Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Oι ταινίες της εβδομάδας: Aga – Little Joe

Άγα – Aga 2018 Διάρκεια: 96′ Σκηνοθεσία: Μίλκο Λαζάροφ Πρωταγωνιστούν: Μιχαήλ Απροσίμοφ, Θεοντόσια Ιβάνοβα, Σεργκέι Εγκόροφ Όταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει να..

Άγα – Aga

2018

Διάρκεια: 96′

Σκηνοθεσία: Μίλκο Λαζάροφ

Πρωταγωνιστούν: Μιχαήλ Απροσίμοφ, Θεοντόσια Ιβάνοβα, Σεργκέι Εγκόροφ

Όταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει να συνομιλήσει με το παρελθόν, και μάλιστα με το κινηματογραφικό παρελθόν, με μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον. Ο Βούλγαρος δημιουργός Μίλκο Λαζάροφ έφυγε από τη χώρα του και ταξίδεψε μέχρι τη ρωσική Γιουκατία, την περιοχή με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες στον κόσμο, για να γυρίσει μία ταινία – ετεροχρονισμένη απάντηση/συνέχεια  στο θρυλικό Ο Νανούκ του Βορρά  του Ρόμπερτ Φλάερτι.

Στην αρχή της ταινίας ο Φλάερτι μας ανακοινώνει το βιολογικό τέλος του αγαπημένου του Νανούκ: πέθανε από την πείνα όταν είχε εκδράμει για να πιάσει τάρανδους, χωρίς να ξέρει πως  το πρόσωπο του είχε κάνει το γύρο του κόσμου. Ο Λαζάροφ εκατό χρόνια αργότερα έρχεται για να προσπαθήσει να γράψει το πολιτισμικό τέλος του Νανούκ. -Ο ομώνυμος ήρωας του ζει μαζί με τη Σέντα, τη γυναίκα του, μακριά μέσα στην παγωμένη τούντρα, σ’ένα παράπηγμα φτιαγμένο από δέρματα, μόνοι οι δυο τους να αντιμετωπίζουν τον ήλιο, το κρύο, τον άνεμο και τον απέραντο ορίζοντα, λες και είναι οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο.

Αυτός ο Νανούκ του 21ου αιώνα μοιάζει με έκπτωτο άγγελο. Είναι μόνος μαζί με το ταίρι του. Ούτε παιδιά, ούτε φίλοι οι συγγενείς γύρω του, ούτε καν ζώα, παρά μόνο ο πιστός του σκύλος. Τα φυτά λιγοστεύουν, τα ζώα λιγοστεύουν, οι πάγοι λιώνουν. Η εσχατιά του Νανούκ είναι επίπλαστη. Οι γραμμές από τα αεροπλάνα που πετούν καθημερινά πάνω από τα κεφάλια τους τους θυμίζουν συνέχεια πως δεν είναι μόνοι τους, πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω που εισβάλει, ακόμα και αθέατος, στον δικό τους. Ο Νανούκ κι η Σέντα είναι μόνοι μέσα στην ερημιά, σαν τους πρωτόπλαστους που τιμωρούνται για ένα αμάρτημα που δεν γνωρίζουν πως έχουν διαπράξει. Ο Νανούκ του Λαζάροφ είναι η σκιά του προηγούμενου, γερασμένος, με λιγοστές δυνάμεις, αφηρημένος, να μην προσέχει καν την ανοικτή πληγή που τρώει τα σωθικά της γυναίκας του.

Οι δυο τους μιλούν συνέχεια για το παρελθόν. Πως ήταν παλιά τα ζώα, το κυνήγι. Το παρελθόν κρύβει κι άλλη μια πληγή που τρώει τα σωθικά της Σέντα. Η αγαπημένη κόρη που έφυγε, που πρόδωσε. Η Σέντα παρακαλεί τον τυφλωμένο από την οργή Νανούκ, του λέει πως ήρθε η ώρα πια να συγχωρέσει. Βλέπει όνειρα πως ακολουθεί ένα ζώο και μπαίνει σε μια φωτεινή τρύπα και χάνεται. Κι έπειτα χάνεται για πάντα από το πλευρό του Νανούκ. Τότε ο Νανούκ, απελπισμένος, ηττημένος, καταρρακωμένος, ξεκινάει τη μεγάλη πορεία για πάει να βρει την Άγα, την κόρη τους.

Οι διαφορές μέσα σε αυτόν τον αιώνα που χωρίζει τις δυο ταινίες δεν εξαντλούνται μόνο στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη ζωή των τελευταίων ακριτών του πλανήτη μας. Η κινηματογραφική τεχνική έχει εκτοξευτεί στα ύψη προσφέροντας απίστευτης ποιότητας αισθητική απόλαυση. Από το πρωτόγονο, χοντροκομμένο για τα μάτια μας ασπρόμαυρο του 1920 έχει μεταπηδήσει σε μια διαυγή απεικόνιση της λευκής απεραντοσύνης, τη συνέχεια της μεγάλης αφήγησης του Φλάερτι με ολοζώντανα χρώματα και ήχους που καταφέρνουν να φέρουν το τέλος του κόσμου και τους ατέλειωτους ορίζοντες μέσα στο πεπερασμένο, σκοτεινό χώρο της κινηματογραφικής αίθουσας. Το οικείο’ εδώ’ σμίγει με το ανοίκειο ‘εκεί’ και η κινηματογραφική ιστορία συναντάει το κινηματογραφικό παρόν για να μιλήσει και πάλι για τον Νανούκ .

Σήμερα ο κόσμος του Νανούκ  πεθαίνει. Η ομορφιά που έβρισκε ο Φλάερτι στον απάνθρωπα σκληρό αγώνα μιας χούφτας ανθρώπων να επιβιώσουν ενάντια σε κάθε λογική μέσα στους πάγους, η αγνότητα τους που ήταν άμεση συνυφασμένη με την έλλειψη ιστορίας, καθώς το μόνο που υπήρχε ήταν το παρόν, ο χρόνος όπως τον καθόριζε η ελλειπτική τροχιά του Ήλιου, δεν υπάρχει πια. Έχει δώσει τη θέση της στη θλίψη που γεννάει η Ιστορία, μαζί με το συναίσθημα ότι όλα κάποτε θα τελειώσουν.  Η ζωή του Νανούκ και της Σεντα έχει πριν. Ένα πριν που αναπολούν, γεμάτο ζώα για να κυνηγήσουν, ένα πριν μιας κανονικότητας που έχει πλέον παρέλθει. Ένα πριν με την Άγα, που διάλεξε έναν άλλο δρόμο. Που μεγάλωσε και έφυγε.

Ο Νανούκ του Λαζάροφ είναι αποκαθαρμένος από το φωτοστέφανο του ‘ευγενούς αγρίου’, απομαγεμένος. Γέρος και μόνος περπατάει προς τον πολιτισμό, την πηγή της δυστυχίας, αφήνοντας πίσω του για πάντα την άσπιλη καθαρότητα του απέραντου χιονιού.

Το λουλούδι της ευτυχίας – Little Joe

2019

Διάρκεια: 105’

Σκηνοθεσία: Τζέσικα Χάουσνερ

Πρωταγωνιστούν: Έμιιλι Μπήκαμ, Μπεν Ουίσο, Κέρρυ Φοξ

Αγαπημένη του φεστιβάλ των Καννών και βραβευμένη στη Βενετία για το Προσκύνημα στη Λούρδη, η αυστριακή Χάουσνερ συμμετείχε πέρυσι για πρώτη φορά στο επίσημο διαγωνιστικό των Καννών με το Λουλούδι της Ευτυχίας, την πρώτη της αγγλόφωνη ταινία και κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας  για την πρωταγωνίστρια της ‘Εμιλι Μπήκαμ.

Η Μπήκαμ υποδύεται την Άλις, ερευνήτρια βιογενετικής, η οποία δουλεύει σε ένα ερευνητικό κέντρο και έχει αναλάβει τη δημιουργία και επιστασία ενός ιδιαίτερου φυτού, το οποίο θα φέρνει ευδαιμονία και χαρά σε όσους ζουν κοντά του και εισπνέουν τη γύρη του. Η Άλις ονομάζει το φυτό Μικρό Τζο (το οποίο είναι και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας)  με  αναφορά στον Τζο, τον προέφηβο γιο που μεγαλώνει μόνη της και στον οποίο χαρίζει ένα από τα πρώτα της φυτά. H Άλις περνάει όλη σχεδόν την μέρα της με τον συνάδελφο της Κρις μέσα στο φυτώριο και έχει δοθεί ψυχή και σώματι στον Μικρό Τζο που μοιάζει σαν να έχει ξεχάσει πως την έχει ανάγκη όχι μόνο το παιδί – δημιούργημα αλλά και το πραγματικό παιδί.

Όταν η Μπέλα, μία από τις πιο παλιές ερευνήτριες του κέντρου, αναγκάζεται να κάνει ευθανασία στον σκύλο της που μύρισε το φυτό και αποκαλύπτει στην Άλις πως ο Μικρός Τζο με τη γύρη του αλλοιώνει τον χαρακτήρα ανθρώπων και ζώων που βρίσκονται κοντά του, η Άλις αρνείται να το δεχτεί και να βάλει σε κίνδυνο το πρόγραμμα παρά πολλές σοβαρές ενδείξεις για την τοξικότητα της γύρης του Μικρού Τζο. Μόνο όταν παρατηρήσει μεγάλες αλλαγές στη συμπεριφορά του γιου της θα αρχίσει να υποψιάζεται πως το επιστημονικό της δημιούργημα δεν είναι τόσο αθώο όσο η ίδια θα ήθελε να πιστεύει.

Ένα μάλλον φιλόδοξο εγχείρημα που κινείται ανάμεσα στο θρίλερ, την επιστημονική φαντασία , την κοινωνική καταγραφή/κριτική και την ανάπτυξη χαρακτήρων στα πλαίσια του δράματος, στο μοτίβο της ανάμειξης ειδών που τείνει να γίνει μόδα. Όμως για να πετύχει η συνταγή πρέπει να είναι ο σκηνοθέτης και ολίγον μάγκας (ή έστω, ολίγον Μπο Τζουν Χο). Αλλιώς καταλήγει σε κάτι που, ενώ ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, στο τέλος παραπαίει από το ένα είδος στο άλλο χωρίς σαφή προσανατολισμό. Η κεντρική γυναικεία  φιγούρα – μόνη, χωρίς σύντροφο, να σηκώνει μόνη το βάρος της γονεϊκότητας και να καλείται συνεχώς να επιλέξει ανάμεσα στο παιδί και την καριέρα της – σηκώνει όλο το σεναριακό βάρος, καθώς η κάμερα είναι σχεδόν συνέχεια στραμμένη επάνω της. Με ελάχιστες συσπάσεις των μυών του προσώπου της – το βραβείο γυναικείας ερμηνείας σε μια τόσο εσωτερικευμένη ερμηνεία δεν μπορώ να το κατανοήσω – η Μπήκαμ/Άλις καλείται να διαχειριστεί το ρόλο της ως επιστήμονα και ο,τι αυτό συνεπάγεται στο πεδίο της ηθικής καθώς και την ταυτότητα της ως μητέρα, η οποία αμφισβητείται από το τον Μεγάλο Τζο που βρίσκεται υπό την επήρεια του Μικρού. Η φωτογραφία προσπαθεί να σώσει ο,τι μπορεί, κινηματογραφώντας σε ασηπτικούς παλ τόνους το εργαστήριο, τα φώτα, τις στολές και τα ρούχα των πρωταγωνιστών, και αφήνοντας τις έντονες, σεξουαλικές αποχρώσεις του κόκκινου για το φυτό και τα μαλλιά της Άλις.

 Οι συγκρούσεις όμως, τόσο στο σπίτι όσο και στο ερευνητικό κέντρο, είναι αδύναμες, άνευρες. Και, το πιο σημαντικό, λείπει τελείως το σασπένς, σε καμιά στιγμή δεν αισθάνεται ο θεατής την τρίχα να σηκώνεται κάγκελο περιμένοντας με αγωνία τι θα γίνει στην επόμενη στιγμή. Στην προσπάθεια της  να ανοίξει πολλά πεδία ανάγνωσης μέσα από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη που δεν κατάφερε να συνδέσει, η Χάουσνερ δεν κατάφερε να αναδείξει την πραγματικά πρωτότυπη ιδέα του σεναρίου της: η ευτυχία δεν χρειάζεται απαραίτητα να βασίζεται στην αλήθεια. Στην κοινωνία της παραίτησης η ντρόγα αρκεί. 

Απόψεις