Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο τόσο παρεξηγημένος ρόλος των γλωσσολόγων

Η γλωσσολογία είναι μια σχετικά νεαρή επιστήμη με ιστορία δύο αιώνων ως ιστορικοσυγκριτική εξέταση των γλωσσών και μόλις μερικών δεκαετιών όσον αφορά την ολόπλευρη και κυρίως συγχρονική προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου, οπότε δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στον πολύ κόσμο. Ακούγοντας ο μέσος άνθρωπος τον όρο «γλωσσολόγος», πιστεύει είτε ότι είναι κάποιος που γνωρίζει πολλές ξένες γλώσσες, είτε ότι είναι αυτός που «μας διδάσκει τη σωστή χρήση της γλώσσας», είτε –στην καλύτερη περίπτωση– πως είναι εκείνος που ερευνά μόνο την ιστορία και την ετυμολογία των λέξεων. – του Δημήτρη Καλαμπούκα

Ο Κοινωνιογλωσσολόγος & Ιστορικός γλωσσολόγος, Δημήτρης Καλαμπούκας, μας έστειλε το παρακάτω άρθρο το οποίο αναφέρεται σε σύγχρονα γλωσσικά ζητήματα:

 

του Δημήτρη Καλαμπούκα

Η γλωσσολογία είναι μια σχετικά νεαρή επιστήμη με ιστορία δύο αιώνων ως ιστορικοσυγκριτική εξέταση των γλωσσών και μόλις μερικών δεκαετιών όσον αφορά την ολόπλευρη και κυρίως συγχρονική προσέγγιση του γλωσσικού φαινομένου, οπότε δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στον πολύ κόσμο. Ακούγοντας ο μέσος άνθρωπος τον όρο «γλωσσολόγος», πιστεύει είτε ότι είναι κάποιος που γνωρίζει πολλές ξένες γλώσσες, είτε ότι είναι αυτός που «μας διδάσκει τη σωστή χρήση της γλώσσας», είτε –στην καλύτερη περίπτωση– πως είναι εκείνος που ερευνά μόνο την ιστορία και την ετυμολογία των λέξεων. Αντίθετα, ως ειδικός για τη διερεύνηση της γλωσσικής πραγματικότητας θεωρείται καταχρηστικά ο φιλόλογος, παρόλο που το επιστημονικό του αντικείμενο περιορίζεται αποκλειστικά στη μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων και γενικότερα της γραμματειακής παραγωγής κατά κύριο λόγο παλαιότερων εποχών. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τις παραπάνω στρεβλώσεις φέρουν τόσο αρκετοί φιλόλογοι, οι οποίοι –ως διδάσκοντες των γλωσσικών μαθημάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση– συχνά αυτοαναγορεύονται σε «λάβρους θεματοφύλακες» της πρότυπης/επίσημης γλώσσας του κράτους, τη στιγμή που οφείλουν να είναι γλωσσολογικά ενήμεροι σε διεπιστημονικό επίπεδο όταν πραγματεύονται γλωσσικά ζητήματα, όσο και ορισμένα προβεβλημένα μέλη της γλωσσολογικής κοινότητας, τα οποία –βυσσοδομώντας πάνω στις εθνικιστικές, ελληνοκεντρικές και εν γένει ιδεολογικές προκαταλήψεις του ευρέος κοινού ή διαφόρων ομάδων πολιτικού ακτιβισμού– αναλαμβάνουν κι αυτοί ανάλογη δράση προκειμένου να αποκομίσουν δευτερεύοντα οφέλη, παραβιάζοντας κατάφωρα τον αποστασιοποιημένο επιστημονικό ρόλο της γλωσσολογίας.

Εντούτοις, όπως συνηθίζουμε να λέμε οι γλωσσολόγοι, η γλωσσολογία είναι καθαρά περιγραφική και όχι ρυθμιστική επιστήμη. Για παράδειγμα, ο André Martinet (“Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας”, Θεσσαλονίκη 3η έκδοση 1997: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σσ. 1-2) κινείται στο εξής πνεύμα:

«Και σήμερα ακόμη το κοινό, και στην περίπτωση που είναι καλλιεργημένο, αγνοεί σχεδόν την ύπαρξη μιας γλωσσικής επιστήμης που διακρίνεται από τη σχολική γραμματική και την κανονιστική δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι γλωσσολογίζοντες αρθρογράφοι. Ο σύγχρονος γλωσσολόγος, όμως, μπροστά σε φράσεις όπως: «είναι πιο μεγαλύτερο», «από ανέκαθεν», «πολύ άριστα έκαμες» δε συμμερίζεται ούτε την ιερή αγανάκτηση του καθαρολόγου ούτε την άγρια χαρά του εικονοκλάστη. Τις βλέπει απλώς ως φαινόμενα που πρέπει να επισημάνει και να εξηγήσει μέσα στο πλαίσιο των χρήσεων όπου εμφανίζονται. Δε θα βγει από το ρόλο του, αν καταγράψει τις διαμαρτυρίες και τα περιπαίγματα ορισμένων ακροατών ή την αδιαφορία των άλλων· ο ίδιος όμως ως γλωσσολόγος θ’ αποφύγει να λάβει θέση» (μετάφραση-διασκευή Αγαθοκλή Χαραλαμπόπουλου)

Οι δε James Milroy & Lesley Milroy (“Authority in Language: Investigating Standard English” = “Η αυθεντία στη γλώσσα: Διερευνώντας την πρότυπη αγγλική”, London & New York 3rd edition 1999: Routledge, σ. 7) το θέτουν πιο προκλητικά λέγοντας ότι ο γλωσσολόγος “θα ήταν εξαιρετικά ανόητο [foolish] να επιτρέψει στις προσωπικές του προκαταλήψεις και αντιλήψεις περί ορθότητας να μπουν ανάμεσα στον ίδιο και τα δεδομένα του” αντί “να κάνει επαρκώς τη δουλειά του” με το “να δίνει μια σαφή περιγραφή της γλώσσας, να περιγράφει πώς τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα και πώς οι γλώσσες αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου” (η μετάφραση δική μου). Η γλωσσολογία, λένε παρακάτω (σσ. 7-9), δεν αρνείται τη διδασκαλία της πρότυπης γλώσσας, ούτε υποθάλπει την άγνοια εν ονόματι μιας υποτιθέμενης «γλωσσικής δημοκρατίας», όπως ισχυρίζονται αρκετοί καθαρολόγοι. Αντίθετα, έχει δείξει ότι η αναγνώριση και της «ποικιλότητας» (variation) εμπλουτίζει τη διδασκαλία και την εκμάθηση της γλώσσας.

Άλλωστε, είναι πλέον κοινός τόπος αυτό που επισημαίνει η Suzanne Romaine (“Language in Society: An Introduction to Sociolinguistics” = “Η γλώσσα στην κοινωνία: Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία”, Oxford 1994: Oxford University Press, σ. 86), ότι δηλαδή:

«Οι νόρμες που επιβάλλονται από λεξικά, γραμματικές, εκδοτικούς οίκους κτλ. είναι «ρυθμιστικές» και όχι «περιγραφικές» με την έννοια ότι σκοπός τους είναι να πουν στους ανθρώπους τι να κάνουν και όχι να περιγράψουν αυτό που πράγματι συμβαίνει, εν πολλοίς με τον ίδιο τρόπο που τα εγχειρίδια καλής συμπεριφοράς λένε στους ανθρώπους πως είναι αγενές να τρώνε τα μπιζέλια με το μαχαίρι. Παρ’ όλ’ αυτά, αποτελεί περιγραφικό γεγονός το ότι μερικοί άνθρωποι όντως τρώνε τα μπιζέλια με μαχαίρι, όπως ακριβώς το ότι πολλοί ομιλητές της αγγλικής δεν ακολουθούν τους κανόνες των ρυθμιστικών γραμματικών.» (η μετάφραση δική μου)

Τοποθετήσεις σαν τις παραπάνω αποτελούν άραγε ένδειξη μιας αφ’ υψηλού απαξιωτικής διάθεσης των γλωσσολόγων απέναντι στη γλωσσική κοινότητα των μη ειδικών; Μήπως είναι σημάδια ενός ελιτίστικου αναχωρητισμού σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον του τύπου: “Σιγά τώρα εμείς οι επιστήμονες μην κάτσουμε να σχολιάσουμε το τι λέει ο κάθε άσχετος, αφήστε μας στην ησυχία του γραφείου μας, μη μας ανακατεύετε μ’ όλ’ αυτά!”; Ή μήπως είναι απλώς ένα δογματικό καπρίτσιο που μας παγιδεύει στο «ψευτοδίπολο»: περιγραφή ≠ ρύθμιση; Ωστόσο, σε πείσμα όσων θα ήθελαν καταφατική την απάντηση, ο λόγος για τον οποίο οι γλωσσολόγοι υιοθετούν αυτή τη στάση απέναντι στη γλωσσική πραγματικότητα είναι πολύ πιο σοβαρός και συνάμα «ταπεινός»: δεν υπάρχουν αντικειμενικά και αναντίρρητα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσαν να αξιολογηθούν οι γλωσσικοί τύποι και κανόνες ώστε να μπορούν να διατυπωθούν οποιουδήποτε είδους επιστημονικά τεκμηριωμένες κρίσεις, προτάσεις ή υποδείξεις όσον αφορά την «καλύτερη» ή «σωστότερη» χρήση της γλώσσας. Βέβαια, οι επίδοξοι ρυθμιστές της και οι πάσης φύσεως γλωσσαμύντορες, λαθολόγοι και λαθοθήρες προσκομίζουν κάποια επιχειρηματολογία προκειμένου να υπερασπιστούν και να δικαιολογήσουν την «ορθότητα» και τη σκοπιμότητα των διορθωτικών συνταγών που εισηγούνται, η οποία όμως είναι από γλωσσολογική και ορθολογική άποψη σαθρή, έωλη ή εντελώς υποκειμενική και επομένως αυθαίρετη. Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να συνοψίσω και να ανασκευάσω τις συνηθέστερες κατηγορίες των σχετικών επιχειρημάτων.

1) Καταγωγή των γλωσσικών στοιχείων: Αφορά τα εσωτερικά και εξωτερικά, θετικά ή αρνητικά, γλωσσικά πρότυπα τα οποία καθορίζουν το γενικό προσανατολισμό της ρυθμιστικής δραστηριότητας του εκάστοτε καθαρολόγου. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να συναντήσουμε προκατειλημμένη οριζόντια προτίμηση υπέρ είτε της δημώδους είτε της λόγιας παράδοσης (π.χ. αποδείχνω, αναρρωννύω αντί αποδεικνύω, αναρρώνω αντίστοιχα), αποστροφή προς τα εμφανή άμεσα δάνεια από ξένες γλώσσες (λ.χ. χάπι, μπιτς μπαρ αντί δισκίο, παραλιακό κατάστημα [sic]), εκτός κι αν έχουν απώτερη ελληνική προέλευση (αληθινή ή παρετυμολογημένη), προς τα έμμεσα σημασιολογικά και μεταφραστικά δάνεια (π.χ. δραματικός «εντυπωσιακός, θεαματικός, τεράστιος» [< αγγλικό dramatic] και στο τέλος της ημέρας «σε τελευταία ανάλυση, την ώρα του απολογισμού» [< αγγλικό at the end of the day] αντίστοιχα) ή προς τους νεολογισμούς συλλήβδην. Ωστόσο, όσοι εγείρουν τέτοιες ισοπεδωτικές και αφοριστικές αξιώσεις γλωσσικής ομογενοποίησης παραβλέπουν το πασίδηλο γεγονός ότι ο πραγματικός εκφραστικός πλούτος των γλωσσών και προπαντός όσων διαθέτουν μακρά ιστορική πορεία και γραπτή παράδοση, σε όλες τις εποχές και σε κάθε τόπο που επικοινωνεί με το περιβάλλον και δεν αποτελεί απομονωμένη νησίδα, έγκειται στην άντληση στοιχείων απ’ όλες τις παραπάνω αστείρευτες πηγές γλωσσικού υλικού προκειμένου να συγκροτηθεί και να ανανεώνεται διαρκώς, χωρίς αυτό να συνιστά μομφή «κατωτερότητας», «ανεπάρκειας», «νόθευσης» ή «υποτέλειας» για τις ίδιες. Εξάλλου, πολλές από τις σχετικές εισηγήσεις είναι πρόχειρα και αβασάνιστα κατασκευασμένες (λ.χ. το αναρρωννύω –που συντριπτικά συχνότερα γράφεται εσφαλμένα με ένα <ν>!– πλάστηκε βεβιασμένα κατ’ αναλογία προς άλλους σχετικούς αρχαϊσμούς, παρότι μαρτυρείται μόνο με την ελληνιστική μορφή ἀναρρώννυμι), ενώ οι περισσότερες από τις προτεινόμενες «ελληνικές αποδόσεις» των άμεσων ξένων δανείων δεν είναι καν ισοδύναμες με αυτά κι ούτε διαθέτουν το ίδιο σημασιολογικό ή χρηστικό εύρος.

2) Ετυμολογία και αναγωγή στις «ρίζες»: Η «ορθότητα» της τρέχουσας μορφής των γλωσσικών στοιχείων αξιολογείται με βάση είτε τη στείρα και συχνά ελλιπή ή λανθασμένη ετυμολογική ανάλυση των συστατικών τους είτε την επιλεκτική και αναχρονιστική επίκληση δεδομένων της αρχαίας ελληνικής, από την οποία συνάγεται η αρχική και άρα «μόνη σωστή» σημασία και συντακτική συμπεριφορά τους. Κατά τη διαδικασία αυτή παραγνωρίζονται πλήρως ή μερικώς, με βιαστικά άλματα προς το «ένδοξο» και «καθαρό» παρελθόν, τα ενδιάμεσα στάδια της φωνολογικής, μορφολογικής, συντακτικής ή σημασιολογικής τους εξέλιξης, ενώ αρκετά συχνά οι τύποι, οι συντάξεις ή οι σημασίες που κρίνονται ως «εσφαλμένες» χλευάζονται και λοιδορούνται με ρηχές σοφιστείες και βαρύγδουπα ευφυολογήματα. Για παράδειγμα, το ουσιαστικό αθλίατρος “δεν είναι δυνατό να υπάρξει, γιατί θα σήμαινε «γιατρός των άθλων»!”, ο τονισμός των παρελθοντικών τύπων άνηκε, άνηκαν κτλ. “δεν ανήκει στην ελληνική γλώσσα!”, σχηματισμοί όπως να παράξουν ή έχει εισάγει “σκοτώνουν τους αρχικούς χρόνους του ἄγω, δεδομένου μάλιστα ότι κανείς δε θα πει ποτέ να (*)εξάξουν ή έχει (*)απάγει!”, η «σωστότερη» σύνταξη του τριτοπρόσωπου ρήματος αφορά είναι με εμπρόθετο αντικείμενο (σε …) όταν διατηρεί την αρχαία σημασία «αποβλέπει, αποσκοπεί» [sic], ενώ ως θέρετρο δεν μπορεί να γίνει δεκτό κάτι διαφορετικό από έναν «τόπο κατάλληλο για καλοκαιρινές διακοπές» [λόγιο διαχρονικό δάνειο < αρχαίο θέρετρον < θέμα θερε- (του θέρος «καλοκαίρι») -τρον], οπότε χειμερινά θέρετρα θα μπορούσαν δήθεν να βρεθούν μόνο στο νότιο ημισφαίριο! Τέτοιου είδους ευτελείς εξυπνακισμοί δε λαμβάνουν υπόψη ότι, στην πρώτη περίπτωση, ούτε το αστροπελέκι μπορεί να είναι το «πελέκι των άστρων» αλλά «της αστραπής», αφού έχει μεσολαβήσει το φαινόμενο της «απλολογίας» (haplology), κατά το οποίο –όταν σε κάποιο τύπο συνυπάρχουν αλλεπάλληλες ακολουθίες όμοιων ή παρόμοιων φθόγγων– μία από αυτές τείνει να αποβάλλεται· όσο πιο πολυσύλλαβη είναι η λέξη, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να υποστεί απλολογία (σύγκρινε ανημέρωτος, αποστρατικοποίηση, περιβαντολογικός, τραγικωμωδία), η οποία σημειωτέον παρατηρείται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και στην εξιδανικευμένη αρχαία ελληνική [π.χ. αρχαίο ἀμφορεύς < παλαιότερο (κυρίως ποιητικό) ἀμφιφορεύς «μεγάλο δοχείο με δύο λαβές» (στη Γραμμική Β΄ απαντούν και οι δύο παραλλαγές στον πληθυντικό: a-(pi-)po-re-we = ἀμ(φι)φορῆϝες = αττικό ἀμφορῆς = ελληνιστικό ἀμφορεῖς)]. Στη δεύτερη περίπτωση, η ρηματική βάση ανηκ- είναι συγχρονικά αδιαφανής και μη αναλύσιμη σε μορφήματα [λόγιο διαχρονικό δάνειο < ελληνιστικό ἀνήκω (αρχαία σημασία «φτάνω μέχρι») < ἀν[α]- ἥκω «έχω έρθει, έχω φτάσει»], επομένως ορισμένοι χρήστες της νέας ελληνικής προτιμούν να τονίσουν τους τύπους παρατατικού και αορίστου στην προπαραλήγουσα κατά το πρότυπο ρημάτων που είναι ή γίνονται αισθητά ως πρωτότυπα με «υπερδισύλλαβο» θέμα (σύγκρινε άναβε, άνοιξε, τα οποία επίσης ανάγονται σε «σύνθετα» –στην πραγματικότητα παράγωγα– ρήματα της αρχαίας ελληνικής). Στην τρίτη περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εν εξελίξει γλωσσική μεταβολή, η οποία κινητοποιείται από το γεγονός πως η δήλωση της συνοπτικής και συντελεσμένης ρηματικής «όψης» (aspect) ή του λεγόμενου «ποιού ενεργείας» με αναδιπλασιασμό του θέματος και όχι με την απλή προσθήκη του [-s-] ανάμεσα στο θέμα και το «κλιτικό επίθημα» (κατάληξη) είναι παντελώς ξένη προς το νεοελληνικό μορφολογικό σύστημα, οπότε έχουν αρχίσει δειλά-δειλά να εμφανίζονται κυρίως στα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα της κατηγορίας αυτής κάποιοι αναλογικοί ή «ουδετεροποιητικοί» σχηματισμοί προκειμένου να τα εντάξουν πιο οργανικά στο νεοελληνικό τυπικό (σύγκρινε να προσέξουν, έχει περιμένει, όχι να *πρόσσχουν, έχει *περιμείνει). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γλωσσικές αλλαγές δεν εξαπλώνονται αστραπιαία αλλά σταδιακά κατά κύματα, ούτε εφαρμόζονται απαραιτήτως οριζόντια σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις, αφού πρόκειται για εξαιρετικά περίπλοκα και πολυπαραγοντικά φαινόμενα, στα οποία παίζουν ρόλο ποικίλες παράμετροι, τόσο ενδογλωσσικές (π.χ. κενά του γραμματικού συστήματος, λεξιλογικά χαρακτηριστικά) όσο και εξωγλωσσικές (συχνοτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, γνωστικές κτλ.). Η τέταρτη περίπτωση αποτελεί μια εκτός τόπου και χρόνου ρυθμιστική παρέμβαση, εφόσον στη σημερινή ελληνική το ρήμα αυτό δεν εμφανίζεται καν με τη φερόμενη σημασία (στην πραγματικότητα η αρχική του σημασία ήταν «κοιτάζω προσεκτικά, αγναντεύω» και συντασσόταν με απλή αιτιατική, ενώ η συγκεκριμένη είναι μεταγενέστερη και η συμπλήρωση με το εἰς μόλις ελληνιστική), αλλά σημαίνει πλέον «αναφέρεται σε, σχετίζεται με, ενδιαφέρει» [λόγιο σημασιολογικό δάνειο < γαλλικά regarder, concerner]· το ότι δέχεται ως αντικείμενο απρόθετη αιτιατική καταδεικνύεται κι από τις φράσεις: με / σε / τον αφορά (όχι *μου / *σου / *του αφορά). Τέλος, στην πέμπτη περίπτωση, έχουμε σημασιολογική διεύρυνση («περιοχή που προσφέρεται για διακοπές κάθε είδους») λόγω πολύ περιορισμένης έως απούσας μορφολογικής διαφάνειας από συγχρονική άποψη. Θα πρέπει, γενικότερα, να καταστεί σαφές ότι η επιστημονική ετυμολογία δεν εξαντλείται μονάχα στην εύρεση της αφετηρίας των λέξεων, αλλά συμπεριλαμβάνει και όλους τους κρίκους των γλωσσικών μεταβολών που οδήγησαν διαδοχικά στη σημερινή τους μορφή και σημασία, η οποία είναι προφανές ότι σε καμιά ζωντανή γλώσσα δε θα μπορούσε να παραμείνει καθηλωμένη εσαεί στον πρώτο κρίκο της ετυμολογικής αυτής αλυσίδας.

3) «Καταστρατήγηση» των «βασικών» γραμματικών/συντακτικών κανόνων: Ορισμένες όντως πασίγνωστες γραμματικοσυντακτικές αρχές πιστεύεται από αρκετούς καθαρολόγους ότι διαθέτουν καθολική και ανεξαίρετη ισχύ τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική, με αποτέλεσμα να υπεργενικεύονται εντελώς στενόμυαλα αγνοώντας άλλους παράγοντες που τις έχουν τροποποιήσει ή ενδέχεται να εμποδίσουν την εφαρμογή τους και απορρίπτοντας όσες γλωσσικές εκφορές δεν προσαρμόζονται στην «προκρούστεια κλίνη» τους. Για παράδειγμα, στηλιτεύονται ως «λανθασμένες» ή «ασύντακτες» γλωσσικές εκφράσεις όπως πανεπιστημιούπολη ή πολυτεχνειούπολη, επέλεξέ το ή παρήγγειλέ μου, ο πάτερ Γιάννης, τρεισήμισι μέτρα ή τεσσεράμισι ώρες, ο συνήθης ύποπτος και … όλους όσους / όλων όσων … αντί (*)πανεπιστημιόπολη ή (*)πολυτεχνειόπολη, επίλεξέ το ή παράγγειλέ μου, ο πατήρ/πατέρας Γιάννης, τριάμισι μέτρα ή τεσσερισήμισι ώρες, ο *συνήθως ύποπτος και … όλους όσοι / όλων όσοι …, με το σκεπτικό ότι παραβιάζουν τους κανόνες που διέπουν τη σύνθεση των ουσιαστικών, τη χρήση της ρηματικής αύξησης, την ονοματική συμφωνία ως προς την πτώση ή το γένος, τον προσδιορισμό των επιθέτων και την πτώση του υποκειμένου των προτάσεων. Εντούτοις, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι, πρώτον, η ύπαρξη πολλών τοπωνυμίων σε -ούπολη (με α΄ συνθετικό τη γενική κάποιου ανθρωπωνυμίου) έχει δημιουργήσει στη νοητική γραμματική των χρηστών της ελληνικής έναν ειδικό μορφολογικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο –όταν το β΄ συνθετικό ενός νεολογικού ουσιαστικού είναι το -πολη– ως συνδετικό φωνήεν χρησιμοποιείται το -ού- και όχι το -ό- (σύγκρινε εργατούπολη, ζαχαρούπολη, Λιλιπούπολη, Λιμνούπολη, Μαριούπολη, μεγαλούπολη, παραγκούπολη, Σεβαστούπολη, Συμφερούπολη, τενεκεδούπολη, τσιμεντούπολη κ.τ.ό.). Δεύτερον, η αύξηση –εξωτερική και εσωτερική– έπαψε στη νέα ελληνική να δηλώνει άμεσα τον παρελθοντικό χρόνο· αποτελεί απλώς φορέα του δυναμικού τόνου ως «συλλαβική» αύξηση στους προπαροξύτονους ρηματικούς τύπους με «υποδισύλλαβο» λεξικό θέμα που αρχίζει από σύμφωνο (ή «υποτρισύλλαβο» που ξεκινάει από φωνήεν όταν πρόκειται για λόγια «χρονική» αύξηση, η οποία επιφέρει φωνολογικά καθορισμένη αλλομορφία του θέματος), οπότε οι ομιλητές θεωρούν «φυσικότερη» την επέκτασή της και στο β΄ ενικό της συνοπτικής κυρίως προστακτικής, καταλήγοντας να ταυτίζεται με το γ΄ ενικό ενεργητικού αορίστου, δεδομένου μάλιστα ότι πολλοί αναύξητοι τύποι λόγιων ρημάτων που παράγονται με προθέσεις ξενίζουν έντονα προσομοιάζοντας με ακραίους δημοτικισμούς. Η διάσημη προστακτική ἐπέστρεφε στο ομότιτλο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη προσπερνιέται αγέρωχα ως δικαιολογημένη «ποιητική αδεία»! Τρίτον, η εξασθένηση και «προθηματοποίηση» της αρχαϊστικής κλητικής προσφώνησης πάτερ είναι επόμενο να έχει οδηγήσει στην «ακλισία» της ως προτακτικού στοιχείου «χαλαρών» συνθέτων (σύγκρινε ο Αϊ-/γερο-/καπετάν /κυρ /μπαρμπα-/παπα-Γιάννης). Τέταρτον, η παρεμβολή του άκλιτου τεμαχίου -(ή)μισι ανάμεσα στο αριθμητικό και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό δυσχεραίνει την ομαλή και αβίαστη εκτέλεση των κανόνων της ονοματικής συμφωνίας, πράγμα που καθίσταται ολοφάνερο κι από το γεγονός ότι ακόμα και η πρότυπη γενική σχηματίζεται ως εξής: τριάμισι μέτρων, τεσσερισήμισι ωρών (όχι *τριωνήμισι, *τεσσαρωνήμισι). Πέμπτον, το ύποπτος στην εν λόγω στερεότυπη έκφραση [λόγιο μεταφραστικό δάνειο < αγγλικό usual suspect] δεν είναι επίθετο για να λάβει ως προσδιορισμό επίρρημα, αλλά έχει ουσιαστικοποιηθεί πλήρως, άρα εξειδικεύεται από επίθετο (σύγκρινε ο επόμενος ασθενής, όχι ο *επομένως ασθενής). Και, έκτον, έχουμε μια κλασική περίπτωση αναφορικής έλξης, κατά την οποία η αντωνυμία όσους/όσων, παρότι είναι υποκείμενο της περιοριστικής αναφορικής πρότασης, «έλκει» την πτώση της από το ενδοκειμενικό σημείο αναφοράς της, με το οποίο είναι πολύ στενά συνδεδεμένη γειτνιάζοντας άμεσα μαζί του [σύγκρινε ανάλογες εκφράσεις με σκέτο το … όσους / όσων … (αντικείμενο κύριας ή ονοματικός προσδιορισμός και ταυτόχρονα υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης· εδώ η «διόρθωση» είναι παντελώς αδύνατη)]. Το αντεπιχείρημα ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην αρχαία ελληνική και μάλιστα θεωρείται παραδοσιακά μία από τις πιο απαιτητικές συντακτικές παρατηρήσεις δε φαίνεται να πτοεί ορισμένους ρυθμιστές, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να αντιτείνουν ότι “δε θα πρέπει να αντιγράφουμε ακόμη και τα («)λάθη(») των αρχαίων μας προγόνων”! Παρ’ όλ’ αυτά, όπως διαπιστώνει κι ο Άκης Γαβριηλίδης σε άρθρο του στο ιστολόγιο Nomadic Universality με τίτλο “Ο πάτερ Γιώργος κακοποιεί ακόμα μια φορά τη γλωσσολογία” (1/12/2022):

«Πέραν του γενικότερου –και πάντοτε ορθού- επιχειρήματος ότι ένα υποτιθέμενο «λάθος» που έχει επικρατήσει στη γλώσσα και χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα από το υποτιθέμενο «ορθό» παύει να είναι λάθος, εν προκειμένω –όπως και σε όλες τις άλλες ανάλογες περιπτώσεις- η επιμονή αυτή των χρηστών της ελληνικής σε αυτό το «λάθος» οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες και ευανάγνωστες γλωσσικές αιτίες, και όχι βέβαια σε άγνοια, ημιμάθεια, «ακηδία» και δε συμμαζεύεται.»

4) «Παραβίαση» των λογικομαθηματικών αρχών: Η συμφωνία προς τους κανόνες της τυπικής λογικής ή της άλγεβρας αποτελεί επίσης ένα συνηθισμένο κριτήριο γλωσσικής «ορθότητας». Έτσι, επικρίνονται απόλυτα καθιερωμένες χρήσεις ως «ταυτολογικές» ή «πλεοναστικές» (π.χ. καλή επιτυχία! αντί *επιτυχία!, επειδή τάχα δεν μπορεί να υπάρξει «κακή επιτυχία»!) και ως «αντιφατικές» (λ.χ. κάθομαι όρθιος αντί στέκομαι όρθιος, με το αφοπλιστικό σκεπτικό ότι δήθεν «δεν είναι δυνατόν κάποιος να κάθεται και ταυτόχρονα να είναι όρθιος»!), ενώ –δεδομένου ότι «δύο αρνήσεις ισούνται με μία κατάφαση»– εκφράσεις όπως δε θέλω τίποτα στην ουσία σημαίνουν θέλω κάτι! Τέτοιου είδους τραγελαφικές αιτιάσεις, οι οποίες θυμίζουν έντονα τον τρόπο σκέψης ορισμένων ατόμων με αυτισμό ή άλλες νοητικές διαταραχές, συγκρούονται μετωπικά τόσο με την ίδια τη φύση της γλώσσας, η οποία δεν είναι ούτε λογικός αλγόριθμος ούτε μαθηματική εξίσωση αλλά σύστημα ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης που δε διέπεται από τέτοιους μηχανιστικούς περιορισμούς, όσο και με τον πραγματικό χαρακτήρα των επίμαχων γλωσσικών φαινομένων, ο οποίος διαστρεβλώνεται και παραποιείται. Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση, η αιτιατική ενικού και πληθυντικού του επιθέτου καλός και στα τρία γένη συνιστά απλώς έναν ευχετικό δείκτη και δεν προσδίδει απαραίτητα στο ουσιαστικό που ακολουθεί την «κυριολεκτική» του σημασία (σύγκρινε καλά μπάνια / στέφανα / Χριστούγεννα, καλή απόλαυση / ξεκούραση / Παναγιά κ.τ.ό.). Ως «πλεονασμοί» ή «περιττολογίες» κατακρίνονται και τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν στο αρχικό παράθεμα από το Martinet, τα οποία εμπίπτουν στο μηχανισμό της εκφραστικής «(επαν)ενίσχυσης» (reinforcement). Στη δεύτερη περίπτωση, όπως είδαμε και για το χειμερινό θέρετρο, η σημασία του ρήματος κάθομαι δεν περιορίζεται μονάχα στο ότι «βρίσκομαι σε καθιστή θέση», αλλά έχει διευρυνθεί αρκετά ήδη από την αρχαιότητα, οπότε και είχε τη μορφή κάθημαι, φτάνοντας να σημαίνει γενικότερα «μένω, στέκομαι ή παραμένω σε μια θέση, στάση ή κατάσταση» (σύγκρινε κάθομαι ακίνητος / νηστικός / ξαπλωμένος / στη μέση του δρόμου / στο γλέντι / στο τραπέζι κ.ο.κ.). Στη δε τρίτη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ψευδοαρνητική χρήση των αόριστων αντωνυμιών ή επιρρημάτων σε ερωτηματικές και αποφατικές προτάσεις (σύγκρινε τα anybody, anyone, anything, anywhere της πρότυπης αγγλικής), γεγονός που καθίσταται πρόδηλο σε ερωτήσεις του τύπου συμβαίνει τίποτα;, οι οποίες σύμφωνα με τη «λογική» των αρνητών της «διπλής άρνησης» θα έπρεπε να ισοδυναμούν με «μονή άρνηση».

5) Αισθητικές προτιμήσεις: Ως επιστέγασμα των υπόλοιπων καθαρολογικών επιχειρημάτων γίνεται συχνά αυτοαναφορά στις απαιτήσεις της «καλαισθησίας» και της «καλλιέπειας», τις οποίες ο ρυθμιστής έχει το αυτονόητο προνόμιο να διαθέτει σε αντίθεση με την πλατιά μάζα των «άμουσων» και «κακόγουστων» χρηστών της γλώσσας. Για παράδειγμα, ομαλότατοι νεοελληνικοί τύποι όπως α-κρί-β(ε)ια [aˈkɾi.vʝa] «υψηλό κόστος προϊόντων» (σύγκρινε φτή-νια [ˈfti.ɲa]), της Ηρώς, αγαπητέ Παύλο, παρακολουθούνταν ή στάλθηκαν είθισται να χαρακτηρίζονται ως «κακόηχοι» έναντι των «εύηχων» α-κρί-β(ε)ι-α [aˈkɾi.vi.a], της Ηρούς, αγαπητέ Παύλε, παρακολουθείτο ή εστάλησαν. Είναι, νομίζω, κάτι παραπάνω από αυταπόδεικτο ότι πρόκειται για άκρως υποκειμενικές και προκατειλημμένες αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες απηχούν τα γενικότερα γλωσσικά πρότυπα που θεωρούν οι εκφραστές τους ως «ανώτερα» ή «καλύτερα». Αν με ρωτούσατε προσωπικά, θα σας έλεγα ότι οι δεύτεροι τύποι είναι εκείνοι που μου φαίνονται «αντιαισθητικοί» προσκρούοντας άμεσα στο γλωσσικό μου αίσθημα, αλλά η στάση μου αυτή ως φυσικού ομιλητή της ελληνικής –έστω και γλωσσολόγου– δεν είναι περισσότερο αντικειμενική από τις αντίθετες. Το μόνο που δικαιούμαι να κάνω ως επιστήμονας είναι να καταγράψω, να περιγράψω και να προσπαθήσω να ερμηνεύσω τις παρατηρούμενες τάσεις μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς συντηρητικότερες επιλογές εκτός των άλλων και στον τομέα της γλώσσας.

6) Επίκληση της «αυθεντίας»: Προς επίρρωση της κίβδηλης επιχειρηματολογίας τους πολλοί καθαρολόγοι συνηθίζουν να προσκομίζουν ως αδιάσειστα τεκμήρια της βασιμότητας των διορθωτικών τους κελευσμάτων τα όσα αναγράφονται σε εγνωσμένου κύρους ρυθμιστικά λεξικά, γραμματικές και λοιπά γλωσσαμυντορικά κείμενα. Πρόκειται για μια καταφανώς άκριτη αναπαραγωγή ανακριβών πληροφοριών και επιχειρημάτων, η οποία στοχεύει στον επιφανειακό εντυπωσιασμό του ακροατηρίου, χωρίς την υποβολή τους στη βάσανο της επιστημονικής και ορθολογικής στοιχειοθέτησης. Έτσι, δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις του Γεωργίου Μπαμπινιώτη να αποτελούν το μονότονο ακρογωνιαίο λίθο των καθαρολογικών συζητήσεων. Ο τελευταίος (“Ἡ γλώσσα ὡς ἀξία: Τὸ παράδειγμα τῆς ἑλληνικῆς”, Αθήνα 1994: Gutenberg, σσ. 295-306) σπεύδει να υπερθεματίσει την “ἀξιολογικὴ προσέγγιση” των γλωσσών υποβαθμίζοντας ρητά τις σύγχρονες γλωσσολογικές αρχές, τις οποίες αποκαλεί υποτιμητικά “«ἀξιώματα»”, με αποκορύφωμα τη ριζική παραχάραξη των εννοιών «αξία» (γαλλικό valeur) και «αξιολογία» (γαλλικό axiologie) που εισήγαγαν οι Ferdinand de Saussure και Martinet αντίστοιχα (σσ. 304-305). Παρά ταύτα, ήδη ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (“Νεοελληνικὴ γραμματική (τῆς Δημοτικῆς)”, Αθήνα 1941: ΟΕΣΒ, ανατύπωση Θεσσαλονίκη 2002: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σ. κθ΄) δηλώνει με αφοπλιστική για την εποχή του ωριμότητα και σοφία ότι:

«Ἡ Γραμματικὴ αὐτή, γραμμένη γιὰ νὰ ὁρίση τὸν κανόνα τῆς νέας κοινῆς, ἦταν φυσικὸ νὰ υἱοθετήση καὶ κανόνες ρυθμιστικούς, ἑπομένως περιοριστικοὺς γιὰ τὴ σημερινὴ χρήση καὶ κάπως ἀλύγιστους καὶ ἀνασχετικοὺς ὡς πρὸς τὴν αὐριανὴ ἐξέλιξη. Ἔγινε ὡστόσο προσπάθεια νὰ συγκεραστοῦν ἡ παλιὰ στενὴ γραμματικὴ παράδοση, ἡ τόσο συνηθισμένη στὴν πατρίδα μας, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς γλωσσολογίας καὶ τῆς νέας γραμματικῆς, ὅπως γίνεται καὶ σὲ νεώτερες Γραμματικὲς γιὰ ξένες γλῶσσες, καὶ νὰ δειχτῆ ἡ γλώσσα, ὅπου μποροῦσε, ὄχι σὰν κάτι ἕτοιμο καὶ κοκαλιασμένο γιὰ πάντα, παρὰ μέσα στὴν ἀνανεωτική της ζωὴ καὶ ἐξέλιξη· μπορεῖ καὶ τὸ νέο ν’ ἀξίζη τὴ συμπάθειά μας καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐπικράτησε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ καλλιλογικὲς ἀπαγορεύσεις δὲν εἶναι πάντοτε αὐστηρὲς καὶ ἀπόλυτες.»

Δυστυχώς, η εν λόγω γραμματική δεν εισάχθηκε ποτέ ως σχολικό βιβλίο στην εκπαίδευση παρά μόνο ορισμένες υπερσυντομευμένες και αρκετά αποστεωμένες αναπροσαρμογές της, στις οποίες είχε περιοριστεί σημαντικά η καλυπτόμενη από το αρχικό έργο γλωσσική ποικιλομορφία έστω της μετριοπαθούς δημοτικής του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Βέβαια, τις επόμενες δεκαετίες αυτό ακριβώς το περιγραφικό πνεύμα της γλωσσολογίας ωρίμασε, ισχυροποιήθηκε και συστηματοποιήθηκε έτι περαιτέρω, γεγονός όμως το οποίο δεν αντανακλάται στο βαθμό που θα περιμέναμε ακόμη και στις πιο σύγχρονες και γλωσσολογικά συγκροτημένες γραμματικές περιγραφές της κοινής νεοελληνικής. Σχολιάζοντας την κυκλικότητα των σχετικών ορισμών της τελευταίας σε τέτοιου είδους έργα αναφοράς, ο Σπύρος Μοσχονάς (“Η πρότυπη γλώσσα”, περιοδικό Cogito 2005: τ. 03, σσ. 56-57) σημειώνει τα ακόλουθα:

«Στον ορισμό λανθάνει ένα πρότυπο, που ορίζεται με περίπου ταξικούς όρους: πρότυπη είναι η γλώσσα των μεσαίων αστικών στρωμάτων. Ο ορισμός είναι επίσης κυκλικός: πρότυπη είναι η γλώσσα εκείνων που έχουν κατακτήσει την πρότυπη γλώσσα. Αν η γλώσσα των «μέσης μόρφωσης ομιλητών που κατοικούν στα αστικά κέντρα» προσφέρεται ως πρότυπο, αυτό, προφανώς, οφείλεται στο ότι η γλώσσα τους είναι προϊόν της εκπαίδευσης, διαμορφωμένη ήδη σύμφωνα με τις επιταγές της τυποποίησης. Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να ισχυριστεί: πρότυπη είναι η γλώσσα εκείνων που αναγνωρίζεται ως πρότυπη και, άρα, πρότυπη είναι εκείνη η γλώσσα που εγώ αναγνωρίζω ως πρότυπη – μια μάλλον αμέθοδη προσέγγιση, εάν προέρχεται από γλωσσολόγους.»

Εξάλλου, όπως εύστοχα ξεκαθαρίζει ο John Lyons (“Εισαγωγή στη γλωσσολογία”, Αθήνα 1995: Πατάκης, σ. 73):

«Ως μεμονωμένο μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας, ο γλωσσολόγος θα έχει τις δικές του προκαταλήψεις, είτε καθαρά προσωπικές είτε προερχόμενες από το κοινωνικό, πολιτιστικό και γεωγραφικό του υπόβαθρο· και μπορεί να είναι ως χαρακτήρας είτε συντηρητικός είτε προοδευτικός. Από αυτή την άποψη, η στάση του απέναντι στη δική του γλώσσα δε θα είναι λιγότερο υποκειμενική από του μη ειδικού. […] Όμως, […] εάν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, θα ξέρει πως ό,τι διορθώνει δεν είναι εγγενώς λανθασμένο, αλλά λανθασμένο μόνο σε σχέση με κάποιο πρότυπο που, για λόγους κοινωνικού γοήτρου ή εκπαιδευτικών πλεονεκτημάτων, θέλει να υιοθετήσουν τα παιδιά του.» (μετάφραση Μαρίας Αραποπούλου, Μαρίας Βραχιονίδου, Αργύρη Αρχάκη & Αικατερίνης Καρρά, επιμέλεια Γιώργου Καρανάσιου)

7) Επιταγές της «πολιτικής ορθότητας»: Όπως ανέδειξα σε προηγούμενο άρθρο μου στον Ημεροδρόμο με τίτλο “Ο ρατσισμός κι ο σεξισμός δεν αντιμετωπίζονται με πρακτικές «λεκτικής υγιεινής»” (26/10/2022), τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει με σφοδρότητα ένα νεοϊδεαλιστικό ρεύμα ακραίου γλωσσικού ντετερμινισμού, σύμφωνα με το οποίο οι γλωσσικές διακρίσεις και κατηγοριοποιήσεις που έχουν διαμορφωθεί είτε σε γραμματικό είτε σε λεξιλογικό επίπεδο επηρεάζουν, συντηρούν, αναπαράγουν ή καθορίζουν τις υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εξαλειφθούν ή να τροποποιηθούν μέσω ακτιβιστικής δράσης ή ακόμη και νομοθετικής παρέμβασης προκειμένου να μεταβληθεί και η κοινωνική πραγματικότητα που υποτίθεται πως αντανακλούν. Ο κοινωνιογλωσσολόγος Κώστας Κανάκης σε συνέντευξή του στη Μελπομένη Μαραγκίδου για λογαριασμό του vice.com υπό τον τίτλο “Είναι τα Ελληνικά Σεξιστική Γλώσσα;” (4/5/2019) ισχυρίζεται ότι:

«Για εμένα σεξισμός στη γλώσσα είναι υπό μία έννοια η αναγκαστική δήλωση του φύλου με διπολικό τρόπο αρσενικό-θηλυκό, άνδρας-γυναίκα για τα πρόσωπα (εν αντιθέσει προς τα πράγματα). Μιλάμε για την αναγκαστική διπολική γραμματική αναφορά στο φύλο. Αυτό είναι σεξισμός, το να πρέπει αναγκαστικά να αναφερθείς στο φύλο των ανθρώπων. Όμως δεν είναι τυχαίο που συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο για να αναφερθούμε στον αποκλεισμό των γυναικών. Αυτό μάλιστα δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η αναφορά στο φύλο συνήθως εκλαμβάνεται ως αναφορά σε θηλυκά υποκείμενα. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή το ότι έχει φτάσει -κακώς- να θεωρείται αυτονόητο ότι γλωσσικός σεξισμός είναι η άνιση αναπαράσταση ή/και ο αποκλεισμός των γυναικών μέσω της γλώσσας. Κι αυτό συμβαίνει λόγω των γραμματικών δομών σε πολλές γλώσσες, όπως έχουν δείξει οι έρευνες. Στον βαθμό λοιπόν που οι ευρωπαϊκές γλώσσες, π.χ. τείνουν να έχουν δύο ή τρία γένη και παράλληλα να έχουν γένος που ονομάζονται «αρσενικό» και «θηλυκό», τότε έχουμε ήδη τις προϋποθέσεις για γλωσσικό σεξισμό. Όμως, υπάρχει και η δεύτερη ταχύτητα σεξισμού που είναι συνήθως αυτή για την οποία μιλάμε στη γλωσσολογία. Εδώ το αρσενικό λειτουργεί γενικευτικά. Για παράδειγμα όταν λέμε «είναι ξύπνιοι άνθρωποι», μπορεί το 50% να είναι γυναίκες, αλλά δεν είναι «ξύπνιες». Όταν λέμε «είναι πεινασμένοι οι άνθρωποι» μπορεί να αναφερόμαστε σε μια ομάδα που περιλαμβάνει 90% γυναίκες αλλά δεν είναι κατεξοχήν «πεινασμένες» όταν υπάρχουν και άνδρες. Αυτός είναι ο βαθύς σεξισμός.

[…]

Εάν ένας άνθρωπος θέλει να δει τα ελληνικά και να πει ότι είναι σεξιστική γλώσσα μπορεί να κοιτάξει την γραμματική τους δομή. Στο βαθμό που τα ελληνικά δηλώνουν εξ ανάγκης το φύλο του ανθρώπου για τον οποίο μιλάμε, είναι σεξιστικότερα από γλώσσες στις οποίες αυτό δεν είναι απαραίτητο. Άρα είναι σεξιστικότερα από τα αγγλικά αλλά όχι αναγκαστικά σεξιστικότερα από τα ιταλικά και είναι πολύ λιγότερο σεξιστικά από τα βοσνιακά, κροατικά, μαυροβουνιακά, σερβικά. Και θα σας πω γιατί. Λόγω γραμματικής δομής. Δεν έχει απολύτως τίποτα να κάνει η πρόθεση των ανθρώπων με τη γραμματική δομή.

[…]

Θεωρώ ότι ειδικά όταν είσαι δάσκαλος, δασκάλα, εκπαιδευτικός και απευθύνεσαι μόνο στο αρσενικό, σε μικρά παιδιά ή νεαρούς ανθρώπους, είναι εγκληματικό. Θεωρώ ότι στον βαθμό που οι άνθρωποι που εκπαιδεύεις ακούν μόνο το αρσενικό ενώ δεν αυτοαναγνωρίζονται σε αυτό, τελικά […] εξαφανίζεις τους μισούς ανθρώπους με τη γλώσσα.»

Μία από τις πιο εξωφρενικές εκφάνσεις αυτού του «κινήματος» είναι η θεώρηση επίπλαστων ουδέτερων σχηματισμών όπως τα *μεταναστά ή τα *φοιτητά ως περιπτώσεων «συμπεριληπτικού λόγου» ή τύπων που εκφράζουν «οικειότητα», «συμπάθεια», «προστατευτικότητα» κτλ. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για ένα αδιανόητο κοινωνικοπολιτικό και επιστημολογικό «vertigo», το οποίο αντιστρέφει πλήρως τη φυσιογνωμία τόσο της γλώσσας όσο και των κοινωνικών φαινομένων, προσιδιάζοντας στο ελληνοκεντρικό μύθευμα ότι ο πρωτεργάτης του ιδεαλισμού Πλάτωνας “δε θα μπορούσε να αναπτύξει τη φιλοσοφική του σκέψη και να γράψει τα κείμενά του, αν δε μιλούσε (αρχαία) ελληνικά”. Απεναντίας, θα περίμενε κανείς να είναι αναμφισβήτητο –πρωτίστως από τους γλωσσολόγους– αυτό που έχει καταδείξει κι ο γλωσσολογικός κλάδος της «κριτικής ανάλυσης λόγου» (critical discourse analysis), ότι δηλαδή οι γλωσσικές εκφράσεις δεν μπορούν να νοηματοδοτηθούν κοινωνικά έξω από το καταστασιακό περιβάλλον όπου εμφανίζονται και την προθετικότητα που το συνοδεύει, ότι πίσω από την πιο προσεγμένη και φροντισμένη γλωσσική επιφάνεια μπορεί να κρύβονται τα πιο σκοταδιστικά και αναχρονιστικά μηνύματα κι ότι, όταν κάποιος λέει π.χ. Πόντιος είναι;, τι κάνει εκεί αυτό το τσόκαρο; ή ε ρε πούστη μου!, δε συνεπάγεται αυτομάτως ότι είναι ρατσιστής, σεξιστής ή ομοφοβικός αντίστοιχα. Σημασία έχει ποιος το λέει, πότε, για ποιους, με ποια αφορμή, με τι σκοπό και με ποιες αντιλήψεις στο μυαλό του. Είχα την εντύπωση ότι σεξισμός ονομάζεται ο έμφυλος ή σεξουαλικός ρατσισμός· από πού προκύπτει ότι η ύπαρξη και μόνο γραμματικού γένους καθιστά μια γλώσσα «βαθιά σεξιστική»; Όσο για το πού και πώς κρίνεται η ζωή, γίνεται το «πρώτο βήμα» στη διαπάλη για ισότητα και άρση της καταπίεσης, κερδίζονται τα πραγματικά δικαιώματα και εμπεδώνονται οι κοινωνικές κατακτήσεις, το έχει συμπυκνώσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι στο κύκνειο άσμα του “Μ’ όλη μου τη φωνή” (1930):

          «Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς –
          δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
          ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
          ο σοσιαλισμός
          που εδραιώσαμε στη μάχη.

          Απόγονοι,
          ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
          μες απ’ τη Λήθη
          θ’ αναδυθούν
          φάσματα λέξεις σαν αυτές :
           «πορνεία»,
           «φυματίωση»,
           «αποκλεισμός», όχι άλλες.

          Για σας,
          τους σβέλτους
          και γερούς, για δες,
          ο ποιητής
          έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
          τις φθισικές ροχάλες.

          Όσο μακραίνει
          των χρόνων η ουρά,
          τόσο θα μοιάζω
          με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.”

(μετάφραση Γιάννη Ρίτσου)

Το δεύτερο τέρας ευτυχώς το σκότωσε οριστικά η ιατρική σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο, ενώ τα άλλα δύο νεκραναστάθηκαν μετά το σταδιακό αναθεωρητικό εκμαυλισμό και την τελική παλινδρόμηση των σοσιαλιστικών καθεστώτων προς τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, πάντοτε ανεξάρτητα από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν οι κοινότητες των χωρών αυτών. Εντούτοις, ο φανατισμός των υποστηρικτών όλου αυτού του ανορθολογισμού φτάνει ενίοτε στο σημείο να ταυτίζει όσους επισημαίνουν τα παραπάνω με τη ραφιναρισμένη ακροδεξιά «alt right» (να σου κι η απαράδεκτη και ανιστόρητη «θεωρία των δύο άκρων» πάλι μπροστά μας…), ακολουθώντας μια αλματώδη και ισοπεδωτική συλλογιστική του τύπου: “Το μπουζούκι είναι όργανο. Ο αστυνομικός είναι όργανο. Άρα, ο αστυνομικός είναι μπουζούκι”! Το ότι δίνουν απλόχερα βάσιμα πατήματα στους πιο σκοτεινούς αντιδραστικούς κύκλους ώστε να χύνουν πειστικότερα το φασιστικό δηλητήριο του μισανθρωπισμού και του κοινωνικού αυτοματισμού δε φαίνεται να τους ανησυχεί ή να τους πτοεί… Όπως ο εθνομηδενισμός δεν είναι η απάντηση στον εθνικισμό αλλά «βούτυρο στο ψωμί» του, έτσι κι ο «σεξομηδενισμός» δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο για το σεξισμό.

Κοινός παρονομαστής των πρώτων έξι κριτηρίων είναι η αντιμετώπιση της γλωσσικής πολυμορφίας και μεταβολής ως ανεπιθύμητων «παρακμιακών» καταστάσεων ή διαδικασιών «φθοράς» και «εκφυλισμού» έναντι ενός φαντασιακού ιδεώδους περί της «μιας, ενιαίας και αμετάβλητης γλώσσας», βασισμένου πάνω σε μια μανιχαϊστική αντίθεση μεταξύ «σωστού» και «λάθους», ενώ οι «πολιτικά ορθοί» αντιτείνουν την παροχή πολλαπλών επιλογών «αντιρατσιστικού» ή «μη έμφυλου λόγου», καθώς και τη χειραγώγηση και επίσπευση της γλωσσικής αλλαγής προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, αφενός και οι υπόλοιποι ρυθμιστές μπορεί να προβάλλουν περισσότερες της μιας εκδοχές που να ικανοποιούν το καθαρολογικό τους υπόβαθρο, αφετέρου η προσπάθεια ανάσχεσης ή επιτάχυνσης της γλωσσικής μεταβολής από τα πάνω είναι ο ορισμός του λεκτικού πατερναλισμού που περιφρονεί με το χειρότερο τρόπο την ίδια τη γλωσσική κοινότητα και τις συλλογικές επιλογές της. Αναφέρει χαρακτηριστικά η Κική Νικηφορίδου (“Γλωσσική αλλαγή”, Θεσσαλονίκη 2001: Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα):

«Η υιοθέτηση χρωματισμένων, θετικών ή αρνητικών, κρίσεων για την πορεία των γλωσσικών αλλαγών προϋποθέτει μεταξύ άλλων ότι κάποιες γλώσσες […] αλλά και γλωσσικές διάλεκτοι ή ποικιλίες, κάποια γλωσσικά ύφη είναι καλύτερα ή ανώτερα από άλλα και μπορούν, επομένως, να αποτελέσουν κατευθύνσεις για την όποια γλωσσική μεταβολή […]. Και αυτή όμως η υπόθεση, αν και ίσχυσε για ορισμένες γλώσσες ή διαλέκτους ή υφολογικές ποικιλίες σε διάφορες περιόδους της ιστορίας, δεν γίνεται αποδεκτή στα πλαίσια της επιστημονικής γλωσσολογίας, όπου ήδη από τη δεκαετία του ’60 έγινε σαφές ότι η ποικιλία στη γλώσσα είναι αυτή ακριβώς που τροφοδοτεί τη γλωσσική αλλαγή.»

Ασφαλώς οι γλωσσολόγοι είναι άνθρωποι και ως άνθρωποι έχουν ιδεολογία. Ως άνθρωποι λοιπόν με ιδεολογία είναι απολύτως θεμιτό να συμμετέχουν σε κινήματα, οργανώσεις και κόμματα που εκφράζουν τις ανησυχίες τους. Δεν έχουν όμως κανένα δικαίωμα, εν ονόματι και προς τέρψιν της ιδεολογικής τους ταυτότητας, να προπαγανδίζουν αντεπιστημονικές θέσεις για τη γλώσσα επικαλούμενοι μάλιστα τη γλωσσολογική τους ιδιότητα. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως καμιά πτυχή του «επταλόγου» που προηγήθηκε δεν έχει πρωτοδιατυπωθεί από γλωσσολόγους, αλλά είναι –νομίζω– τουλάχιστον θλιβερό να ρίχνονται οι τελευταίοι στην καθαρολογική ή τη ρυθμιστική κονίστρα και να παίρνουν ενεργά μέρος στις σχετικές διενέξεις τασσόμενοι υπέρ της μιας ή της άλλης διορθωτικής εισήγησης με επιστημονικοφανή επιχειρήματα και σοφίσματα, καπηλευόμενοι απροσχημάτιστα τον αμιγώς περιγραφικό χαρακτήρα της γλωσσολογίας για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Αντιθέτως, δε θεωρώ αντιδεοντολογική την παροχή έγκυρης συμβουλευτικής πληροφόρησης για τα κοινώς αποδεκτά πορίσματα της γλωσσικής επιστήμης προκειμένου να τα έχουν υπόψη τους όλοι οι πολιτικοί φορείς, καθώς και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Μεταξύ των αντικειμένων της σύγχρονης κοινωνιογλωσσολογίας πράγματι συγκαταλέγεται και η μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία των στρατηγικών του «γλωσσικού σχεδιασμού» (language planning) και της «(προ)τυποποίησης» (standardization), όχι η ίδια η άσκηση γλωσσικής πολιτικής. Ανάμεσα στους «παραδοσιακούς» “οδηγούς ορθής χρήσης της γλώσσας” και στους «προοδευτικούς» “οδηγούς χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας”, οι οποίοι δε μου φαίνεται καθόλου τυχαίο ότι προωθούνται με περισσό ζήλο και θεσμοθετούνται από τους πλέον συστημικούς μηχανισμούς αστικής εξουσίας, ο συνεπής γλωσσολόγος δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κοινό αφηρημένο πλαίσιο και μοντέλο θέασης της γλώσσας. Αυτό που διαφοροποιείται είναι τα πρότυπα και οι στοχεύσεις που επιλέγονται κάθε φορά. Οι μεν απευθύνονται στον «προσεκτικό και ευαίσθητο χρήστη της γλώσσας» ή στον «απαιτητικό αναγνώστη», οι δε αποβλέπουν στην «ευαισθητοποίηση των ομιλητών γύρω από ζητήματα ισότητας των φύλων». Και οι δύο πλευρές διατυμπανίζουν ότι δεν επιχειρούν «να επιβάλουν» τις συνταγές τους στιγματίζοντας μάλιστα –ευθέως ή εμμέσως– όσους δε συμμορφώνονται προς αυτές, αλλά απλώς «προτείνουν λύσεις» σε γλωσσικά ή άλλα «προβλήματα»…

 

Απόψεις