Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο κρατικός νεοφασισμός επιτίθεται ξανά στην εθνική αντίσταση της Ιταλίας

Ο πρόεδρος της Ιταλικής Βουλής Ινιάτσιο Λα Ρούσα αμφισβήτησε ότι η επίθεση εναντίον του τάγματος Ναζί στην βία Ραζέλα ήταν «μία ένδοξη σελίδα της αντίστασης».

 Από kosmodromio.gr

Η νεοφασιστική κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι αποδεικνύει σε κάθε περίσταση πως επιδιώκει να αλλοιώσει το πολίτευμα της Ιταλίας και να ξαναγράψει την ιστορία της χώρας — τουλάχιστον τη σύγχρονη. Άλλωστε όλα τα αυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα πάντοτε συνταίριαζαν τη φαλκίδευση της πολιτικής και της ιστορικής συνείδησης για να μαυλίσουν τα πλήθη και να διαμορφώνουν τα γεγονότα και την αντίληψη γι’ αυτά κάτω αποκλειστικά υπό τον  δικό της παραμορφωτικό καθρέπτη.

Και η νεώτερη ιταλική ιστορία, ιδίως εκείνο το ζοφερό κομμάτι της που συνδέεται με τον πρόγονό της φασισμό, αποτελεί σταθερό στόχο για τους παραχαρακτικούς μηχανισμούς του κόμματος της Μελόνι, όπως απέδειξε η κατακραυγή που προκάλεσαν οι ανεκδιήγητες και περιποιητικές δηλώσεις του προέδρου της Βουλής Ινιάτσιο Λα Ρούσα για το ένδοξο επεισόδιο της Βία Ραζέλα, της 23ης Μαρτίου του 1944.

Ο Ινιάτσιο Λα Ρούσα

Με ιταμό και απαξιωτικό τρόπο, ο Λα Ρούσα σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, θέλοντας να διορθώσει το ολίσθημα της Μελόνι, που προηγουμένως από τις Βρυξέλλες είχε δηλώσει πως τα θύματα στις Αρδεατικές τάφρους βρήκαν τον θάνατο επειδή ήταν Ιταλοί -λησμονώντας να υπενθυμίσει πως ήταν «αντιφασίστες». Ο πρόεδρος της Βουλής (δεύτερο τη τάξει πολιτικό αξίωμα μετά του προέδρου της Δημοκρατίας) αμφισβήτησε πως η επίθεση εναντίον του τάγματος Ναζί στη βία Ραζέλα ήταν «μία ένδοξη σελίδα της αντίστασης». 

«Αυτοί που σκότωσαν οι παρτιζάνοι δεν ήταν κακοί Ναζί των SS, αλλά μια μουσική μπάντα ημισυνταξιούχων, από το Νότιο Τιρόλο (τότε μισοί Γερμανοί, μισοί Ιταλοί), γνωρίζοντας καλά τον κίνδυνο αντιποίνων στον οποίο εξέθεσαν τους πολίτες της Ρώμης», τόνισε προκλητικά ο Λα Ρούσα. Βέβαια, οι «ημισυνταξιούχοι» μουσικοί για τους οποίους αναφέρθηκε ήταν ένα από τα πιο περιδεή και διαβόητο για τις ωμότητές του αστυνομικό τάγμα Μπόζεν  (Polizeiregiment Bozen), «Μπόζεν» (δηλ,. Μπολτσάνο), που συνεργαζόταν με τα SS και το οποίο συγκροτείτο από νοτιοτιρολέζους ναζιστές ηλικίας 24 έως 42 ετών, βαριά οπλισμένους. Κάθε άλλο παρά «ημισυνταξιούχοι», αλλά μάλλον υποστηρικτές της φασιστικής «κυβέρνησης του Σαλό», που συμμετείχαν σε πλήθος επιχειρήσεις ενάντια στους αντάρτες στη βόρειο Ιταλία και την Ίστρια. Μάλιστα, η διοίκηση του Μπόζεν συνέδραμε τον «χασάπη» Κάπλερ και τα SS του να συντάξουν τη λίστα με τα 335 θύματα (αντίποινα για τους 33 ναζιστές που έχασαν τη ζωή τους στη βία Ραζέλα).

Η σελίδα αυτή της ιστορίας, που αμφισβήτησε τον ένδοξο χαρακτήρα της ο Λα Ρούσα, όχι μόνον είχε εγκωμιασθεί από τις συμμαχικές δυνάμεις, που πολεμούσαν τότε στο μέτωπο γύρω από τη Ρώμη τους ναζιφασίστες, αλλά και επικεφαλής της ομάδας των ανταρτών παρασημοφορήθηκαν. Εντελώς αντίθετη ήταν η άποψη των Βρετανών και Αμερικανών από την εκτίμηση του Λα Ρούσα, πως οι αντάρτες δεν έλαβαν υπόψη τους τον κίνδυνο στον οποίον εξέθεταν τον πληθυσμό της πόλης. Φαντασθείτε να το υπονοούσε κανείς αυτό για τις σφαγές του Διστόμου, των Καλαβρύτων, της Κρήτης στην Ελλάδα, ή τις αντίστοιχες ωμότητες των Γερμανών στη Γαλλία των μακί. Βέβαια, για τον Λα Ρούσα οι παρτιζάνοι εκείνη την εποχή πολεμούσαν ενάντια στον ιδεολογικό πρόγονό του, τον Μουσολίνι και τους Γερμανούς ναζιστές συμμάχους του. Και φυσικά, η ενέργεια που αναθεματίζει ο πρόεδρος της Βουλής αποτελεί για την πόλη της Ρώμης ένα παράσημο, μια σελίδα ένδοξη ανάλογη με τις τέσσερις ημέρες της εξέγερσης της Νάπολης ενάντια στους Γερμανούς -που με βάση τη λογική του Λα Ρούσα είναι επίσης καταδικαστέα γιατί εξέθεσε σε κίνδυνο όλον τον πληθυσμό.

Το 1948 οι ναζιστές υπεύθυνοι καταδικάστηκαν για «εγκλήματα πολέμου» στις Αρδεατικές τάφρους και όχι για «αντίποινα», μία πράξη που επινόησαν οι Ναζί και δεν υπήρχε στο διεθνές ποινικό δίκαιο πρόβλεψη για τέτοιου είδους εγκλήματα. Ενώ το 1950 με πρόταση του τότε προέδρου Λουΐτζι Εϊνάουντι, ο Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Άλτσιντε Ντε Γκάσπερι παρασημοφόρησε τους επικεφαλής των ομάδων της GAP που πραγματοποίησαν την επίθεση (Ροζάριο Μπεντιβένγκα και Φράνκο Καλαμαντρέι) με το αργυρούν μετάλλιο στρατιωτικής τάξεως. Με μετάλλια τιμήθηκαν και άλλοι παρτιζάνοι από την ιταλική δημοκρατία.

Εκείνο που δεν υπενθύμισε ο Λα Ρούσα επίσης ήταν πως στις 271 ημέρες της ναζιφασιστικής κατοχής στη Ρώμη πραγματοποιήθηκαν πλήθος πογκρόμ και σφαγές, όπως στο προάστιο Κουαντράρο, της Λα Στόρτα, τα βασανιστήρια στη βία Τάσο. Και σε όλες αυτές τις ενέργειες οι φασίστες συνεργάτες των Γερμανών ναζί έλαβαν ενεργά μέρος.

Είναι φυσικό πως μία ομοβροντία από καταδίκες και αντιδράσεις ενάντια στις ανιστόρητες δηλώσεις του Λα Ρούσα ξέσπασε σε όλη την Ιταλία. Δεν ήταν μόνον οι οργανώσεις των παρτιζάνων και παλιοί αγωνιστές, που μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία τόλμησαν να συμμετάσχουν σε flash mob στη βία Ραζέλα , αλλά και σημαντικές προσωπικότητες όπως η επιζήσασα των κρεματορίων συγγραφέας Έντιτ Μπρουκ, που ζήτησαν όχι απλά συγγνώμη, αλλά και την παραίτηση του Λα Ρούσα. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Παρτιζάνων Τζανφράνκο Παλιαρούλο χαρακτήρισε τις δηλώσεις του προέδρου της Γερουσίας «λόγια ανάξια για το υψηλό αξίωμα που κατέχει» και ως μία νέα σοβαρή προσπάθεια «με στόχο την απαλλαγή του φασισμού και την απονομιμοποίηση της Αντίστασης». Η πρόεδρος της εβραϊκής κοινότητας της Ρώμης Ρουθ Ντουρεγκέλο από την πλευρά της αντέτεινε πως «δεν ήταν μουσικοί, αλλά στρατιώτες των SS που κατέλαβαν τη χώρα με τη συνενοχή των φασιστών και που απέλασαν τους Εβραίους σε στρατόπεδα εξόντωσης» και επομένως «ζήτω οι παρτιζάνοι που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να αποκαταστήσουν την ελευθερία και την κυριαρχία στην Ιταλία». Ο ίδιος ο Λα Ρούσα αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη και να παραδεχθεί πως έσφαλε που δεν αναφέρθηκε στους ναζιφασίστες, όμως το παρελθόν του είναι πραγματικά βεβαρημένο με εκδηλώσεις νοσταλγίας στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι.

Βέβαια, η Μελόνι ήταν φυσικά η πρώτη που έσπευσε να υπερασπισθεί «τη θεσμική ανορθογραφία του Λα Ρούσα, για την οποία όμως ζήτησε συγγνώμη», οπότε ουδέν εγένετο. Άλλωστε η ίδια είχε ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και μάλιστα από τις Βρυξέλλες όπου βρισκόταν για να θέσει επί τάπητος στην Ε.Ε. την «εισβολή» των μεταναστών στη χώρα της (sic!), αναφερόμενη στις Αρδεατικές τάφρους. Και η ίδια φρόντισε να κάνει μία ανορθογραφία, όχι μόνον γιατί τα θύματα δεν ήσαν μόνον Ιταλοί, καθώς ανάμεσά τους ήσαν και 9 ξένοι, αλλά κυρίως γιατί τα θύματα ήσαν αυτοί που οι φασίστες του Μουσολίνι δεν θεωρούσαν Ιταλούς. Γιατί τα θύματα ήταν  κομμουνιστές, αντιφασίστες, Εβραίοι κλπ.

 Ίσως η παραχαρακτική εκφορά της Μελόνι ήταν πιο δόλια από εκείνη του Λα Ρούσα, να μην ήταν τόσο έκδηλα ιδεολογική, αλλά πιο «εθνικιστική», όμως ο στόχος της ήταν ο ίδιος. Να εκμεταλλευθεί τον ιστορικό αναλφαβητισμό ή χειρότερα την ημιάγνοια του ευρύτερου πληθυσμού, να χειραγωγήσει τη μνήμη μέσα από την διεισδυτική δύναμη των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, που καθορίζουν τις πεποιθήσεις βάσει της αρχικής εκφοράς και όχι με βάση το συμπέρασμα.

Λίγες ημέρες πριν από την εθνική γιορτή της 25ης Απριλίου, όπου ακριβώς γιορτάζεται η απελευθέρωση της Ιταλίας από τον φασισμό, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα παράδοξο. Οι επίγονοι του ολετήριου εκείνου καθεστώτος βρίσκονται στην κυβέρνηση και κατά το πρωτόκολλο θα πρέπει να παρευρίσκονται στις εκδηλώσεις μνήμης ενάντια στους ιδεολογικούς προγόνους τους. Βέβαια ο Λα Ρούσα, στην ίδια συνέντευξη είχε επίσης προκλητικά δηλώσει πως γιόρτασε στο παρελθόν την επέτειο της απελευθέρωσης από τους ναζιφασίστες και ως «υπουργός Άμυνας» – όμως μίας κυβέρνησης που πρώτο κόμμα δεν ήταν το δικό του, το νεοφασιστικό «Αδέλφια της Ιταλίας»- προσφέροντας μάλιστα λουλούδια «σε όλους τους παρτιζάνους, ακόμη και τους κόκκινους που, ως γνωστόν, δεν ήθελαν μια Ιταλία ελεύθερη και δημοκρατική, αλλά κομμουνιστική».

Μόνο που οι Ιταλοί κομμουνιστές ήταν εκείνοι που συνέβαλαν για να συνταχθεί το ιταλικό Σύνταγμα -ένα από τα πιο φιλολαϊκά στην ιστορία, με άρθρα-σταθμό για την υπεράσπιση της εργασίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ένα Σύνταγμα που ο Μουσολίνι ποδοπάτησε και σήμερα η Μελόνι με τη βούλησή της να αλλάξει τη διαδικασία εκλογής προέδρου, έτσι ώστε το ανώτατο αξίωμα -που επιπλέον έχει ενισχυμένες έκτακτες, σχεδόν αυτοκρατορικές, εξουσίες- να μπορεί να συνδεθεί άμεσα κομματικά και ιδεολογικά με μία πολιτική παράταξη και να οδηγεί βάσει του δικού της ντετερμινισμού σε εκτροπή την άσκηση της εκτελεστικής και την ισχύ της νομοθετικής εξουσίας. Ό,τι έκανε δηληδή και ο προπάτοράς της.

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις