του Σπύρου Κουζινόπουλου
Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: Μία φούχτα πατριώτες, ξεσηκώνουν τη νύχτα της 28ης προς 29η Σεπτεμβρίου 1941 το λαό της Δράμας σε εξέγερση, κατά της φριχτής βουλγαρικής κατοχής. Για ένα 24ωρο περίπου, οι επαναστάτες καταλύουν την εξουσία των βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων, καταλαμβάνουν αστυνομικούς σταθμούς και κρατικά κτίρια, διώχνουν τους κατακτητές από πολλά χωριά της Δράμας. H ηρωική αυτή πράξη αργότερα, μετά την απελευθέρωση και στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου, θα συκοφαντηθεί ως “προβοκάτσια”.
Η εξέγερση, ήρθε ως συνέπεια της άγριας καταπιεστικής κατοχής που είχαν επιβάλει οι Βούλγαροι εισβολείς, όταν μετά τις 22 Απριλίου 1941 εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Καθώς αμέσως μετά την εισβολή τους στο ελληνικό έδαφος, επιδόθηκαν σε μία πρωτοφανή προσπάθεια εκβουλγαρισμού της περιοχής από τον Στρυμόνα μέχρι τον Έβρο. Απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, έκλεισαν τα σχολεία και τις εκκλησίες, κατέβασαν τις ελληνικές πινακίδες από τα καταστήματα, επέβαλαν στους καταστηματάρχες να βάλουν Βούλγαρο συνέταιρο, εξανάγκασαν περισσότερους από 110.000 ΄Έλληνες να εγκαταλείψουν την περιοχή, που την κατέστησαν επαρχία του βουλγαρικού κράτους με το όνομα «Μπελομόριε».
Μια λάθος ερμηνεία
Η αφόρητη αυτή κατάσταση, είχε ως συνέπεια να δυναμώσει το κίνημα αντίστασης στην περιοχή. Η οργάνωση Δράμας του ΚΚΕ με τον Γραμματέα της, Παντελή Χαμαλίδη, δίνει εντολή για συγκέντρωση οπλισμού και αποφασίζει την οργάνωση εξέγερσης, ερμηνεύοντας λαθεμένα απόφαση του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, που δύο εβδομάδες νωρίτερα, σε μυστική σύσκεψη στελεχών του, στην Ηλιοκώμη Σερρών, είχε δώσει εντολή για τη διενέργεια πράξεων σαμποτάζ κατά των αρχών κατοχής σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Οι επαναστάτες, καταφέρνουν να πυρπολήσουν το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού της Δράμας, επιτίθενται στο σιδηροδρομικό σταθμό, χτυπούν τους στρατώνες του πεζικού και του πυροβολικού μέσα στην πόλη, ενώ στα γύρω χωριά, εκδιώκουν ή εκτελούν τους διορισμένους βουλγάρους προέδρους κοινοτήτων, πυρπολούν τα αστυνομικά τμήματα, καταλύουν τη βουλγαρική εξουσία.
Η απάντηση των Βουλγάρων κατακτητών έρχεται σκληρή και αδυσώπητη μία ημέρα μετά. Πάνω από 3.000 Έλληνες εκτελούνται στην πόλη και την περιοχή της Δράμας χωρίς δίκη, εκατοντάδες άλλοι υποβάλλονται σε σκληρά βασανιστήρια και οδηγούνται στις βουλγαρικές φυλακές, 67 χωριά πυρπολούνται και καταστρέφονται ολοσχερώς, ενώ εξαπολύεται ένα απίστευτο κυνηγητό εναντίον κάθε ελληνικού στοιχείου.
Οι θεωρίες συνωμοσίας του Χρυσοχόου
Η εξέγερση της Δράμας, κι ενώ είναι ακόμη νωπό το αίμα των χιλιάδων θυμάτων, συκοφαντείται, καθώς διατυπώνεται αστήρικτα ο ισχυρισμός ότι δεν επρόκειτο περί γνήσιας λαϊκής εξέγερσης, αλλά για μεθοδευμένη ενέργεια των βουλγαρικών αρχών Κατοχής που τάχα αυτές υποκίνησαν τους επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επί κατοχής Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας και στη συνέχεια Φρούραρχος Θεσσαλονίκης και Γενικός Διοικητής Μακεδονίας με την έγκριση των Γερμανών, Αθανάσιος Χρυσοχόου ήταν ο θεωρητικός της άποψης πως τα γεγονότα της Δράμας ήταν αποτέλεσμα βουλγαρικής προβοκάτσιας. Καθώς, όπως διατείνονταν οι συκοφάντες, τα μέλη του ΚΚΕ στη Δράμα υποκινήθηκαν δήθεν από τους Βουλγάρους κατακτητές και τη φασιστική τους Ασφάλεια, την “Οχράνα” να οργανώσουν το κίνημα, προκειμένου να προχωρήσει η εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη[1]
Στην πρώτη έκθεση που συντάσσει ο Χρυσοχόου, στις 5 Οκτωβρίου 1941, δεν κάνει καθόλου λόγο για “προβοκάτσια”, αλλά θεωρεί ότι οι κομμουνιστές της Δράμας, συνεργαζόμενοι με Βούλγαρους κομμουνιστές και παρακινημένοι από αυτούς, με το σύνθημα της κομμουνιστικής επανάστασης σε όλα τα Βαλκάνια, έκαναν επιθέσεις σε μερικά χωριά[2]. Στις επόμενες όμως τρεις “συμπληρωματικές” εκθέσεις που στέλνει προς το υπουργείο Εσωτερικών της κυβέρνησης των κουίσλινγκς στην Αθήνα, στις 8-10-1941, 20-10-1941 και 30-11-1941. αλλάζει τροπάριο και αναπτύσσει την άποψη περί “συνομωσίας”[3].
Την εκδοχή περί “προβοκάτσιας” την παρουσιάζει ο Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση και στα βιβλία του, αναφέροντας τον ακόλουθο ισχυρισμό:
“Αι εν Δράμα στρατιωτικαί και πολιτικαί βουλγαρικαί αρχαί, ανέλαβον την σκηνοθέτησιν οργανώσεως στασιαστικού κινήματος δια προσελκύσεως των Ελλήνων κομμουνιστών της περιοχής, πειθομένων όπως από κοινού μετά Βουλγάρων στρατιωτικών και διοικητικών υπαλλήλων και ιδιωτών, εμφανιζομένων ως κομμουνιστών, αποσείσωσι τον ζυγόν της βουλγαρικής διοικήσεως προς εγκαθίδρυσην βαλκανικής κομμουνιστικής συνομοσπονδίας”[4].
Τεκμηρίωση με βάση ένα… μύθο
Και για να κάνει αληθοφανείς αυτές τις αιτιάσεις, προσπαθεί να τις στηρίξει σε έναν … μύθο. Καθώς όπως έγραφε:
“Το ΚΚΕ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αποδεχθέν να εκδηλώσει την επαναστατικήν του ενέργειαν συμφώνως προς τας βουλγαρικάς υποδείξεις, συνεφώνησε και εις την γενομένην αυτώ μετά την γενομένην σύσκεψιν της 20ης Σεπτεμβρίου βουλγαρικήν σύστασιν, εκμαιευθείσαν υποδείξει του νομάρχου Δράμας, όπως το πραξικόπημα εκδηλωθεί εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του 1941. Εις την μυστικήν σύσκεψιν ήτις έλαβεν χώρα εν Δράμα, υπό την προεδρίαν του νομάρχου Γκεοργκίεφ, και εις ήν μετέσχον οι κοινοτάρχαι της περιοχής, ο αντισυνταγματάρχης Ιωσήφ Μπεκιάρωφ και ο ειρηνοδίκης Δημήτριος Ντόϊτσεφ […] εκρίθη ότι η προπαρασκευαστική εργασία είχε πλήρως συντελεσθεί και ελήφθη απόφασις όπως εξακολουθήσει η άμεσος εξώθησις των Ελλήνων κομμουνιστών εις την εξώθησιν της επαναστάσεως”[5].
Όπως όμως αποκάλυψαν οι ιστορικοί Πασχαλίδης και Χατζηαναστασίου, παρουσιάζοντας μια έκθεση, με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1941 του πρώην δημάρχου Δράμας Αθανάσιου Τριανταφυλλίδη προς την κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία πρώτα στάλθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, πράγματι είχε γίνει σύσκεψη στη Δράμα, με την παρουσία και έμπιστου προσώπου του πρώην δημάρχου. Όμως το θέμα της δεν είχε καμια απολύτως σχέση με τους ισχυρισμούς Χρυσοχόου, καθώς αφορούσε αποκλειστικά την επίσπευση των διαδικασιών για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου από τους Βουλγάρους κατακτητές πλήρους εκβουλγαρισμού της περιοχής. Kαι σε αυτή, δεν έγινε η παραμικρή αναφορά ούτε στην οργάνωση “προβοκάτσιας”, ούτε πολύ περισσότερο στην ιδέα να παρασυρθούν εντέχνως οι Έλληνες κομμουνιστές στην εξέγερση[6]. Και όπως υπογράμμιζαν οι δύο ιστορικοί:
“Το πιθανότερο είναι πως η πληροφορία για τη σύσκεψη αυτή αξιοποιήθηκε δεόντως από τον Χρυσοχόου για την κατασκευή της θεωρίας του, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της Δράμας σκηνοθετήθηκαν από τους Βουλγάρους”[7].
“Χαλκευμένες μαρτυρίες”
Την άποψη ότι τα γεγονότα της Δράμας ήταν σκηνοθετημένα από τις βουλγαρικές αρχές αντικρούει μία ακόμη ιστορική μελέτη που είχε εκδοθεί το 2002 από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) με επιμέλεια της καθηγήτριας Ιστορίας Ξανθίππης Κοτζαγεγώργη-Ζυμάρη, αναφέροντας:
“Η άποψη ότι τα γεγονότα της Δράμας ήταν προσχεδιασμένα από τις βουλγαρικές Αρχές εξακολουθεί και σήμερα ακόμη να αποτελεί την κυρίαρχη άποψη, αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν πλέον βάσιμα στοιχεία που την ανατρέπουν. Πρώτα-πρώτα, από τα αρχεία της βουλγαρικής κρατικής ασφάλειας δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Παντού γίνεται λόγος για “εξέγερση” την οποία κατέπνιξαν οι βουλγαρικές Αρχές εν τη γενέσει της. Όσον αφορά τα επιχειρήματα και τις χαλκευμένες μαρτυρίες που επικαλείται ο εισηγητής της άποψης περί προβοκάτσιας, Αθανάσιος Χρυσοχόου, έχουν ήδη ανατραπεί και εκ των ένδον. Αντίστοιχα γεγονότα, ένοπλες ανταρτικές επιθέσεις, συνέβησαν στην περιοχή της Νιγρίτας και του Κιλκίς το Σεπτέμβριο και στο Μεσόβουνο Εορδαίας τον Οκτώβριο του 1941, με επίσης ολέθριες συνέπειες για τους κατοίκους, μαζικές εκτελέσεις και πυρπολήσεις χωριών. Δεν χαρακτηρίστηκαν όμως ως υποκινούμενα ή προσχεδιασμένα. Οι ελληνικές κατοχικές Αρχές ήθελαν να δείξουν στις γερμανικές κατοχικές Αρχές ότι οι Έλληνες πολίτες κρατούσαν “νομιμόφρονα στάση” απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα, αλλά οι Βούλγαροι σε συνεργασία με τους Έλληνες κομμουνιστές προέβησαν σε σφαγές αθώων για την επίτευξη των επεκτατικών τους σχεδίων”[8].
Την άποψη περί “προβοκάτσιας” ανατρέπει και ο τότε ταγματάρχης Γιάννης Παπαθανασίου, που διετέλεσε επιτελάρχης των Εθνικών Ανταρτικών Δυνάμεων (ΕΑΟ ή ομάδες Φωστηρίδη). Ο Παπαθανασίου αρνείται την εκδοχή αυτή και πιστεύει πως “όλη η υπόθεσις ήτο τοποθετημένη μέσα σε γενικότερο πρόγραμμα των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων”[9].
Παρασύρονται και στελέχη της Αριστεράς
Από τους ατεκμηρίωτους αυτούς προπαγανδιστικούς ισχυρισμούς του Χρυσοχόου αλλά και το πολιτικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην μετακατοχική Ελλάδα, με το αίμα των αθώων θυμάτων της εξέγερσης να είναι ακόμη νωπό και να βοά, παρασύρθηκαν και ορισμένα στελέχη του ΚΚΕ και μεταξύ αυτών οι Πέτρος Ρούσος, Θανάσης Χατζής, Μάρκος Βαφειάδης, με τον τελευταίο μάλιστα να ισχυρίζεται σε συνέντευξή του το 1960 ότι “η εξέγερση έγινε χωρίς άλλο με τη βοήθεια της “Οχράνα” καθώς επίσης πως “είναι βέβαιο ότι οι Βούλγαροι φασίστες υποβοήθησαν το ξέσπασμα της εξέγερσης”, χωρίς όμως να παραθέτει και κάποιο στοιχείο που να τεκμηριώνει την άποψη αυτή.
Στη διαστρεβλωμένη και αστήρικτη θεωρία της προβοκάτσιας, προσχώρησαν όμως και ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Χάγκεν Φλάϊσερ που ασπάστηκε την εκδοχή της “σκηνοθετημένης εξέγερσης από την Οχράνα”. Και χωρίς να το ψάξει πολύ, γράφει στο έργο του “Στέμμα και σβάστικα” ότι “είναι βέβαιο ότι η εξέγερση δεν θα μπορούσε να σκηνοθετηθεί από τη βουλγαρική μυστική αστυνομία Οχράνα χωρίς τη σύμπραξη των τοπικών κομμουνιστικών οργανώσεων”.
Τα γεγονότα στον βουλγαρικό τύπο
Για την εξέγερση της Δράμας, οι πρώτες πληροφορίες στον Βουλγαρικό τύπο, δημοσιεύθηκαν έξι μέρες μετά. Σύμφωνα με την εφημερίδα της Σόφιας SLOVO: “Τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου μια ομάδα Ελλήνων που ήρθαν απο τα όρια της σημερινής Ελλάδας (δηλαδή από τη γερμανοκρατούμενη περιοχή), αποπειράθηκε να παρασύρει άτομα από το ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και να καταλάβει τα κοινοτικά κτίρια σε κάποια χωριά της επαρχίας Δράμας. Ανάμεσα στους οργανωμένους γι’ αυτό το σκοπό ανάρτες, που ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και πολυβόλα και τις τοπικές αρχές ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί που διήρκεσαν μερικές ώρες και από τους οποίους υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές”[10].
Την επόμενη ημέρα, στην εφημερίδα Zora της Σόφιας, δημοσιεύεται άρθρο του Νταναήλ Κράπτσεφ (Danail Krapchef) που θεωρεί ότι οι επαναστάτες υποκινήθηκαν “από έξω”. Ενώ δύο ημέρες μετά ο Κράπτσεφ επανέρχεται στην ίδια εφημερίδα θεωρώντας ότι στα γεγονότα της Δράμας “οι στασιαστικές βιαιοπραγίες υποκινήθηκαν από κομμουνιστές και εθνικιστές Έλληνες με καθοδήγηση του Λονδίνου και της Γ΄ Διεθνούς”[11].
Στο ίδιο πνεύμα, στην εφημερίδα Belomnorska Bulgaria, που εκδίδονταν και κυκλοφορούσε στην κατεχόμενη από τους Βουλγάρους Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, δημοσιεύονταν μια γελοιογραφία που εμφάνιζε έναν Βούλγαρο χωρικό να κρατά έναν Έλληνα ανάμεσα στα πόδια του και να του φοράει σαμάρι[12].
H επίσημη ερμηνεία των βουλγαρικών αρχών Κατοχής, ήταν ότι επρόκειτο για κομμουνιστική εξέγερση που σχεδιάστηκε σε “ξένα κέντρα” και στα πλαίσια της προσπάθειας της τότε Σοβιετικής Ένωσης να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στα νώτα του Άξονα[13].
Για “εθνική ντροπή” μιλούσε το Κ.Κ.Βουλγαρίας
Eίναι χαρακτηριστικό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, που τότε βρισκόταν σε βαθιά παρανομία, είχε χαρακτηρίσει τη βουλγαρική κατοχή της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης ως “εθνική ντροπή” και την εξουσία που είχε εγκαθιδρύσει στην περιοχή ως “καθεστώς αρπαγής και λεηλασίας”[14]. Ενώ λίγες μέρες μετά, στις 6 Οκτωβρίου 1941, το κορυφαίο στέλεχος του Κ.Κ. Βουλγαρίας, Βασίλ Κολάροφ, μιλώντας στον μυστικό αντιστασιακό ραδιοσταθμό “Χρήστο Μπότεφ”, ανέφερε ότι “η εξέγερση στη Δράμα ήταν συνέπεια του αιμοβόρου κατοχικού καθεστώτος”, καταγγέλλοντας το ρόλο των βουλγαρικών στρατευμάτων ως οργάνων του Χίτλερ[15].
Σύμφωνα με τον διαπρεπή Βούλγαρο Ακαδημαϊκό Πανταλέϊ Στέρεφ, στις 10 Οκτωβρίου 1941 ο ίδιος παράνομος ραδιοσταθμός του ΚΚΒ σχολιάζοντας τα γεγονότα της Δράμας, μετέδιδε: “….Οι αιτίες της εξέγερσης της Δράμας βρίσκονται στη ληστρική κατοχή των εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στους γερμανούς ληστές και τους χωροφύλακές τους στα Βαλκάνια. Ο λαός μας το βλέπει και το ξέρει. Και όχι μόνο δεν καταδικάζει τους επαναστάτες της Δράμας, αλλά εκφράζει την αλληλεγγύη του προς αυτούς, στιγματίζοντας με τη σφραγίδα της ατίμωσης τον προδοτικό ρόλο της βουλγαρικής κυβέρνησης[16].
Σχολιάζοντας τις βουλγαρικές εκτιμήσεις για την εξέγερση της Δράμας αλλά και τις περί “προβοκάτσιας” θεωρίες του Χρυσοχόου, ο ιστορικός Τάσος Χατζηαναστασίου που ερεύνησε επί μακρόν την υπόθεση, είναι κατηγορηματικός:
“Πέρα από τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το αν αυτοί που πήραν τα όπλα είχαν ή όχι παρασυρθεί από την προβοκατόρικη δράση Βουλγάρων πρακτόρων, αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο υπόδουλος ελληνικός πληθυσμός αντιστάθηκε στον κατακτητή σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, ματαιώνοντας τελικά τα σχέδια για την προσάρτηση της περιοχής από τη Βουλγαρία. Η εξέγερση της Δράμας θα πρέπει επομένως να πάρει τη θέση που της αξίζει στην ιστορία του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στο φασισμό και την καταπάτηση εθνικών ιστορικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα μάλιστα στην ευαίσθητη περιοχή της Μακεδονίας”[17].
Ένα αποκαλυπτικό γερμανικό έγγραφο
Αποκαλυπτικός για το τι ακριβώς συνέβη στη Δράμα εκείνο το σημαδεμένο Φθινόπωρο του 1941, ήταν ο τότε πρωθυπουργός της φασιστικής κυβέρνησης της Βουλγαρίας, Μπογκντάν Φίλοφ, που μιλούσε ευθέως για “ολοφάνερη κομμουνιστική εξέγερση”.
Σε συνάντηση που είχε ο Φίλοφ μια εβδομάδα μετά την εξέγερση με τον Γερμανό πρεσβευτή στη Σόφια, Άντιλφ Μπέκερλι, και συγκεκριμένα στις 6 Οκτωβρίου 1941, του έδινε αναλυτική περιγραφή της εξέγερσης την οποία ο Γερμανός διπλωμάτης έσπευσε να τηλεγραφήσει αμέσως στο Βερολίνο. Όπως ανέφερε:
“Στις 28 Σεπτεμβρίου εξερράγη η εξέγερση. Επεκτάθηκε σε περίπου 30 χωριά, δυτικά και βόρεια της Δράμας. Έλαβαν μέρος περίπου 2.000 άτομα. Ορμητήριο υπήρξε το χωριό Δοξάτο. Εκεί δέχθηκε επίθεση η αστυνομική φρουρά. Οι εξεγερθεντες ήταν άψογα εξοπλισμένοι. Εκτός από τουφέκια κατείχαν πολυβόλα όπλα. Οι αστυνομικοί οχυρώθηκαν στο αστυνομικό τμήμα και ήρθαν σε επαφή με τον διευθυντή της Αστυνομίας στη Δράμα. Ο διευθυντής με 12 χωροφύλακες έσπευσε προς βοήθειά τους. Δεν κατάφεραν ωστόσο τίποτα και αναγκάστηκαν και οι ίδιοι να αποσυρθούν στο αστυνομικό τμήμα. Στη διάρκεια της νύχτας οι εξεγερθέντες αφού τουφέκισαν δύο αστυνομικούς, πυρπόλησαν το κτίριο. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Μια ομάδα 6 ατόμων σκοτώθηκε. Μια άλλη ομάδα αστυνομικών, αφού απώλεσε δύο άτομα, κατάφερε να δραπετεύσει. Προφανώς το σχέδιο των εξεγερθέντων ήταν να επεκτείνουν την εξέγερση σε γειτονικά χωριά και να προκαλέσουν απόσυρση των αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων από τη Δράμα, πράγμα όμως που δε συνέβη. Οι εξεγερθέντες περικύκλωσαν τη Δράμα και την απέκοψαν από τον εξωτερικό κόσμο, με αποτέλεσμα για 48 ώρες περίπου να μην είναι δυνατή καμιά επικοινωνία με την πόλη. Ανατίναξαν επίσης τη σιδηροδρομική γραμμή στην Αγγίστα. Με την επέμβαση των βουλγαρικών χερσαίων και αεροπορικών δυνάμεων καταπνίγηκε οριστικά η εξέγερση. Σκοτώθηκαν περίπου 20-30 Βούλγαροι αστυνομικοί και οπλίτες. Οι εξεγερθέντες αποσύρθηκαν στο όρος Φαλακρό, αφού παρέλαβαν μαζί τους μερικούς αντιδημάρχους ως ομήρους. Εξουδετερώθηκαν εκεί μετά από επίθεση του στρατού. Οι όμηροι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Από χτες επικρατεί σχετική ηρεμία, παρά τα μεμονωμένα μικροεπεισόδια. Έχει σημασία το γεγονός ότι πρόκειται ολοφάνερα για μία κομμουνιστική εξέγερση. Βρέθηκαν προκηρύξεις που τυπώθηκαν προφανώς στη Θεσσαλονίκη και έχουν φανερά κομμουνιστικά συνθήματα. Ο πρωθυπουργός μου άφησε μια από αυτές τις προκηρύξεις, την οποία υποβάλλω μεταφρασμένη στα γερμανικά. Θα μου δώσει περισσότερες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Τα τρόφιμα των εξεγερθέντων δεν προέρχονται από τη Βουλγαρία. Βρέθηκαν μπισκότα αγγλικής προέλευσης. Από όλες τις πληροφορίες προκύπτει ότι η εξέγερση αποτελεί μόνο μια πρώτη απόπειρα. Οι εξεγερθέντες, στους οποίους αναφέρθηκε ότι και σε άλλες περιοχές της Βουλγαρίας έχουν καταβληθεί προσπάθειες εξέγερσης, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή…”[18].
Το Υπουργείο Εξωτερικών του Γ΄ Ράϊχ
Ένα μήνα αργότερα, στις 13 Οκτωβρίου 1941, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών του Τρίτου Ράϊχ, Ernst Weisacker, με βάση τα στοιχεία που του είχε παραδώσει ο Βούλγαρος υπυοργός Εξωτερικών, Ιβάν Ποπόφ, συνέταξε υπόμνημα στο οποίο ανέφερε ότι:
“…Ο κομμουνιστικός χαρακτήρας της εξέγερσης εξακριβώθηκε πλήρως. Οι εξεγερθέντες ήταν 1) Έλληνες από τον ντόπιο πληθυσμό, 2) Έλληνες που κατοικούν δυτικά του Στρυμόνα, 3) Έλληνες που τους τελευταίους 2-3 μήνες μετοίκησαν από την περιοχή της Δράμας προς τα δυτικά του Στρυμόνα. Οι ηγέτες ανήκουν στην κομμουνιστική οργάνωση Δράμας. Η προπαγάνδα ασκήθηκε σε έντονους κομμουνιστικούς τόνους και η κίνηση αποσκοπούσε στην ανατροπή της βουλγαρικής εξουσίας και στην εγκαθίδρυση μιας σοβιετικής εξουσίας. Οι περισσότερες προκηρύξεις έφεραν το σφυροδρέπανο…”[19]
O ιστορικός Σπύρος Σφέτας που ερεύνησε τα γεγονότα της Δράμας, αν και θεωρεί ότι δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί τα σχετικά με την οργάνωση, εξέλιξη και κατάπνιξη της εξέγερσης, εντούτοις σημειώνει με έμφαση: “Η εξέγερση της Δράμας παρά το γεγονός ότι εκδηλώθηκε πρόωρα και οργανώθηκε υπό την επήρεια συναισθηματικής φόρτισης από το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν είχε στην ουσία ταξικό, αλλά εθνικό χαρακτήρα. Αποτελούσε την απάντηση του λαού της Ανατολικής Μακεδονίας ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων στη σκληρή βουλγαρική κατοχή”[20].
Καταλήγοντας πρέπει να αναφέρουμε το συμπέρασμα στο οποίο οδηγηθήκαμε κι εμείς, μετά από πολυετή έρευνα, μαρτυρίες και ντοκουμέντα σχετικά με τα γεγονότα της Δράμας, το Σεπτέμβριο του 1941 και τη χαλκευμένη θεωρία της “προβοκάτσιας” και της παρακίνησης, από τους Βούλγαρους κατακτητές, των στελεχών του ΚΚΕ Δράμας να ξεσηκωθούν. Όπως υπογραμμίζαμε:
“Θεωρητικός” αυτής της άποψης ήταν ο διορισμένος από τις κατοχικές Αρχές επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας και αργότερα μέχρι τέλους της Κατοχής, Γενικός διοικητής Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο οποίος μετά την Απελευθέρωση συνέγραψε σειρά βιβλίων για να δικαιολογήσει τις υπηρεσίες που προσέφερε στις δυνάμεις κατοχής. Στα βιβλία αυτά, για να “αποδείξει” ότι οι κομμουνιστές της περιοχής συνεργάστηκαν με τις βουλγαρικές φασιστικές αρχές στην προετοιμασία και την οργάνωση της εξέγερσης, την εμφανίζει ως σκηνοθετημένη”[21].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] ΕΛΙΑ, φακ.2 (1941), 32, Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου προς; το Υπουργείο Εσωτερικών, 5-10-1941 “Έκθεσις πρώτη επί των λαβόντων χώραν γεγονότων εν τη Ανατολική Μακεδονία κατά την λήξασαν εβδομάδα.
[2] ΕΛΙΑ, Χρυσοχόου, ό.π., Έκθεσης 2η 8-10-1941, Έκθεσης 3η 20-10-1941 και Έκθεσης 4η 30-11-1941
[3] Αθανάσιος Χρυσοχόου Η Κατοχή εν Μακεδονία, Βιβλίον Πρώτον, Η δράσις του ΚΚΕ, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1949, σ. 15
[4] Στο ίδιο, σ. 25-27
[5] Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941, μια παρεξηγημένη εξέγερση, Καστανιώτης, Αθήνα 2011, σ. 265
[6] Δημήτριος Πασχαλίδης – Τάσος Χατζηαναστασίου, Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941, ΔΕΚΠΟΤΑ Δήμου Δράμας , Δράμα 203, σ. 288-289
[7] Δημήτριος Πασχαλίδης – Τάσος Χατζηαναστασίου, στο ίδιο, σ. 289
[8] Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Η βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, επιμέλεια Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, , Παρατηρητής, Θεσσαλιονίκη 2002, σ. 205-206
[9] Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον Ελληνικό Βορρά, Αντίσταση και τραγωδία. Το ημερολόγιο του (τότε) ταγΜατάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, τόμ.2, Παπαζήσης, Αθήνα 1997, σ. 596
[10] Εφημερίδα Slovo, Σόφια, 4 Οκτωβρίου 1941.
[11] Εφημερίδα Zora, Σόφια, 5-10-1941 και 7-10-1941
[12] Εφημερίδα Belomorσκα Bulgaria,Ξάνθη, 14 Οκτωβρίου 1941
[13] Georgki Daskalov, Dramskoto vastanie 1941, Sofia 1992, s. 40-47
[14] Georgki Daskalov, ό.π., σ.234
[15] Georgki Daskalov, ό.π., σ. 235-236
[16] Παντελέϊ Στέρεφ, “Ορισμένες εκδηλώσεις της εν όπλοις συναδέλφωσης των Ελλήνων και Βουλγάρων πατριωτών”, Περιοδικό Εθνική Αντίσταση, Συλλογή 9η, Δεκέμβρης 1966, σ.937
[17] Τάσος Χατζηαναστασίου, “Η βουλγαρική άποψη για τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος 1941) και την κατοχή στην Αν. Μακεδονία και Δυτ. Θράκη (1941-1944)”, Η Δράμα και η περιοχή της, ιστορία και πολιτισμός, Β΄επιστημονική συνάντηση, Δράμα 18-22 Μαίου 1994, Δήμος Δράμας, ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1998, σ. 764
[18] Bekerle προς Υπουργείο Εξωτερικών, Politisches Archiv des Auswartigen Amtes, Buro des Statssketars, Bulgaria, Bd. 3, Iuli 1941 – Feb. 1942 (έγγρ. 6-10-1941) στο Σπύρος Σφέτας “Η εξέγερση της Δράμας και η στάση των Γερμανών” στο Η Δράμα και η περιοχή της, ιστορία και πολιτισμός, Β΄επιστημονική συνάντηση, Δράμα 18-22 Μαίου 1994, Δήμος Δράμας, ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1998, σ. 727
[19] Aufzeichnung uber den Empfangg des Bulgagrischen Aussenministers Popoff durch den Hern Reichsaussenminister ib Berlin am 26 November 1941 vom 20.40-21.16 Uhr, PA AA, Bulgarien, Abteilung Inland II g., Bd. 2, 1941
[20] Σπύρος Σφέτας “Η εξέγερση της Δράμας και η στάση των Γερμανών” στο Η Δράμα και η περιοχή της, ιστορία και πολιτισμός, Β΄ επιστημονική συνάντηση, Δράμα 18-22 Μαΐου 1994, Δήμος Δράμας, ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1998, σ. 731
[21] Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941, μια παρεξηγημένη εξέγερση, Καστανιώτης, Αθήνα 2011, σ. 264
Από farosthermaikou.blogspot.com