«Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες», γράφει ο Ελύτης.
Στις 24 Σεπτέμβρη 2000 βιώναμε την απώλεια του Λέων. Αυδή (όπως ο ίδιος ήθελε να γράφεται το όνομα του). Ενός ανθρώπου που όσοι είχαν την τύχη να συναντηθούν μαζί του ξέρουν τι σημαίνει ανθρώπινη «λάμψη».
Ο Λέων. σφράγισε με το πέρασμά του όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Σφράγισε με το πέρασμά του την πόλη του, την Αθήνα. Γι’ αυτό είναι ακόμη εδώ, μέσα από όλα για όσα πάλεψε, μέσα από τους συντρόφους του, που συνεχίζουν το δύσκολο μα ωραίο δρόμο.
Ο Θόδωρος Θεοδωρόπουλος, επιστήθιος φίλος του Αυδή, βγαλμένος κι αυτός από την ίδια στόφα, το είχε περιγράψει με τρόπο συμπυκνωμένο και ακριβή:
«Η ζωή του Αυδή – είχε πει στην πρώτη επέτειο του θανάτου του – είναι ένας φάρος. Ένα μέτρο σύγκρισης. Μια ώθηση κι ένα ερέθισμα για ποιοτική άνοδο. Μια πρόταση για την καθημερινή λειτουργία του ανθρώπου, για την οργάνωση μιας άλλης κοινωνίας “για την καινούρια γέννα, που όλο την περιμένουμε και όλο κινάει για να ‘ρθει κι όλο συντρίμμια γίνεται στο γύρισμα των κύκλων” όπως λέει ο ποιητής»…
Πριν από τις δημοτικές εκλογές, του ’98 αυτή τη φορά, τον θυμάμαι καλεσμένο σ’ ένα από τα προεκλογικά τηλεοπτικά «πάνελ». Ο δημοσιογράφος ρώτησε να μάθει τι νιώθει ο Λέων. όταν οδηγάει το αυτοκίνητό του, όταν πέφτει σε μποτιλιάρισμα, όταν δε βρίσκει πάρκινγκ στην Αθήνα. Ρωτούσε επίμονα τι θα κάνει ο Λέων ως δήμαρχος για το κυκλοφοριακό της Αθήνας κι αν ήταν πρόθυμος να δώσει το καλό παράδειγμα και να αφήσει το αυτοκίνητό του στην άκρη ως μια κίνηση που θα έστελνε ένα μήνυμα στους συμπολίτες του. Ο Λέων. τον άφησε, δεν τον διέκοψε. Με εκείνο το χαμόγελο, περίμενε να ολοκληρωθεί το ερώτημα. Όταν ο δημοσιογράφος τελείωσε, ο Λέων του απάντησε: «Δεν έχω αυτοκίνητο»… Ο δημοσιογράφος κατάλαβε αμέσως ότι δεν είχε να κάνει με ένα συνηθισμένο καλεσμένο.
Συχνά τον συναντούσα στο κέντρο της πόλης, κατά το μεσημέρι, να περιμένει το λεωφορείο στη στάση εκεί χαμηλά στη Σόλωνος. Άλλοτε, χωρίς εκείνος να με έχει δει, τον παρακολουθούσα να κινείται, πάντα με τα πόδια, να περπατά στην πόλη του, στην Αθήνα. Σε κάθε βήμα του, όλο και κάποιος να τον χαιρετά, να τον σταματούν, να του μιλούν. Κουβέντες ανθρώπινες. Ήταν «ένα» με τους ανθρώπους της πόλης του, της Αθήνας, ο Λέων. Τους ήξερε. Και κείνοι τον ήξεραν. Ήτανε δικός τους.
Καμιά φορά, στο τηλέφωνο, έπαιρνε στην εφημερίδα, κάτι έψαχνε, φαινότανε ότι τον απασχολούσε (αλλιώς δεν «ενοχλούσε»). «Δε σ’ ακούω καλά, τι τρέχει;», ήτανε η πρώτη κουβέντα όταν κάτι μυριζότανε. «Μ’ έπιασε πάλι κείνο το πρόβλημα με τη μέση». «Λοιπόν, άκου…». Κι άρχιζε να σου λέει τι θα κάνεις για να ανακουφιστείς. Τον ρώταγες τι ήθελε. «Άστο τώρα, όταν γίνεις καλά θα τα πούμε»…
Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, πόναγε. Ήταν λίγο πριν «φύγει». Πόναγε. Πόναγε πολύ. Ξέραμε για την αρρώστια. Και κείνος ήξερε. «Μια χαρά είμαι, αν σκεφτείς τι έχω», είπε… Και γέλασε.
Είπανε ότι ήταν ανιδιοτελής. Ηθικός. Σεμνός. Διανοούμενος. Εργάτης. Αγωνιστής. Ότι ήταν «κύριος» με κεφαλαίο «Κ». Ότι διέψευσε πανηγυρικά όσους διακηρύσσουν ότι η ένταξη ενός διανοούμενου στον οργανωμένο αγώνα, στον αγώνα του λαού, στον κομμουνιστικό αγώνα, οδηγεί στην ισοπέδωση της προσωπικότητας.
Όλα όσα ειπώθηκαν για τον Λέων. ήταν έτσι. Τίποτα παραπανίσιο. Τίποτα ψεύτικο. Γιατί ο Αυδής ήταν Κομμουνιστής. Αυτός ήταν ο μεγάλος τίτλος για έναν άνθρωπο που απεχθανόταν όσο τίποτε τα πολλά και κυρίως τα «μεγάλα» λόγια.
Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει κάπου: «Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις. Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει θα ‘σαι για πάντα μέσα σ΄ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο…».
Έτσι είναι. Κι επειδή είναι έτσι, γι’ αυτό η απώλεια του Λέων. Αυδή, όσο περνάει ο χρόνος, γίνεται μεγαλύτερη.