Σαν σήμερα, 13 Οκτωβρίου του 1985, έφυγε από τη ζωή ο Τάσσος, κορυφαίος Ελληνας χαράκτης και ζωγράφος. «Εικονογράφησε» ανεπανάληπτα τη σύγχρονη ελληνική ιστορία στις μεγάλες, αλλά και στις καθημερινές, στιγμές.
Ακολουθούν χαρακτηριστικά έργα του Τάσσου (Τάσσος Αλεβίζος) κι ένα απόσπασμα από ένα αφιέρωμα στο έργο του (δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη», με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατο του, και γράφτηκε από τη συνάδελφο Ηλιάνα Μόρτογλου).
Χαρακτητιστικά έργα του Τάσσου
Διαχρονική, οικουμενική παρακαταθήκη
«Ο Α. Τάσσος γεννήθηκε στη Μεσσηνία. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε στο Παρίσι, στη Ρώμη και στη Φλωρεντία. Το 1930 γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ. Ο αλβανικός πόλεμος βρίσκει το δάσκαλο του Τάσσου , τον Γ. Κεφαλληνό, και τους επίλεκτους μαθητές του, μπροστάρηδες στην ενίσχυση του πρώτου αντιφασιστικού αγώνα των Ελλήνων. «Τι έδωσες εσύ;», τιτλοφορείται μια από τις αφίσες του Α. Τάσσου για τη μάχη κατά του Μουσολίνι. Κι ακολουθούν τα χρόνια της Κατοχής και της ηρωικής Εθνικής Αντίστασης. Τα χρόνια 1940-1944 ο Τάσσος παίρνει μέρος ως στέλεχος της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ. Δουλεύει στην Επιτροπή Διαφώτισης της ΚΟΑ, με καθοδηγήτρια την Ηλέκτρα. Οι πιο επίλεκτοι μαθητές του Κεφαλληνού πρωτοστάτησαν με τα έργα τους στην προπαγάνδιση της ΕΑΜικής Αντίστασης. Λ. Μαγγιώρου, Β. Κατράκη, Φ. Ζαχαρίου, Μ. Μακρής, Σπ. Βασιλείου, Κ. Γραμματόπουλος, Α. Αστεριάδης, Χρ. Δαγκλής, Γ. Σικελιώτης, και άλλοι ζωγράφοι και χαράκτες, άνδρωσαν με τα έργα τους την επική μάχη της λευτεριάς.
Ξεχωριστή και πολύτιμη ήταν η προσφορά του Τάσσου στον παράνομο Αντιστασιακό Τύπο. Οπως ο ίδιος ανέφερε, «δουλεύαμε πλάι στα παράνομα τυπογραφεία, φτιάχνοντας σε ξύλο και λινόλεουμ τις μήτρες για τις αφίσες και τα συνθήματα των αντιστασιακών οργανώσεων». Το σημαντικότερο έντυπο του οργανωμένου αγώνα του ελληνικού λαού για τη λευτεριά του ήταν το λεύκωμα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που κυκλοφόρησε στις 25 του Μάρτη του 1943. Η επεξεργασία της έκδοσης έγινε στο ατελιέ του Μ. Μακρή, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα, στο Παγκράτι. Στο λεύκωμα δημιούργησαν ξυλογραφίες οι: Βάσω Κατράκη, Λουκία Μαγγιώρου, Τάσσος Αλεβίζος και Γιώργος Βελισσαρίδης. Το επόμενο λεύκωμα κυκλοφόρησε το 1945, από την ομάδα των καλλιτεχνών και λογοτεχνών της Εθνικής Αντίστασης, με τίτλο «Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά». Το κοσμούσαν ξυλογραφίες των: Γ. Βελισσαρίδη, Α. Τάσσου και Λ. Μαγγιώρου.
Ακολουθεί την Πρωτομαγιά του 1945, επέτειο της εκτέλεσης το 1944 διακοσίων πατριωτών από τους κατακτητές, το λεύκωμα «Θυσιαστήριο της λευτεριάς», με ξυλογραφίες των: Αλ. Κορογιαννάκη, Γ. Βελισσαρίδη, Β. Κατράκη, Α. Τάσσου , Λ. Μαγγιώρου, Γ. Μανουσάκη. Το 1944 το ΕΑΜ εικαστικών καλλιτεχνών αποφασίζει να συμμετάσχει στην πανελλήνια έκθεση η οποία τελούσε υπό το άγρυπνο μάτι των κατακτητών. Το αποτέλεσμα: Οι Γερμανοί σταμάτησαν την έκθεση σε λίγες μέρες και έκλεισαν για 40 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ τον Τάσσο και τους: Κεφαλληνό, Κορογιαννάκη, Κανά.
Παρά τις δυσκολίες και τις στερήσεις ο Τάσσος πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη ενός μαζικού, προοδευτικού, πολιτιστικού κινήματος και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική. Το έργο του, πρωτότυπο, ρωμαλέο και σύγχρονο, αποτυπώνει το σφυγμό, το πάθος, τις ελπίδες και τους αγώνες του λαού μας, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην ελληνική και παγκόσμια χαρακτική. Η καλλιτεχνική του δύναμη και ελευθερία δεν μπορούσε παρά να εκφραστεί σε μεγάλες επιφάνειες. Επιφάνειες που παρά το μαυρόασπρο συνήθως χρώμα τους, το μέγεθος, τη δωρική επικότητα της φόρμας και του περιεχομένου τους, είναι ανάλαφρες και φωτεινές. Κρύβουν μία απίστευτη τρυφερότητα. Εχουν το μέτρο του ανθρώπου και του κόσμου.
Παράλληλα με τη χαρακτική δημιουργία, ο Τάσσος υπηρέτησε με μεράκι την τέχνη του βιβλίου. Το σύνολο των βιβλίων που εικονογράφησε ξεπερνούν τα εξήντα, σ’ ένα διάστημα 45 χρόνων. Πρόκειται για βιβλία στα οποία σχεδίασε εξ αρχής την εικονογράφηση και όχι για εκδόσεις στις οποίες ανατυπώθηκαν γνωστές ξυλογραφίες του. Αμέσως μετά τον πόλεμο, και συγκεκριμένα το 1945, ιδρύεται από το ΚΚΕ η εκδοτική εταιρεία «Τα Νέα Βιβλία» και ο Α. Τάσσος αναλαμβάνει καλλιτεχνικός υπεύθυνος. Στα τρία χρόνια λειτουργίας της, κυκλοφόρησαν βιβλία με κοινωνικό περιεχόμενο, ιστορικές μονογραφίες, μελέτες για σπουδαίους ποιητές, καθώς και παλαιότερες ή νέες ποιητικές συλλογές. Σ’ αυτή την περίοδο συνεργάζεται με την Αυγή Σακαλή, την Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, τον Βασίλη Ρώτα, τον Μενέλαο Λουντέμη και το στενό του φίλο Δημήτρη Φωτιάδη. Ειδικά για την έκδοση του «Μακρυγιάννη» σχεδίασε ένα υπέροχο εξώφυλλο με την αυστηρή, αλλά και ταυτόχρονα φιλική μορφή του αγωνιστή.
Ως καλλιτεχνικός σύμβουλος του τυπογραφείου Ασπιώτη – Ελκα από το 1948, γνώρισε τις νέες εξελίξεις στην τυπογραφία και ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλιοφιλικών εκδόσεων. Παράλληλα – και για δέκα χρόνια – συνεργάστηκε με τον τότε Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων. Ακόμη, προχώρησε σε προσωπικές εκδόσεις λευκωμάτων. Οι εκδόσεις αυτές ξεκινούν το 1953 με το λεύκωμα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη».
Η στροφή του χαράκτη, που παρατηρείται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, είναι εμφανής στα «Ματωμένα χώματα» (1963), ενώ το 1965 οι ολοσέλιδες ξυλογραφίες του κοσμούν την έκδοση, σε συνεργασία με τον Γ. Σεφέρη, «Ασμα Ασμάτων». Εγχρωμες ξυλογραφίες και πολλά διακοσμητικά, όλα χαραγμένα σε όρθιο ξύλο, περιλαμβάνει η «Ανάβαση» του Ξενοφώντα (1969) και η δίτομη «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη (1974). Η τελευταία προσωπική του έκδοση ήταν η «Λυσιστράτη» (1978), η οποία περιλαμβάνει 24 έγχρωμες ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο που χρειάστηκαν 110 διαφορετικές πλάκες για τη χάραξη των χρωμάτων. Από την ενασχόλησή του με το βιβλίο, σημειώνουμε ακόμη τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου (επετειακή έκδοση του 1979).
Ενας ακόμη σημαντικός τομέας δημιουργίας για τον Α. Τάσσο υπήρξε το γραμματόσημο και είναι ο πρώτος που το περνάει στην πολυχρωμία. Ακόμη, δημιούργησε το κυπριακό γραμματόσημο από την πρώτη μέρα της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ασχολήθηκε και με την αγιογραφία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Στάθμης», πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, ενώ τιμήθηκε με το βραβείο Χαρακτικής στην Πανελλήνια Εκθεση Κλασικών Τεχνών (1938), με το Κρατικό Μετάλλιο Χαρακτικής (1940), με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για τις Εκδόσεις Αθηνών, με βραβείο στην Μπιενάλε Κρακοβίας, κ.ά».