμου, δημιουργούν ανά σκηνές το κατάλληλο περιβάλλον.

Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ένα πρόβλημα ακουστικής οφειλόμενης είτε στην ξενική εκφορά είτε την υπερκάλυψη του λόγου από τη μουσική είτε από τον ίδιο τον χώρο που διαχέει τις φωνές.

Πλην του Άγγλου μουσικού, συμμετείχαν ο εδώ και πολλά χρόνια εγκατεστημένος στην Ελλάδα γνωστός πλέον γερμανός ηθοποιός Adrian Frieling, η γνωστή από τη χορευτική καριέρα της και καλή ηθοποιός Βάλια Παπαχρήστου και η σταθερά ανερχόμενη Δήμητρα Λούπη.

Στη δραματουργική έρευνα συμμετείχαν οι: Βασίλης Λεμονής, Γεωργία Κανελλοπούλου, Μαρία Άννα Γιαννούλου και Φαίη Τσιλιβή.

Φωτογραφίες: Karol Jarek

*Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις