Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Πληθωρικό μάθημα

«Τω Μάθειμα». Διασκευή πάνω στο «Μάθημα»  του Ευγένιου Ιονέσκο. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κομνηνός, Ομάδα  900C. ‒ BIOS.

Ποιο είναι το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το περίφημο «Μάθημα» του γαλλο-ρουμάνου Ιονέσκο, γραμμένο το 1950; Ότι η παιδεία, έτσι..

Ποιο είναι το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το περίφημο «Μάθημα» του γαλλο-ρουμάνου Ιονέσκο, γραμμένο το 1950; Ότι η παιδεία, έτσι όπως μεταδίδεται, αυταρχική και αρτηριοσκληρωτική, οδηγεί στον θάνατο της γνώσης, στον θάνατο του μαθητή. Μεταφορικά και, υπό τη σκέπην του Θεάτρου του Παραλόγου, κυριολεκτικά. Άλλωστε, ο Ιονέσκο υποτιτλοφορεί το έργο του ως «κωμικό δράμα»…

Η παράσταση που σκηνοθέτησε για την Ομάδα  900C ο Δημήτρης Κομνηνός «Τω μάθειμα» παραπέμπει, ήδη από τον τίτλο του, στην πλήρη διαστρέβλωση της γνώσης, όπως αυτή παρέχεται από τους θεσμικούς φορείς, παραμένοντας ξένη από τις πραγματικές ανάγκες των σύγχρονων νέων. Θελκτική  ως τίτλος, εμπλέκει επιπλέον διεμφυλικά ζητήματα υποκαθιστώντας τη μαθήτρια του έργου από ένα  ‒όπως αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου‒ non binary άτομο. Χαρακτηρίζοντας έτσι τη συγκεκριμένη σκηνική απόδοση του γνωστού έργου ως «ξεκάθαρα το πιο queer μάθημα στην ιστορία της παιδαγωγικής».

Ομολογώ ότι δεν είδα κάτι τέτοιο στην παράσταση που παρακολούθησα στο BIOS. Η μετάφραση  έμεινε πιστή,  σε μεγάλο ποσοστό, στο πρωτότυπο κείμενο ενώ η διασκευή αφορούσε μια μετάθεση τόπων (Αθήνα αντί γαλλική πόλη) και, κυρίως, κάποια εμβόλιμα κομμάτια που εκφέρει ο Μαθητής και έχουν σχέση με σεξουαλική παρενόχληση και μπούλινγκ που υπέστη ο ίδιος, αλλά τα οποία δεν φαίνεται να έχουν αποδέκτη, καθώς, δραματουργικά, μένουν μετέωρα και δίχως κάποιο στοιχειώδες σχόλιο από τον Καθηγητή, ενώ δεν καθορίζουν ουδόλως την ανέλιξη της ιστορίας.

Ο Μαθητής (James Rodi), ένα όμορφο αγόρι με λευκό σορτσάκι  και κοριτσίστικη κοντή ποδιά με δαντελένιο γιακαδάκι, αλλά και ένα στρας  κοκαλάκι στα μαλλιά, αμυδρά παραπέμπει σε gay καθώς η όλη του κινησιολογία αλλά και οι φωνητικοί τονισμοί του είναι εκείνοι ενός συνηθισμένου αγοριού. Εξάλλου, η διασκευή δεν φέρνει ποτέ δραματουργικά στο προσκήνιο την  ακριβή του ταυτότητα, ώστε αυτή να επηρεάσει κατά κάποιον τρόπο την προβλεπόμενη από το κείμενο εξέλιξη της δράσης, ήτοι την τελική πράξη της δολοφονίας του. Από την άλλη, ο ηθοποιός, δεν έχει κάποια φωνητική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του έργου, κάποια κούραση ή εξάντληση που θα δικαιολογούσε και τον πονόδοντο που σταδιακά τον καταβάλει ως προμήνυμα του τέλους του. Αντίθετα, ο λόγος του παραμένει ακμαίος, η εκφορά του, ομολογουμένως, καθαρή, χωρίς, όμως, κάποιες διακυμάνσεις ανάλογες με τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει. Εξάλλου, ο πονόδοντος δεν είναι παρά σύμπτωμα  της αρρώστιας που προκαλεί η παραληρηματική διδασκαλία του Καθηγητή και προάγγελος, σύμφωνα με το κείμενο, της επερχόμενης δολοφονίας  του. Όπως όλων των μαθητών που προηγήθηκαν.

Ο Καθηγητής του Μελέτη Γεωργιάδη έκανε καίρια είσοδο, με τους αρμόζοντες φωνητικούς τονισμούς και χαρακτηριστική κινησιολογία. Σταδιακά, όμως, έχασε τη λάμψη της αρχής, έγινε μονότονος, και, προς το τέλος, υποκριτικά υποτονικός, χωρίς τις αναγκαίες μεταπτώσεις και μεταλλάξεις που θα τον οδηγήσουν στη δολοφονία. Επιτυχές και  το δικό του κοστούμι (που σχεδίασε η Μαρίνα Πολυμέρη), ένα στρατιωτικό σακάκι και από κάτω φουστανέλα που ταίριαζε στο παράστημα του ηθοποιού αλλά και συνιστούσε ικανοποιητικό δείκτη της ελληνοφροσύνης του με τις σημασίες που αυτή έχει πάρει κάτω από τον εθνικιστικό της μανδύα.

Γι’ αυτό θεώρησα περιττό στο τέλος το ναζιστικό περιβραχιόνιο που του φορά η Υπηρέτρια (η πληθωρική Σεμέλη Παπαοικονόμου), μια υπερτροφική πληροφορία που δεν προσθέτει κάτι στα εννοιολογήματα που θέλει να καυτηριάσει η παράσταση.  Καθώς, δεν χρειάζεται ο ναζισμός για να είναι η παιδεία μας αναχρονιστική και πεπερασμένη, αυταρχική και κενή γνώσης, αλλά ούτε η μισαλλοδοξία, όπως πλέον καλά γνωρίζουμε, είναι ίδιον μόνον του φασίστα. Μπορεί, εξίσου, να είναι ίδιον του νοικοκυραίου  ‒και εκεί είναι το ουσιαστικό πρόβλημα της κοινωνικά διάχυτης μη ανεκτικότητας στο διαφορετικό, αυτό που  θέλει ταυτόχρονα να καταγγείλει  η παράσταση.

Το σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη είναι αρκούντως εύστοχο με το τραπέζι-γραφείο να περιβάλλεται ουσιαστικά από έναν σκουπιδότοπο, το διαχωριστικό να είναι από χαρτόκουτα ενώ η υπηρέτρια να εμφανίζεται από έναν μεγάλο σκουπιδοτενεκέ  ‒μια έμμεση αναφορά και στο μπεκετικό «Τέλος του παιχνιδιού».

Νομίζω ότι ο αποδεδειγμένα ικανός Δημήτρης Κομνηνός και η ομάδα του θέλησαν να πουν πολλά ‒και κυρίως να θίξουν σύγχρονα ζητήματα‒ που το πρωτότυπο κείμενο, ως έχει, δεν μπορεί να υποστηρίξει. Θα χρειαζόταν μια αποτελεσματικότερη δραματουργική διασκευή για να ενταχθούν οργανικά οι νέες προεκτάσεις. Επιπλέον, θα χρειαζόταν μια μεγαλύτερη δουλειά με τους ηθοποιούς του, ώστε να υπάρχουν οι κατάλληλες τόσο φωνητικές όσο και εκφραστικές εναλλαγές, αλλά και περισσότερο εύγλωττη κινησιολογία (την επιμέλεια κίνησης ανέλαβε ο Πάνος Μεταξόπουλος) που να μεταφράζει τα άρρητα συναισθήματα.

Οι φωτογραφίες είναι του Μάνου Χρυσοβέργη.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Απόψεις