Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Μάρκος Βαμβακάρης: «Μυήθηκα στη σκληρή ζωή του εργάτη… μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα ξεμυαλίστηκα με το μπουζούκι»

Πενήντα δύο χρόνια από το θάνατο της σημαντικότερης φυσιογνωμίας του ρεμπέτικου τραγουδιού, του κοσμαγάπητου Μάρκου

Ο άνθρωπος που έγινε η σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού, αφού ήταν εκείνος που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και το επέβαλε σαν όργανο, ανοίγοντας έτσι την κλασική περίοδο του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα (8 Φλεβάρη 1972).

Γεννήθηκε στις 10 Μάη 1905, στο συνοικισμό Σκαλί της Ανω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου. Ηταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη, οι οποίοι ήταν φτωχοί αγρότες – χωρίς κλήρο – και ασχολούνταν και με άλλες δουλειές για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

Πήγε σχολείο το 1909, ήταν επιμελής μαθητής και αγαπούσε ιδιαίτερα την Ιστορία. «Μ’ άρεζε πολύ η Ιστορία. Τότες, τα παλιά, Ξέρξης, Αρταξέρξης, τέτοια πράματα, η εν Σαλαμίνι Ναυμαχία… Και μέχρι τώρα ακόμη, άμα βρω βιβλία που γράφουνε γι’ αυτά, τα διαβάζω. Αυτό φαίνεται και στα τραγούδια μου».

Στερείται το σχολείο στη Δ’ τάξη του δημοτικού για να καλύψει το κενό που άφησε ο πατέρας του πηγαίνοντας στρατιώτης στους Βαλκανικούς πολέμους. Δουλεύει ως ανήλικος εργάτης για να βοηθήσει βιοποριστικά την οικογένειά του. Τότε, η μητέρα του δούλευε σ’ ένα κλωστήριο και τον πήρε μαζί της, συγκεκριμένα συσκεύαζε «κούκλες» σε πακέτα. Βιώματα της παιδικής του ηλικίας ακούμε στα τραγούδια «Ο Μάρκος Πολυτεχνίτης», «Κλωστηρού» κ.ά.

Εχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φτώχεια, ο Μάρκος στα 13 του το «σκάει» για τον Πειραιά, όπου κάνει δουλιές του ποδαριού και στη συνέχεια εργάζεται ως εκδορέας στα σφαγεία. «Εκεί στα Ταμπούρια, όχι μόνον μυήθηκα στη σκληρή ζωή του εργάτη… μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα ξεμυαλίστηκα με το όργανο αυτό, το μπουζούκι», αναφέρει στην αυτοβιογραφία του. Το όργανο το έμαθε «σε έξι μήνες. Κανένας δε μου έκανε μαθήματα στο μπουζούκι. Οχι, τίποτες. Για μένα το μόνο σχολείο ήταν ο τεκές. Ακουγα τους παλιούς και έπαιζα». Τακτικός θαμώνας στους τεκέδες, που γέμιζαν τον Πειραιά, ο Βαμβακάρης έζησε από κοντά τους μάγκες και το περιθώριο.

Το 1934 με τον Γιώργο Μπάτη, τον Αντώνη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή αποτέλεσαν την ξακουστή πειραιώτικη τετράδα, το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Από τότε, χάρη στον Μάρκο, επικρατεί το «πειραιώτικο» ρεμπέτικο, που αφομοιώνει το ήθος και τα διδάγματα της Ανατολής μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το μπουζούκι. Δημιουργούνται τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης, τα «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους ρεμπέτικα τραγούδια.

Ο Βαμβακάρης ήξερε, όσο κανείς άλλος, τους «δρόμους», τις παραδοσιακές κλίμακες και τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού. Ανάμεσα στα τραγούδια του: «Η Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Τα έμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Δε θέλω πλούτη και λεφτά», «Η κλωστηρού», «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», «Ο Μάρκος υπουργός», «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά» και τόσα άλλα. 

Ο συγγραφέας Νέαρχος Γεωργιάδης γράφει στον πρόλογο του βιβλίου «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή): «Πριν από σαράντα χρόνια η “ανακάλυψη” του Μάρκου Βαμβακάρη με παρακίνησε, μαζί με τέσσερις άλλους φοιτητές, να ιδρύσουμε την πρώτη οργάνωση συστηματικής επιστημονικής μελέτης του είδους: τον “Ομιλο Φίλων Λαϊκού Τραγουδιού”. Ηταν ένα είδος πολιτιστικής συνωμοσίας μέσα στα σπλάχνα των “Λαμπράκηδων”, που είχε τότε επιδοθεί σε μια μονοκαλλιέργεια των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Ομιλος Φίλων λαϊκού Τραγουδιού έκανε συλλογή και διάσωση δίσκων, πληροφοριών, συνεντεύξεων, βιογραφιών, δημοσίευσε κείμενα και διοργάνωσε τις πρώτες συναυλίες λαϊκών καλλιτεχνών, με Βαμβακάρη, Μπαγιαντέρα, Στράτο Παγιουμτζή… Η δραστηριότητά του βασικά διακόπηκε από τη Δικτατορία. Πολύ αργότερα άλλοι μελετητές ακολούθησαν τα βήματα και μιμήθηκαν τις μεθόδους και τους τρόπους δουλιάς του Ομίλου για τη μελέτη και την προβολή του Λαϊκού Τραγουδιού. Αλλά η ανακάλυψη και η αποκάλυψη του Μάρκου Βαμβακάρη, την οποία πραγματοποίησε και προώθησε αυτή η οργάνωση φοιτητών, το 1965-1966, δεν ολοκληρώθηκε. Γι’ αυτό έρχομαι σήμερα, σαράντα χρόνια αργότερα, με το βιβλίο αυτό να προσπαθήσω να εξηγήσω το φαινόμενο Βαμβακάρη, να το τοποθετήσω μέσα στα πλαίσια του νεοελληνικού τραγουδιού και πολιτισμού γενικά. Κι έτσι να μπουν οι βάσεις για την πραγματικά επιστημονική μελέτη του έργου του και των επιδράσεων που άσκησε πάνω στο τραγούδι και τον πολιτισμό μας».

 

 

Απόψεις