Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ανατομία των γλωσσικών μύθων – του Δημήτρη Καλαμπούκα

Όπως και να το κάνουμε, όλοι μας μέσα στην ίδια μεταγλωσσική υποκουλτούρα και παραπληροφόρηση μεγαλώσαμε, ενώ η γλωσσική μυθοποίηση δεν είναι μονάχα ελληνικό φαινόμενο: καταπληκτικής ομοιότητας παραλλαγές των ανωτέρω μυθευμάτων κυκλοφορούν και για άλλες γλώσσες όπως π.χ. για την αρχαία ινδική (σανσκριτική), την εβραϊκή, τη λατινική, την ιταλική, τη γαλλική, τη γερμανική, την αγγλική, τη ρωσική ή την τουρκική

Ο Κοινωνιογλωσσολόγος & Ιστορικός γλωσσολόγος, Δημήτρης Καλαμπούκας, μας έστειλε το παρακάτω άρθρο το οποίο αναφέρεται σε σύγχρονα γλωσσικά ζητήματα:

 

Η ανατομία των γλωσσικών μύθων

 

του Δημήτρη Καλαμπούκα

Το επίθετο «Λερναίος» χρησιμοποιείται συχνά από το χαλκέντερο γλωσσοδίφη Νίκο Σαραντάκο προκειμένου να χαρακτηρίσει όλ’ αυτά τα ασύλληπτα μυθεύματα γύρω από την ελληνική γλώσσα που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια αριστερά και δεξιά σε άπειρες παραλλαγές, κατακλύζοντας το δημόσιο διάλογο, το διαδίκτυο ή ακόμη και ευρείας απήχησης ΜΜΕ με απίστευτες αντεπιστημονικές ανοησίες, τη στιγμή που η προσπάθεια της αποδόμησης, της ανασκευής και της καταπολέμησής τους αποδεικνύεται δυστυχώς σισύφειο εγχείρημα. Ο ίδιος έχει την υπομονή και το μεράκι να αρθρογραφεί ανελλιπώς στο ιστολόγιο που διατηρεί (“Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία”: https://sarantakos.wordpress.com/) παρέχοντας εμπεριστατωμένα και τεκμηριωμένα αντεπιχειρήματα, βασισμένα στα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας, αγκιστρωμένα στην κοινή λογική και πλαισιωμένα με πλούσιο γλωσσικό και ιστορικό υλικό, ενώ κατά καιρούς δημοσιεύει και σχετικά βιβλία (δες ενδεικτικά “Γλώσσα μετ’ εμποδίων: Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου”, Αθήνα 2007: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου· “Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα”, Αθήνα 2019: Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου). Με το δύσκολο έργο της «μυθοκτονίας» έχουν καταπιαστεί επίσης ο μεταφραστής Γιάννης Χάρης, επιμελητής του συλλογικού τεύχους “Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα” (Αθήνα 2001: Πατάκης) και συγγραφέας της δίτομης συλλογής κειμένων “Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη” (Αθήνα 1η έκδοση 2003-2008: Πόλις, 2η έκδοση 2015-2017: Γαβριηλίδης), καθώς και ο γλωσσολόγος Βασίλειος Αργυρόπουλος, δημιουργός του ιστολογίου “Περιγλώσσιο”: periglwssio.wordpress.com (δες μεταξύ άλλων το ηλεκτρονικό του εγχειρίδιο με τίτλο “ Γλωσσική αρχαιολατρία: μια σύγχρονη μυθολογία”, Καβάλα 2016: Σαΐτα, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία). Βέβαια, ανάμεσα στους πρώτους διδάξαντες δεσπόζει ο Εμμανουήλ Ροΐδης με τη μνημειώδη πραγματεία του “Τὰ εἴδωλα: Γλωσσικὴ μελέτη” (Αθήνα 1893: Εστία), ενώ σπουδαίο εκλαϊκευτικό έργο αναφοράς παραμένει ο “Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα” [Θεσσαλονίκη 2001: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (διατίθεται και online από την Πύλη για την ελληνική γλώσσα), σε επιμέλεια των Αναστάσιου-Φοίβου (Τάσου) Χριστίδη & Μαρίας Θεοδωροπούλου].

Σε πηγές σαν τις παραπάνω μπορεί να ανατρέξει κανείς προκειμένου να αντλήσει αναλυτικά δεδομένα –τόσο γλωσσολογικά όσο και πραγματολογικά– τα οποία διαψεύδουν τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και καταρρίπτουν κάθε επιμέρους γλωσσικό μύθο χωριστά. Όμως στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω κάτι διαφορετικό: αξιοποιώντας την πολυετή μου ενασχόληση με τη γλωσσική παραφιλολογία και τις σχετικές στάσεις των ομιλητών απέναντι στη γλώσσα, θα ακολουθήσω συνθετική πορεία αναδεικνύοντας το αφηρημένο θεωρητικό τους υπόβαθρο και τα κοινά συστατικά τους. Έχω καταλήξει μόλις σε τέσσερις μεταγλωσσικές συγχύσεις και σε δύο παρανοειδείς παραδοχές.

1) Σύγχυση γλώσσας και γραφής: Η εισαγωγή της γραφής αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία ένα από τα πρώτα επαναστατικά ορόσημα στην ιστορία της ανθρωπότητας εν γένει, αλλά και κάθε γλωσσικής κοινότητας ξεχωριστά. Πρόκειται για ένα δευτερογενή, συνειδητά επινοημένο κώδικα οπτικών συμβόλων («γραφημάτων»), τα οποία αναπαριστούν διακριτές μονάδες είτε της σημασίας («εικονογραφικά» και «λογογραφικά» συστήματα) είτε της ακουστικής μορφής των γλωσσικών τύπων («συλλαβογραφικά», «συμφωνογραφικά» και «αλφαβητικά» συστήματα) είτε συνδυασμό χαρακτηριστικών και από τις δύο εσωτερικές πλευρές των γλωσσικών σημείων («λογοσυλλαβικά» συστήματα). Ενώ τα αλφαβητικά είναι τα ακριβέστερα και πληρέστερα συστήματα γραφής, αφού στην ιδανική τους εκδοχή –η οποία προσεγγίστηκε λίγο-πολύ κατά τα αρχικά στάδια της υιοθέτησής τους– κάθε φθόγγος ή «φώνημα» (ελάχιστο ηχητικό τεμάχιο με διακριτική λειτουργία) αντιστοιχεί σε ένα γράφημα και αντιστρόφως, ορισμένες πάγιες μεταγλωσσικές προκαταλήψεις και φοβίες συχνά τα καθήλωναν προσκολλημένα σε κάποια παλαιότερη μορφή της αποδιδόμενης γλώσσας, όπως μαρτυρούνταν από ένα κλειστό σώμα σωζόμενων κειμένων θεωρούμενων ως αξεπέραστων κλασικών αριστουργημάτων, δίχως να παρακολουθεί τις γλωσσικές αλλαγές που –όπως είναι απολύτως φυσικό– επέρχονταν προοδευτικά στη ζωντανή γλώσσα. Με τον τρόπο αυτό διαστρεβλώνονταν και περνούσαν στο στάδιο της λεγόμενης ιστορικής ορθογραφίας, βασικό κριτήριο της οποίας είναι η ιστορία και η ετυμολογία των λέξεων με μερικές μικρότερες ή μεγαλύτερες παραχωρήσεις υπέρ της απλούστερης ή της αναλογικής γραφής, γεγονός που συσκότιζε και περιέπλεκε ανορθολογικά τη σχέση μεταξύ της πραγματικής γλώσσας και του τρόπου της γραπτής της απεικόνισης. Δεδομένου αφενός ότι η χρήση γραφής στην ουσία σηματοδότησε το τέλος της σκοτεινής προϊστορίας και την είσοδο στην ανέλιξη της ιστορίας και του εγγράμματου πολιτισμού, αποτυπώνοντας πάνω σε σταθερό και διατηρήσιμο υλικό σημαντικά γλωσσικά μηνύματα και κείμενα που αλλιώς θα είχαν χαθεί για πάντα (σύγκρινε το νεολατινικό ρητό “verba volant, scripta manent” = “τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν”), και αφετέρου του ηγεμονικού χαρακτήρα των οπτικών ερεθισμάτων έναντι των άλλων αισθήσεων, όπως αποκρυσταλλώθηκε και στην κινεζική παροιμία “το να ακούσεις κάτι εκατό φορές δεν είναι καλύτερο από το να το δεις μια (φορά)” ή στη συναφή διαφημιστική επωδό “μία εικόνα ισούται με / αξίζει (όσο) χίλιες λέξεις”, σταδιακά εδραιώθηκε στις «γραφειοκρατικές» κοινωνίες η παραπλανητική πεποίθηση ότι η γλώσσα ταυτίζεται με τη γραπτή της αναπαράσταση, παρόλο που η πρώτη είναι ένας καθαρά προφορικός κώδικας επικοινωνίας και έκφρασης ο οποίος αναπτύχθηκε με φυσικό και υποσυνείδητο τρόπο μέσω της πολύπλευρης αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον σε βάθος πολλών χιλιετιών και δεν αποτελείται από «γράμματα» αλλά από φθόγγους/φωνήματα. Όπως ξεκαθαρίζει ο Χριστίδης (“Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας” [Συνεργάστηκε η Μ. Θεοδωροπούλου], Αθήνα 2η έκδοση 2013: Άλτερ Εγκο Μ.Μ.Ε. Α.Ε. [σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών], σ. 46):

 

“[…] γλώσσα και γραφή, προφορικός και γραπτός λόγος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τα γράμματα είναι εικόνες (σημάδια πάνω στο χαρτί) του λόγου. Ο λόγος είναι ανεξάρτητος από τη γραφή. Θυμηθείτε τους «αγράμματους» ανθρώπους ή το μικρό παιδί που μιλά και επικοινωνεί χωρίς να ξέρει, ακόμη, να γράφει.

 

Ο δε «πατέρας» της σύγχρονης θεωρητικής γλωσσολογίας Ferdinand de Saussure (“Μαθήματα γενικῆς γλωσσολογίας”, Αθήνα 1979: Παπαζήσης, σ. 44) είναι απολύτως κατηγορηματικός:

 

“Στή γλώσσα […] δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἡ ἀκουστική εἰκόνα, κι αὐτή μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ μέ σταθερή ὀπτική εἰκόνα.” (μετάφραση Φώτη Αποστολόπουλου)

 

Αναφερόμενος στην αγγλική ορθογραφία ο αμερικανός γλωσσολόγος Leonard Bloomfield (“Language” = “Γλώσσα”, London 1933: George Allen & Unwin LTD, σσ. 21, 501) επισημαίνει τα ακόλουθα:

 

“Η γραφή δεν είναι γλώσσα αλλά απλώς ένας τρόπος καταγραφής της γλώσσας μέσω ορατών σημαδιών. […] Δεν είναι αλήθεια ότι το να αλλάζουμε την ορθογραφία μας ισοδυναμεί με το «να αλλάζουμε τη γλώσσα μας»: η γλώσσα μας παραμένει η ίδια, άσχετα με το πώς τη γράφουμε.” (η μετάφραση δική μου)

 

Ένα ακόμη απότοκο αυτών των παρανοήσεων έγκειται στην απόδοση γλωσσικών ιδιοτήτων στις διακρίσεις της ιστορικής ορθογραφίας, οι οποίες όμως έχουν εντωμεταξύ ουδετεροποιηθεί στον προφορικό λόγο. Έτσι προσδίδονται αυθαίρετα γραμματικές και λεξιλογικές λειτουργίες στις ορθογραφικές αυτές αντιθέσεις, οι οποίες μάλιστα δε θεωρούνται πηγή περιττών δυσκολιών για όσους χειρίζονται το γραπτό κώδικα, αλλά αναγκαίο βοήθημα για την αναγνώριση των συστατικών των λέξεων και την αποσαφήνιση των ετερόγραφων ομόηχων τύπων, ενώ για τα ομόγραφα ομόηχα κρίνεται ενίοτε απαραίτητη η τεχνητή διαφοροποίησή τους λ.χ. με την προσθήκη τελικού , ασχέτως αν προφέρεται ή όχι (π.χ. τον Γιάννη, έναν φίλο, δεν θέλω αντί το Γιάννη, ένα φίλο, δε θέλω). Αρκεί να σκεφτούμε πώς καταστρατηγούν εντελώς άσκοπα κάθε έννοια οικονομικής διατύπωσης ορισμένοι ομιλητές, οι οποίοι –κυρίως σε επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις– μιλούν σα να γράφουν με το στόμα λέγοντας για παράδειγμα η πολιτική με ήτα πρέπει να προσαρμόζεται … , οι πολιτικοί με όμικρον γιώτα δεν έχουν αντιληφθεί …, ο διευθυντής ασθενεί με έψιλον γιώτα ή πού πιστεύετε με έψιλον ότι οφείλεται με άλφα γιώτα η κρίση;, λες και δε θα καταλάβουμε ακαριαία από τα άμεσα συμφραζόμενα και τις σχέσεις συμφωνίας με αυτά τη γραμματική κατηγορία, το γένος, τον αριθμό, την πτώση, το πρόσωπο ή τη φωνή του ομόηχου τύπου. Ούτως ή άλλως, καμία συζήτηση δεν πραγματοποιείται στη μέση του διαστήματος, παρά μονάχα μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο καταστασιακό περιβάλλον με προϋπάρχουσες γνώσεις από μέρους των συμμετεχόντων, οπότε ούτε διατυπώσεις του τύπου έπεσε σε κώμα με ωμέγα και ένα μι ή παίζει εξαιρετική λύρα με ύψιλον έχουν κάποια αντικειμενική σκοπιμότητα. Αν συνέβαινε διαφορετικά, απλά δε θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε στον προφορικό λόγο και προπαντός με τους αναλφάβητους. Συνοψίζοντας, το ότι η γραφή συνιστά αναμφισβήτητα ένα υπερπολύτιμο εργαλείο στην υπηρεσία του ανθρώπου, χωρίς το οποίο δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη ζωή μας, δε δικαιολογεί την εξίσωσή της με τη γλώσσα, η προφορική μορφή της οποίας προηγείται τόσο «φυλογενετικά» (κατά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους) όσο και «οντογενετικά» (κατά την ανάπτυξη κάθε ατόμου).

 

“Άλλο δηλαδή η γλώσσα και άλλο η γραφή, και ειδικότερα η ορθογραφία, η κατεξοχήν σύμβαση […]. Γιατί ο λόγος είναι ο ζωντανός και ο έμψυχος· η γραφή του είναι το είδωλό του, μας λέει από παλιά ο Πλάτων (Φαίδρος 276a) […].” (Χάρης 2003-2008, τ. Β΄, σ. 205)

 

2) Σύγχυση συγχρονίας και διαχρονίας: Η σχέση της γλώσσας και της γραπτής της αποτύπωσης με τον άξονα του χρόνου είναι άλλος ένας τομέας που συνδέεται με πλήθος πλανών. Με τον όρο «συγχρονία» αναφερόμαστε στην υφιστάμενη κατάσταση μιας γλώσσας ή γλωσσικής ποικιλίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, η οποία βασίζεται στις συγχρονικά λειτουργικές και αντιληπτές από το μέσο ομιλητή φωνολογικές, μορφολογικές, συντακτικές και σημασιολογικές «παραδειγματικές» σχέσεις, στις νοητικές δηλαδή συνάψεις που συγκροτούν τα πάσης φύσεως γλωσσικά στοιχεία σε δομημένο και συνεκτικό σύστημα σχέσεων. Αντίθετα, η «διαχρονία» αφορά το πότε, το πώς και το γιατί αλλάζουν τα γλωσσικά συστήματα ή μεμονωμένοι τύποι μιας γλώσσας κατά το πέρασμα του χρόνου. Ενώ οι δύο αυτές διαστάσεις είναι αλήθεια ότι συμπλέκονται δυναμικά κάθε στιγμή, αφού καμιά γλωσσική συγχρονία δεν είναι πλήρως στατική αλλά διαρκώς εξελισσόμενη πάνω στο χρονικό συνεχές, αποτελεί μείζον μεθοδολογικό ατόπημα να μη τις διακρίνουμε μεταξύ τους με σαφήνεια όταν πραγματευόμαστε γλωσσικά θέματα, αναμιγνύοντας και συγχέοντάς τες ανεξέλεγκτα. Η συνηθέστερη έκφανση της εν λόγω παρεξήγησης είναι η αντιμετώπιση, η περιγραφή, η ερμηνεία ή η αξιολόγηση γλωσσικών στοιχείων και φαινομένων που ανήκουν σε μια συγχρονία Β (π.χ. την κοινή νεοελληνική ή την ποντιακή διάλεκτο) με όρους, δεδομένα ή πρότυπα από μια άλλη παλαιότερη –αλλά υψηλότερου κύρους ή γοήτρου και ισχυρότερης γραμματειακής ακτινοβολίας– συγχρονία Α, όπως είναι η αρχαία ελληνική του 5ου-4ου αιώνα π.Χ. ή η πολυσυλλεκτική ομηρική γλώσσα. Για παράδειγμα, ακόμη και οι νέες σχολικές γραμματικές για τις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου επιμένουν να αποκαλούν «συνηρημένα» νεοελληνικά ρήματα όπως πάω, λέω, τρώω και ακούω, παραβλέποντας ότι το φαινόμενο της συναίρεσης, το οποίο συνίσταται στον πολύπλοκο κανόνα: φωνήεν ή δίφθογγος Χ + φωνήεν ή δίφθογγος Ψ = μακρό φωνήεν ή (μακρόχρονη) δίφθογγος Χ/Ψ/Ω, είναι γνωστό και προφανές πως έχει πάψει να λειτουργεί εδώ και πάνω από δύο χιλιετίες. Εφαρμόστηκε μόνο σε δύο φάσεις, μία παλαιότατη κατά την προϊστορική περίοδο της πρωτοελληνικής («παλαιές συναιρέσεις») και μία κατοπινότερη στις αρχαίες ιωνικοαττικές διαλέκτους («νεότερες συναιρέσεις»). Εδώ έχουμε να κάνουμε με απλή απαλοιφή, αποβολή ή σίγηση του δεύτερου φωνήεντος –απλού ή δίψηφου στην ορθογραφική του αντιπροσώπευση– για αποφυγή της χασμωδίας (φωνήεν Χ + φωνήεν Ψ = φωνήεν Χ), όχι με συγχώνευση φωνηέντων ή διφθόγγων, δίχως καν να υπάρχει ιστορική σχέση με αρχαία συνηρημένα ρήματα όπως συμβαίνει με αυτά της λεγόμενης β΄ συζυγίας (π.χ. αγαπάω & αγαπώ, μπορεί, λυπάμαι & λυπούμαι κ.τ.ό.), επομένως θα μπορούσαν να ονομαστούν λ.χ. «συρρικνούμενα» (σύγκρινε θέλεις & θες, ξέρουμε & ξέμε, θέλετε & θέτε κτλ.), παρότι κι αυτός ο χαρακτηρισμός φαίνεται μερικώς άστοχος, οπότε η παραχάραξη ενός ήδη υπάρχοντος όρου της παραδοσιακής γραμματικής κρίθηκε σαφώς προτιμότερη. Εξίσου προβληματική είναι κι η επέκτασή του για τον προσδιορισμό περιπτώσεων «συνίζησης» (συμπροφοράς δύο διαδοχικών φωνηέντων σε μία συλλαβή που οδηγεί σε εξασθένηση ή έκπτωση, ημιφωνοποίηση ή συριστικοποίηση του πρώτου φωνήεντος ή/και σε ουρανικοποίηση του προηγούμενου συμφώνου) στην αγγλική (synaeresis/syneresis) και τη γαλλική (synérèse). Ούτως ή άλλως, όλες οι νεοελληνικές ποικιλίες ανάγονται στην ελληνιστική κοινή, όχι κατευθείαν στην κλασική αρχαία ελληνική, με μόνη εξαίρεση την απομονωμένη τσακωνική διάλεκτο, η οποία έλκει την καταγωγή της από την αρχαία δωρική διάλεκτο. Δεν εκπλήσσει λοιπόν καθόλου η ιδεολογικά φορτισμένη και συνεχώς αναβαθμιζόμενη θέση που κατέχουν τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως πολύτιμος αρωγός για την «καλύτερη κατανόηση» και την «ορθότερη χρήση» της νέας ελληνικής πέρα από κάθε γλωσσολογική και ορθολογική εγκυρότητα μιας τέτοιας αρχαιολατρικής και οπισθοδρομικής αντίληψης, εφόσον “όρος για την επάρκεια στη χρήση μιας γλώσσας δεν είναι η γνώση παλαιότερων μορφών της” (Χριστίδης: “Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός”, Αθήνα 1999: Πόλις, σ. 63). Τα λόγια στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο υποσύστημα της σύγχρονής μας γλώσσας είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο ότι πρέπει και οφείλουν να διδάσκονται στο μάθημα των νέων και ασφαλώς όχι των αρχαίων ελληνικών. Το γεγονός ότι εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε στερεότυπες εκφράσεις, ρητά και αποφθέγματα από την αρχαία ελληνική και τη λατινική ως λόγια διαχρονικά ή εξωτερικά δάνεια δε συνεπάγεται ότι οι γλώσσες αυτές είναι «ζωντανές». Όσο κι αν προκαλεί αλλεργία σε ορισμένους, ο όρος «νεκρή γλώσσα» υποδηλώνει κάτι εξόφθαλμα πρόδηλο και αυταπόδεικτο: ότι η γλώσσα αυτή δε διαθέτει εν ζωή φυσικούς ομιλητές σήμερα, όπως π.χ. η νέα ελληνική και οι ρομανικές γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά κτλ.) αντίστοιχα. Δεν έχει καμία σημασία αν μια νεκρή γλώσσα έχει αφήσει απογόνους, αν έχει διασπαστεί σε θυγατρικές γλώσσες ή όχι για να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Είναι άλλο πράγμα η σημερινή γλωσσική πραγματικότητα και εντελώς άλλο οι ιστορικές διεργασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της. Εντούτοις, η «νεκροφάνεια» των κλασικών γλωσσών κάνει διεθνή καριέρα με αξιώσεις: μέχρι κι ο Guardian δημοσίευσε άρθρο υπό τον τίτλο “Why the Latin language is still alive” = “Γιατί η λατινική γλώσσα είναι ακόμα ζωντανή” (13/8/2021). Επιπλέον, η ετυμολογία και η ιστορία των γλωσσικών τύπων δεν είναι δυνατό να καθορίζει το «σωστό» και το «λάθος»: αυτό διαμορφώνεται συλλογικά ως «κοινωνικό συμβόλαιο», αποτελεί διαρκώς αντικείμενο (επανα)διαπραγμάτευσης μεταξύ των μελών της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας και μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο. Όπως εξηγούν οι «Εμβρόντητοι Γλωσσολόγοι» σε άρθρο τους σχετικά με τη γαλλική γλώσσα στο ιστολόγιο Nomadic Universality με τίτλο “Ο μύθος της εισβολής των αγγλικών” (26/8/2023):

 

“[…] ο ορθός τύπος του σήμερα είναι συχνά το λάθος του χθες. Οι περισσότερες από τις εξελίξεις της γλώσσας μας στη διάρκεια της ιστορίας της συνδέονται με φωνητικές προσαρμογές, με αποκλίσεις ή εξομοιώσεις. Η ανάγκη γίνεται νόμος, και έτσι οι γλώσσες εξελίσσονται τείνοντας προς μια ορισμένη οικονομία ή αποβλέποντας στην αποτελεσματικότητα. Ως επί το πλείστον, οι συντμήσεις που υιοθέτησε η χρήση ανάγονται σε μια εποχή όπου η ίδια η ιδέα της νόρμας δεν ήταν αυτονόητη. […]”

 

Επίσης, ο κλασικός φιλόλογος Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος (“Η γλώσσα και τα λάθη”, εφημερίδα Το Βήμα, 10/2/2013) δηλώνει τα εξής:

 

“Διάβασα κάποτε σ’ ένα άρθρο του γνωστού Αμερικανού γλωσσολόγου Noam Chomsky κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και δεν το λησμονώ· ότι η γλώσσα – κάθε γλώσσα – μοιάζει με τον ωκεανό. Όπως δηλαδή ο ωκεανός είναι απέραντος και ατιθάσευτος, έτσι ακριβώς και η γλώσσα. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να βάλει όρια και κανόνες σ’ ένα τέτοιο στοιχείο; Πράγματι έχει τονιστεί κατ’ επανάληψη ότι, με την αδιάκοπη εξέλιξη και μετάπλαση της γλώσσας στο στόμα των ομιλητών της, κάποια «λάθη» που υποτίθεται ότι εντοπίζουμε εμείς σήμερα, αύριο ενδεχομένως να προφέρονται και ν’ ακούονται εντελώς φυσικά από τους χρήστες της, και κατά συνέπεια να μην μπορεί να χαρακτηριστούν ως λάθη. Εύγλωττη συνηγορία υπέρ της άποψης αυτής αποτελεί η γνωστή ρήση του Ορατίου (Ars Poetica 71-72): usus est norma loquendi – ότι δηλαδή η χρήση είναι εκείνη που ρυθμίζει τους κανόνες της γλώσσας. Πράγματι, υπάρχουν περιπτώσεις όπου δυσκολεύεται κανείς να πει με βεβαιότητα ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό, αφού η χρήση η ίδια δημιουργεί αμφιβολία.”

 

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η «παγχρονική» προσέγγιση της γλώσσας είναι τελικά μια «άχρονη» και άρα ανιστόρητη ισοπέδωση, γεμάτη ατεκμηρίωτες καθολικές υπεργενικεύσεις, παραμορφωτικούς αναχρονισμούς και γιγαντιαία άλματα χιλιετιών χωρίς καμιά συναίσθηση ή επίγνωση των αρκετά διαφορετικών συνθηκών που επικρατούσαν σε κάθε εποχή.

 

3) Σύγχυση γλωσσικής και μεταγλωσσικής γνώσης: Είθισται να μη γίνεται κατανοητή η διαφορά ανάμεσα αφενός στην υποσυνείδητη ή ασυνείδητη γνώση των υποκείμενων κανόνων μιας γλώσσας, οι οποίοι επιτρέπουν σε ένα άτομο να τη μιλάει ανεξαρτήτως αν και σε ποιο βαθμό είναι γραμματισμένο, ενώ συνάγονται και κατακτώνται με φυσικό τρόπο κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός μητρικού ομιλητή μέσω της επικοινωνιακής του διεπίδρασης με άλλους χρήστες της, και αφετέρου στην ενσυνείδητη «εγκυκλοπαιδική» ή επιστημονική γνώση γύρω από τη συγχρονική σύσταση και λειτουργία της γλώσσας, τη διαχρονική της μεταβολή και την ειδική μεταγλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή τους. Η ενδεχόμενη μελέτη και συνειδητοποίηση όλων αυτών των παραμέτρων δεν προάγει ιδιαίτερα τη γλωσσική ικανότητα και τις γλωσσικές επιδόσεις των ομιλητών κατά την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο. Όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Σετάτος (“Τα λάθη και η αντιμετώπισή τους”, περιοδικό Φιλόλογος 1991: τ. 63, σσ. 17-39):

 

“[…] οι ομιλητές συχνά νομίζουν ότι «ξέρω ελληνικά» σημαίνει «έχω γλωσσολογική γνώση των ελληνικών» ([…] πρβ. απαντήσεις σε γλωσσολογικά ερωτηματολόγια, όπου οι πληροφορητές κάποτε δεν απαντούν αυθόρμητα, αλλά σκέπτονται ποιο είναι το «σωστό» κτλ.) […].” [σ. 29, παρ. 6)]

 

Εξάλλου, ο Χριστίδης (1999, σ. 51) το θέτει πιο λακωνικά εν είδει γνωμικού:

 

“Πρόκειται για μια απαράδεκτη κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στο «ξέρω τη γλώσσα μου» [γλωσσική γνώση] και στο «ξέρω για τη γλώσσα μου» [μεταγλωσσική γνώση].” (οι προσθήκες δικές μου)

 

4) Σύγχυση ενδογλωσσικής και εξωγλωσσικής πραγματικότητας: Η γλώσσα όντως συγκαταλέγεται στα κοινωνικά και τα γνωστικά φαινόμενα, με την έννοια ότι συνομιλεί διαρκώς με το κοινωνικό, το πολιτισμικό και το νοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, λειτουργεί και προσαρμόζεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες επικοινωνιακές και εκφραστικές ανάγκες. Ωστόσο, η γλώσσα αποτελεί ταυτόχρονα ένα αυτόνομο σύστημα σχέσεων ομοιότητας και αντίθεσης μεταξύ των μορφικών και των σημασιολογικών συστατικών που το απαρτίζουν, ενώ η αλληλεπίδρασή του με το εξωτερικό περιβάλλον είναι «χαλαρή», περίπλοκη και πολυπαραγοντική, όχι μηχανιστική, αυτοματοποιημένη και ντετερμινιστική. Η ισοπέδωση των ορίων ανάμεσα στους ενδογλωσσικούς και τους εξωγλωσσικούς παράγοντες έχει σαν αποτέλεσμα την αυθαίρετη απόδοση αιτιώδους χαρακτήρα στην επιρροή των πρώτων πάνω στους δεύτερους και αντιστρόφως. Έτσι, συχνά πιστεύεται από τη μια μεριά ότι η γεωγραφία, το κλίμα, η κοινωνία, ο πολιτισμός και η νόηση διαμορφώνουν καθοριστικά και δεσμευτικά τα χαρακτηριστικά των διαφόρων γλωσσών, κι από την άλλη πως οι υφιστάμενες γραμματικές ή λεξιλογικές διακρίσεις και κατηγοριοποιήσεις διαθέτουν από μόνες τους τη δύναμη να επηρεάζουν και να καθορίζουν τη σκέψη, τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, αντιλήψεις και προκαταλήψεις των ανθρώπων, ακόμη και την ίδια τη δομή των κοινωνιών. Όμως καμιά υποτιθέμενη αιτιότητα δεν μπορεί να γίνει αξιωματικά δεκτή, μόνο και μόνο επειδή μια γλωσσική κοινότητα που ζει στο τάδε γεωγραφικό πλάτος και έχει αναπτύξει το δείνα πολιτισμικό κεφάλαιο τυχαίνει να χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα, χωρίς προηγουμένως να εξακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πρόκειται πράγματι για σχέση αιτίου-αιτιατού. Το ότι ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός στηρίχτηκε εν πολλοίς στην ελληνορωμαϊκή πολιτιστική παράδοση, εφόσον αυτή αποτέλεσε το πρότυπο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού και αξιολογήθηκε ως οικουμενική και ανυπέρβλητη, δε σημαίνει ούτε ότι οι κλασικές γλώσσες είναι ενσαρκώτριες των βασικών και καθολικών (εννοιο)λογικών αρχών που συνιστούν το κλειδί για την εκμάθηση και τη «βελτίωση» των σύγχρονων «εκφυλισμένων» γλωσσών, βοηθώντας τους μαθητές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες λ.χ. με τη νέα ελληνική ή την αγγλική ως μητρική γλώσσα να αναπτύσσουν γραμματική συγκρότηση, να σχηματίζουν προτάσεις και να σκέφτονται πιο δομημένα, ούτε ότι τα αρχαία ελληνικά ήταν εξαρχής προορισμένα να εξυπηρετήσουν την προώθηση της φιλοσοφίας και των επιστημών, ούτε ότι τα λατινικά μπορούν να ικανοποιήσουν καλύτερα από κάθε άλλη γλώσσα τις απαιτήσεις της νομικής και της θεολογίας κ.ο.κ. Μάλλον υπεραπλουστεύεται και αντιστρέφεται η πραγματικότητα: η θέση που καταλαμβάνει ένα γραμματειακό, καλλιτεχνικό ή διανοητικό πρότυπο σε ορισμένες κοινότητες είναι θέμα καθαρά πολιτιστικό, όχι γλωσσολογικό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι κλασικές γλώσσες ξεκίνησαν κι αυτές ως μέσο προφορικής επικοινωνίας μεταξύ αναλφάβητων νομαδικών πληθυσμών που ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, όπως ακριβώς και η ρομανί (η γλώσσα των Ρομά). Υπό άλλες συνθήκες, αν π.χ. ιδρυόταν ένα τσιγγάνικο κράτος, στο οποίο θα οικοδομούνταν διοικητικοί μηχανισμοί και εκπαιδευτικό σύστημα, θα καλλιεργούνταν γραπτώς η συγκεκριμένη γλώσσα και θα ανθούσαν τα γράμματα, οι επιστήμες, οι τέχνες και η διανόηση, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ριζικά διαφορετικά όσον αφορά την κουλτούρα και την τύχη των κοινοτήτων αυτών, καθώς και το διεθνές κύρος της γλώσσας τους. Οι πολιτισμικές αξιολογήσεις είναι πάντοτε σχετικές, υποκειμενικές και βιωματικές, ενώ η γλωσσολογία είναι επιστήμη, δεν έχει νόημα να βάζουμε στη ζυγαριά εντελώς ανόμοια πράγματα ή να εξισώνουμε τις γλώσσες με τους πολιτισμούς που εξέφρασαν κατά την ιστορική τους πορεία. Αντιθέτως, η φονταμενταλιστική θεώρηση του κόσμου, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «ολιστική» καταγγέλλοντας τον «κατακερματισμό της γνώσης», είναι αυτή που ανακατεύει τα πάντα διαστρεβλώνοντας και παρερμηνεύοντάς τα μέσα από αναπόδεικτους αναλογικούς παραλληλισμούς, διαδοχικά λογικά άλματα, πολλαπλά κατάγματα της λογικής και δογματική αναγωγή στην αυθεντία των πηγών της [σύγκρινε τον εκτός τόπου και χρόνου διάλογο μεταξύ των Γεωργίου Μπαμπινιώτη & Δημήτρη Νανόπουλου υπό τον τίτλο “Από την κοσμογονία στην γλωσσογονία: Μια συν-ζήτηση” (Αθήνα 2010: Καστανιώτης)]. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Αργυρόπουλος (2016, σ. 73, σημ. 24):

 

“Το γεγονός ότι η επιστήμη δεν δίνει αναντίρρητη απάντηση για όλα τα θέματα, γλωσσικά και μη, δεν δικαιώνει όποιον δεν ακολουθεί επιστημονική μέθοδο.”

 

Άλλωστε, πολύ συχνά ο απώτερος στόχος των ευφάνταστων παρετυμολογικών λογοπαιγνίων που επινοούν οι διάφοροι αρχαιόπληκτοι τσαρλατάνοι, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε φωνολογικό, μορφολογικό και σημασιολογικό κανόνα σχηματισμού των λέξεων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής, δεν είναι η εύρεση της πραγματικής προέλευσης των γλωσσικών τύπων αλλά η δήθεν απόδειξη κάποιας προκατασκευασμένης «αλήθειας» (ορισμένοι γλωσσολόγοι αποκαλούν «ρυθμιστική» αυτού του είδους την παρετυμολογία). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ευφυολογήματος που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο μετά τις πρόσφατες βιβλικές καταστροφές στην κεντρική Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο το προελληνικής καταγωγής τοπωνύμιο Θεσσαλία προέρχεται τάχα από την αρχαία φράση εἰς θέσιν ἁλός «στη θέση της θάλασσας», άρα η ελληνική γλώσσα είχε «προβλέψει» ότι είναι φυσικό να πλημμυρίζει, οπότε τι να σου κάνει κι η κυβέρνηση μαζί με τις τοπικές αρχές; Τέλος, σε προηγούμενα άρθρα μου στον Ημεροδρόμο [“Ο ρατσισμός κι ο σεξισμός δεν αντιμετωπίζονται με πρακτικές «λεκτικής υγιεινής»” (26/10/2022) και “Ο τόσο παρεξηγημένος ρόλος των γλωσσολόγων” (28/6/2023), παρ. 7)] έχω αναφερθεί εκτενώς στην καινοφανή τάση που είναι γνωστή ως «πολιτική ορθότητα», η οποία ευδοκιμεί κυρίως σε εθνομηδενιστικούς, νεοφεμινιστικούς και «σεξομηδενιστικούς» κύκλους, στο χώρο της λεγόμενης ανανεωτικής ή ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και στη «φιλανθρωπική» και «εταιρικά» ή «κοινωνικά υπεύθυνη» δράση συστημικών φορέων και θεσμών του αστικού κράτους ή της «υγιούς» επιχειρηματικότητας, ενώ –κατά τη γνώμη μου– απηχεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Όπως οι συντηρητικοί καθαρολόγοι καταχρώνται την ετυμολογική και τη μορφοσημασιολογική ανάλυση με απλοϊκό, μονόπλευρο και στενόμυαλο τρόπο για να ρυθμίσουν τη γλώσσα αλακάρτ, έτσι και οι «προοδευτικοί» οπαδοί του νεόκοπου αυτού «λεκτικού πουριτανισμού» καταφεύγουν σε ίδιου τύπου ισοπεδωτικά επιχειρήματα προκειμένου να αξιώσουν την αντικατάσταση λ.χ. του «φαλλοκρατικού» όρου υιοθεσία, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι μορφολογικά μερικώς αδιαφανής από συγχρονική άποψη και σημασιολογικά επηρεασμένος από το γαλλικό/αγγλικό adoption, με το «συμπεριληπτικό» τεκνοθεσία [σύγκρινε ήδη ελληνιστικό υἱοθεσία, μεσαιωνικό ὑπανδρεύω, αρχαίο νυμφεύω, ελληνιστικό χηρεύω (όλα με αναφορά και στα δύο φύλα)].

 

Οι παραπάνω συγχύσεις υποδαυλίζονται και αναπαράγονται από τον κλασικιστικό, τον τυπολατρικό και τον προγονόπληκτο προσανατολισμό τόσο της σχολικής εκπαίδευσης, αν και θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι γίνονται ορισμένα πολύ αργά και δειλά βήματα εκσυγχρονισμού, όσο και του κυρίαρχου δημόσιου λόγου γύρω από τη γλώσσα, ο οποίος συνδιαμορφώνει και συντηρεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί τη διάδοση και εμπέδωση των γλωσσικών μύθων στη συλλογική συνείδηση. Εκτός όμως από τις μεταγλωσσικές αυτές πλάνες, οι οποίες ταλαιπωρούν ακόμα και την ίδια τη γλωσσολογία, ένας άλλος εξίσου ισχυρός πυλώνας μυθοποίησης της ελληνικής γλώσσας είναι το ψυχολογικό φορτίο που κυριεύει τους ελληνοκεντρικά και εθνικιστικά σκεπτόμενους συμπολίτες μας, το οποίο κινείται εντός του παρανοειδούς φάσματος ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αντίρροπους πόλους που στην ουσία προϋποθέτουν ο ένας τον άλλο για να συγκροτηθούν και να επιδείξουν εσωτερική αλληλουχία και συνοχή.

 

Α) Παραλήρημα μεγαλείου: Η (αρχαία) ελληνική γλώσσα είναι «μοναδική», «ενιαία» (όχι όσο μοναδικές και ενιαίες είναι κι όλες οι υπόλοιπες γλώσσες), «πανάρχαια», «νοηματική», «πρωτογενής», «μητέρα όλων των γλωσσών», «πλουσιότατη» (με μεθόδους «δημιουργικής λογιστικής»), «λογικότατη», «ακριβέστατη», «σαφέστατη», «ευέλικτη», «τελειότατη», «υπέροχη», «ωραιότατη», «μουσικότατη», «μαγική», «θεία» κ.ο.κ. επ’ άπειρον, ενώ «γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό» ή τελικά μάλλον «τον παγκόσμιο λόγο». Κατ’ επέκταση κι οι Νεοέλληνες μοιράζονται μαζί της ανάλογες ιδιότητες και ικανότητες, εφόσον η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι κτήμα τους και τους αφορά όλους άμεσα.

 

Β) Παραλήρημα καταδίωξης: Δεδομένης της «αδιαμφισβήτητης ανωτερότητας» και της «εκπάγλου καλλονής» της, είναι επόμενο ότι η ελληνική γλώσσα «κινδυνεύει», «απειλείται», «υποβαθμίζεται», «παρακμάζει», «φθείρεται», «καταστρέφεται», «υπονομεύεται», «νοθεύεται», «αφελληνίζεται», «(εξ)ευτελίζεται», «κακοποιείται», «βιάζεται», «δολοφονείται» και δε συμμαζεύεται, αφού πέφτει διαρκώς θύμα «φθονερών ανθελληνικών συνωμοσιών» εκπορευόμενων είτε από «σκοτεινά ξένα κέντρα» είτε από «εσωτερικούς εχθρούς» και «προδότες», μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι γλωσσολόγοι και οι «θολοκουλτουριάρηδες» (αριστεροί) διανοούμενοι.

 

Σε μια εκμεταλλευτική κοινωνία ανισοτήτων, κλειδαμπαρωμένη στα τοξικά ιδεολογήματα του «καθαρόαιμού» έθνους-κράτους, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας, του κοινωνικού δαρβινισμού, του ανταγωνιστικού αλληλοσπαραγμού και της διχαστικής αξιολόγησης των πάντων, έχοντας καταφέρει να απωθήσει κακήν κακώς και να καμώνεται πως δε θυμάται ή δε γνωρίζει το προσφυγικό προγονικό παρελθόν (εγγύτερο ή απώτατο) όλων ανεξαιρέτως των μελών της, είναι λογικό επακόλουθο να αναπτύσσεται και να ενδημεί ο παρανοειδής ιδεασμός, τα φαντασιακά συμπλέγματα «ανωτερότητας» και οι θεωρίες συνωμοσίας. Τα εθνικά σύνορα οριοθετούν μανιχαϊστικά το «καθαρό», «υπέρτερο», ουτοπικά εξιδανικευμένο και «απόλυτα ομοιογενές» εσωτερικό (το «εμείς») περιχαρακώνοντάς το ολοκληρωτικά σε σχέση με το «επικίνδυνο», «επεκτατικό», «κατώτερο» και «ετερόκλιτο» εξωτερικό (οι «άλλοι»), το οποίο επιβουλεύεται συνεχώς το εσωτερικό απειλώντας ανά πάσα στιγμή να «εισβάλει λαθραία», να «διεισδύσει δόλια» σε αυτό σαν «παρείσακτος σφετεριστής», να το «συρρικνώσει δυναμικά» και να το «αλλοιώσει ανεπανόρθωτα», σε συνεργασία πάντα με την «αντεθνική» και «προδοτική εσωτερική πέμπτη φάλαγγα», γι’ αυτό και το «υγιές» σώμα του εσωτερικού (οι «αυτόχθονες ιθαγενείς») θα πρέπει να επαγρυπνεί ως πιστός φρουρός του [δες και το άρθρο του Σπύρου Μοσχονά με τίτλο “Δύο αρχές της γλωσσικής ιδεολογίας”, περιοδικό Δευκαλίων 2002: τ. 20 (1), σσ. 5-19]. Το ότι “[τ]ὸ ἔθνος πρέπει νὰ μάθῃ νὰ θεωρῇ ἐθνικὸν ὅ,τι εἶναι Ἀληθές” κατά τη σοφή ρήση του Διονυσίου Σολωμού δεν παίζει κανένα ρόλο, αν η αλήθεια «δε συμφέρει το έθνος», αυτή εξάλλου είναι και η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του πατριωτισμού –που αγαπά την πατρίδα του με ειλικρίνεια και εντιμότητα, αλλά σέβεται και τις πατρίδες των άλλων– και του πατριδοκάπηλου εθνικισμού, ο οποίος παραποιεί και χαλκεύει τα του οίκου του θέλοντας να απαξιώσει, να συκοφαντήσει και να κατασπαράξει οτιδήποτε του φαίνεται «ξένο» και «αλλότριο». Προσωπικά θαυμάζω εξίσου κάθε πολιτισμική συνεισφορά στην ανθρωπότητα, είτε είναι αρχαιοελληνική, είτε ελληνιστική, είτε ρωμαϊκή, είτε βυζαντινή, είτε νεοελληνική, είτε δυτικοευρωπαϊκή, είτε (λατινο)αμερικανική, είτε ρωσική, είτε μεσανατολική, είτε κινεζική κ.ο.κ., γιατί απλούστατα όλες τους μας κληροδότησαν ή εξακολουθούν να μας προσφέρουν αθάνατα διαμάντια του πνεύματος, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και καινοτομίας. Δεν είναι ό,τι πιο ώριμο να βάζουμε ελληνοκεντρικές παρωπίδες και να αξιολογούμε ως ανεκτίμητα μόνο τα «δικά μας», επικαλούμενοι μάλιστα το γεγονός πως υπάρχουν και ξένοι αρχαιολάτρες που κάνουν το ίδιο…

 

Στον παρακάτω πίνακα προσπάθησα να συνοψίσω τους κυριότερους γλωσσικούς μύθους, ομαδοποιημένους σε τέσσερις ενότητες, και να τους αντιστοιχίσω με τις προαναφερθείσες κατηγορίες:

Είναι σα να σας ακούω: “Τι, δεν ισχύει αυτό; Ούτε αυτό; Ούτε αυτό; … Μα πώς γίνεται, αφού όλοι το λένε;” Δεν υπάρχει λόγος να πανικοβάλλεστε, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες! Πέραν του αστεϊσμού, κι ο ίδιος πίστευα σε αρκετούς από τους παραπάνω μύθους –ή έστω σε κάποιες ασθενέστερες εκδοχές τους– μέχρι την έναρξη των πανεπιστημιακών μου σπουδών στη γλωσσολογία.

Όπως και να το κάνουμε, όλοι μας μέσα στην ίδια μεταγλωσσική υποκουλτούρα και παραπληροφόρηση μεγαλώσαμε, ενώ η γλωσσική μυθοποίηση δεν είναι μονάχα ελληνικό φαινόμενο: καταπληκτικής ομοιότητας παραλλαγές των ανωτέρω μυθευμάτων κυκλοφορούν και για άλλες γλώσσες όπως π.χ. για την αρχαία ινδική (σανσκριτική), την εβραϊκή, τη λατινική, την ιταλική, τη γαλλική, τη γερμανική, την αγγλική, τη ρωσική ή την τουρκική (δες και το συλλογικό τόμο “Language Myths” = “Γλωσσικοί μύθοι”, London 1998: Penguin Books, σε επιμέλεια των Laurie Bauer & Peter Trudgill).

Άλλη μια τρανή απόδειξη ότι ο εθνικιστικός και ανορθολογικός τρόπος σκέψης στην πραγματικότητα δεν έχει πατρίδα, ούτε γνωρίζει σύνορα, αλλά λειτουργεί παντού αναπαράγοντας τα ίδια μοτίβα και σχήματα. Θα πρέπει, τέλος, να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι, παρά τη γνωστή τετριμμένη ρήση που λανθασμένα αποδίδεται στο Βολτέρο, η «γνώμη» του καθενός –είτε μας αρέσει είτε όχι– δεν μπορεί να γίνει άνευ όρων σεβαστή, αν δεν εδράζεται σε στέρεη γνώση του υπό συζήτηση θέματος, προϋπόθεση που καθιστά θεμιτές τις όποιες διαφωνίες, αλλιώς δεν είναι γνώμη, ούτε καν άποψη, αλλά μια σκέτη μπαρούφα (για να μη χρησιμοποιήσω βαρύτερες εκφράσεις…), η οποία όμως –όσο απαράδεκτη ή εξωφρενική κι αν μας φαίνεται– είναι απαραίτητο να αντικρούεται εμφατικά και να ανασκευάζεται με επαρκή τεκμηρίωση κι όχι βέβαια να φιμώνεται ή να λογοκρίνεται.

 

Απόψεις